Διαγνώστηκα με διπολική διαταραχή στα 19 μου. Ξεκίνησα φαρμακευτική αγωγή την οποία συνεχίζω και μέχρι σήμερα στα 43 μου. Προσπάθησα να ζήσω χωρίς φάρμακα, αλλά συνειδητοποίησα πως είναι αναγκαίο κακό. Μόλις τα έκοβα, δεν μου έπαιρνε πολύ καιρό να πέσω σε βαθιά κατάθλιψη.
Ξέρω πλέον, πως δεν πρόκειται να αναρρώσω πλήρως από την διπολική διαταραχή και είμαι εντάξει με αυτό. Κάποιοι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν φάρμακα για τον διαβήτη ή για την καρδιά για όλη τους τη ζωή. Εγώ παίρνω για την διπολική διαταραχή.
Κάπου μετά τα 25 άρχιζα να σκέφτομαι πως δεν θέλω να βρίσκομαι εδώ. Η κατάθλιψη άρχιζε να με καταπίνει. Ένιωθα πως είχα χάσει κάθε έλεγχο της ζωής μου και ήθελα να αυτοκτονήσω. Την πρώτη φορά χρησιμοποίησα ένα παλιό ξυραφάκι, δεν είχα το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά συνέχισα. Εν τέλει, σταμάτησα να σκέφτομαι πως θέλω να πεθάνω και ένιωσα ένα παράξενο είδος ηρεμίας. Δεν ήξερα πως υπάρχει κάτι τέτοιο. Το μυαλό μου δε σταματούσε να μου υπενθυμίζει πόσο αποτυχημένη είμαι που ούτε τον εαυτό μου δεν μπορώ να σκοτώσω σωστά.
Το να τραυματίζω τον εαυτό μου άρχισε να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ζωής μου. Είχα διάφορες μικρές τελετουργίες, συγκεκριμένα τραγούδια να παίζουν, ένα ολόκληρο κουτί με τα απαραίτητα αι ένα ασφαλές μέρος να τα κρύβω. Ένα βράδυ το παράκανα και επειδή δεν μπορούσα με τίποτα να ομολογήσω στους γονείς μου τι συνέβαινε, κάλεσα το τότε αγόρι μου και με πήγε στην αδερφή του, η οποία η οποία είχε λάβει κάποια στιγμή κάποια επιμόρφωση ιατρικής βοήθειας. Καθίσαμε στο τραπέζι του σαλονιού και μου έραψε τον ώμο χωρίς καμία απολύμανση ή κάτι για τον πόνο.
Όσο μεγάλωνα, το να αυτοτραυματίζομαι άρχισε να χάνει η σημαντικότητα του για μένα, αλλά συνέχισε να είναι στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Πλέον ήμουν καλυμμένη με τα σημάδια και ένιωθα ταπεινωμένη όταν κάποιος που γνώριζα και μου άρεσε τα έβλεπε. Τον Μάιο του 2001, άρχισα να βγαίνω με τον άντρα που μετά από κάποια χρόνια θα γινόταν σύζυγος μου. Ήταν εξ’ αρχής πολύ υποστηρικτικός αλλά και μπερδεμένος όπως όλοι οι υπόλοιποι. Το δουλέψαμε όμως και οι ορμές μου ήταν πια λιγότερο συχνές. Και για 5 χρόνια δεν έκανα το παραμικρό, μέχρι το 2013.
Εκείνο τον Ιούνιο αντιμετώπισα διάφορα προβλήματα και ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ. Ήμουν τόσο καταθλιπτική που δεν με ένοιαζε και να πεθάνω. Πήρα ένα μπουκάλι χάπια και ξεκίνησα. Ήθελα απλά να κάνω τον πόνο να φύγει. Με κάθε περασιά ένιωθα τόσα πολλά συναισθήματα. Αποτυχία, φόβο, ενοχή ακόμα και ανακούφιση. Έκλαιγα με αναφιλητά και μετά από λίγη ώρα ξύπνησα από το κουδούνι της πόρτας. Ο άντρας μου είχε τηλεφωνήσει και είχε στείλει τον πατέρα και την αδερφή μου.
Όταν βγήκα από το νοσοκομείο, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα επιτρέψω να ξανασυμβεί. Έβαλα στην άκρη όλες τις αποτυχίες του παρελθόντος, ανέπτυξα τους δικούς μου μηχανισμούς άμυνας και άρχισα να γράφω. Το γράψιμο με βοήθησε πολύ.
Ακόμα έχω ορμές, όμως. Και ίσως να μην φύγουν ποτέ. Έμαθα όμως να επικοινωνώ τα συναισθήματά μου με τους αγαπημένους μου. Εύχομαι μόνο να μπορούσα να πάρω πίσω όλον τον πόνο που προκάλεσα, αλλά δεν μένω εκεί. Προσπαθώ όσο μπορώ να επικεντρώνομαι στο σήμερα, στο τώρα. Κάθε μέρα είμαι και πιο δυνατή.
Πες σε κάποιον πως νιώθεις. Μην υποφέρεις σιωπηλά.