Ημέρα τέταρτη.
Ζωγραφική στο τοίχο, πιάνο, τραγούδι. Πράγματα που σήμερα αδυνατώ να κάνω. Το παιδικό μου δωμάτιο παραμένει κλειστό, με τους κουβάδες με τα χρώματα, την σκάλα και τα πετρωμενα πινέλα που ούτε αυτά είχα την όρεξη να καθαρίσω από τις μπογιές. Η εναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ παραμένει στο δωμάτιο μου μισοτελειωμενη και δεν έχω ιδέα ποτέ θα ξαναβρώ ορεξη να τη συνεχίσω.
Όλοι πίστεψαν σε μενα και περιμένουν πως και πως να δούνε το έργο αυτό στο δωμάτιο μου. Σήμερα πιστεύω πως ακόμα κι αν είχα μπροστά μου ενα κουμπί όπου όταν θα το πατούσα ο τοίχος θα ήταν έτοιμος δεν θα το έκανα γιατί και αυτό μεγάλο κόπο μου κάνει. Κάθομαι στη καρέκλα του υπολογιστή και νιώθω το σκονισμένο πιάνο μου να με κοιτάει σαν να με ρωτάει “γιατί με αφηνεις;”. Κάποτε έπαιζα πολύ όμορφα και χωρίς να κοιτάω το πιάνο, κι ας έπαιζα μόνο ένα χρόνο.
Θυμάμαι που μαζί με τις ασκήσεις που μου έβαζε η δασκάλα για το σπίτι έφερνα και κομμάτια τα οποία επιχείρησα μόνη μου να μάθω. Άμα συνέχιζα έτσι τότε στο δεύτερο ετος θα έδινα για εξετασεις, που είναι αρκετά νωρίς εφόσον όλοι δίνουν στο τρίτο και στο τέταρτο έτος. Στα μέσα της πρώτης χρονιάς κατάφερα να συνθέσω το πρώτο μου κομμάτι, απλό μεν, αλλά το συνθεσα, ένιωσα πολύ περήφανη. Πλέον δεν θυμάμαι καν πως να το παίξω ολοκληρωμένο. Ίσως τελικά η σκόνη να μην βρίσκεται στο πιάνο αλλά μέσα στο μυαλό μου. Το νιώθω σκονισμένο.
Σταματάω να γράφω γιατί ένιωσα να χάνω την όρεξη μου μέχρι και για αυτο.
Από την: Κατερίνα