Εμβρυϊκό Αλκοολικό Σύνδρομο.

Εμβρυϊκό Αλκοολικό Σύνδρομο.


Το εμβρυικό αλκοολικό σύνδρομο, ή εν συντομία FAS, πήρε το όνομά του το 1973 από τους Jones, Smith, Ulleland και Streissguth, οι οποίοι ανέλυσαν την κλινική εικόνα παιδιών που οι μητέρες τους ήταν αλκοολικές και παρουσίαζαν ενδομήτρια καθυστερημένη ανάπτυξη, καθυστέρηση ψυχοκινητικής ανάπτυξης, ανωμαλίες του σπλαχνικού και προσωπικού κρανίου και των άκρων. Επιπρόσθετα, υπάρχουν κάποιες αναφορές στην Ελληνική Μυθολογία για τις αρνητικές επιδράσεις που είχε στα παιδιά η χρήση του αλκοόλ από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η πρώτη αναφορά, ωστόσο, για την δράση του αλκοόλ έγινε το 1968 από τους Lamoine, Harousseau, Borteyru και Menuet, οι οποίοι παρουσιάσανε τα συμπτώματα 127 παιδιών που η μητέρες τους ήταν αλκοολικές. Τα συμπτώματα αυτά είχαν σχέση με την ελαττωματική ανάπτυξη, την ψυχοκινητική καθυστέρηση ,το χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και το μη τυπικό ηλεκτροεγκεφαλογράφημα.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Σύμφωνα με τον Astley (2013) o απόλυτος ενοχοποιητικός παράγοντας για την πρόκληση αυτού του συνδρόμου είναι η προγεννητική έκθεση σε αλκοόλ. Το τελευταίο αποτελεί εξαιρετικά βλαβερή ουσία, του οποίου η συχνά αλόγιστη κατανάλωση κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης έχει συσχετιστεί με συνονθύλευμα επιπλοκών όπως πρόωρη αποβολή, αυξημένη θνησιγένεια και περιορισμό ενδομητρικής ανάπτυξης. Έως και σήμερα, δεν υπάρχουν επαρκείς μελέτες που να υποδεικνύουν ποσοτικά ένα ασφαλές εύρος κατανάλωσης αλκοόλ κατά την κύηση, με αποτέλεσμα να συνίσταται η πλήρης αποχή από αυτό. Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη του εμβρυϊκού αλκοολικού συνδρόμου είναι γυναίκες άνω των 30 ετών με πλούσιο ιστορικό κατανάλωσης αλκοόλ, γυναίκες με γενετική ευαισθησία, που ενδέχεται να μεταβολίζουν με χαμηλό ρυθμό το καταναλωθέν αλκοόλ και η ήδη ύπαρξη ενός τέκνου με αυτό το πρόβλημα.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΕΜΒΡΥΪΚΟ ΑΛΚΟΟΛΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ.

Είναι διαδεδομένο ότι η χρήση αλκοόλ, αλλά και άλλων ουσιών από τη μητέρα, δημιουργούν προβλήματα στην ανάπτυξη του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος του εμβρύου σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και οι επιπτώσεις μπορεί να εκδηλωθούν είτε αμέσως μετά τη γέννηση, είτε στην παιδική ή και την ενήλικη ζωή του παιδιού. Ο βαθμός της προγεννητικής αλκοόλης στο παιδί έχει να κάνει με τη ποσότητα κατανάλωσης της μητέρας, καθώς η ουσία διαπερνά εύκολα από το πλακούντα στην εμβρυική κυκλοφορία. Οι ποσότητες, δηλαδή, αλκοόλ στο αίμα του αναπτυσσόμενου εμβρύου είναι ίδιες με αυτές της μητέρας. (Μαλεγιαννάκη, et al., 2012). Η κατανάλωση αλκοόλης πάνω από 48-60 γρ. καθημερινά μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση του εμβρυικού αλκοολικού συνδρόμου.

Όπως αναφέρουν ο Wattendorf & η Muenke (2005) τα άτομα με εμβρυικό αλκοολικό σύνδρομο έχουν ένα συγκεκριμένο προσωπείο. Έχουν μικρό μέγεθος κεφαλιού, μικρά μάτια με πτώση βλεφάρων πολύ λεπτό άνω χείλος, ένα μακρύ και ομαλό φίλτρο ανάμεσα στα χείλη και τη μύτη, ενώ το βάρος και το ύψος αυτών, συνήθως, είναι κάτω από το μέσο όρο. Επιπλέον, είναι φανερή η ανασηκωμένη μύτη, η μη φυσιολογική ανάπτυξη των αυτιών και ένα επίπεδο, γενικά πρόσωπο. Η εμφάνιση κλινοδαχτυλίας, η οποία είναι κάμψη του πέμπτου δαχτύλου, είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό. Ακόμη, έχουν παρατηρηθεί προβλήματα στο καρδιακό σύστημα των παιδιών τα οποία σε πολλές περιπτώσεις έχουν οδηγήσει μέχρι και σε θάνατο.
Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν χαμηλό νοητικό επίπεδο, διαταραχές στη μάθηση, τη προσοχή, τη μνήμη, την ομιλία και το λόγο, τις εκτελεστικές ικανότητες, την κινητικότητα, την οπτικοχωρική ικανότητα και τις κοινωνικές δεξιότητες (Kalberg & Buckley, 2007) Το νοητικό επίπεδο των παιδιών με εμβρυικό αλκοολικό σύνδρομο κυμαίνεται μεταξύ 20 και 120 με μέσο όρο το 65 με 72.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Για τη διάγνωση του εμβρυϊκού αλκοολικού συνδρόμου, ο γιατρός θα πρέπει να καθορίσει μη φυσιολογικά χαρακτηριστικά του προσώπου, χαμηλότερο από το φυσιολογικό ρυθμό ανάπτυξης και προβλήματα του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα προβλήματα του νευρικού συστήματος μπορεί να είναι σωματικά ή συμπεριφορικά. Για παράδειγμα, μπορεί να παρουσιάζει υπερκινητικότητα, απώλεια συντονισμού ή εστίασης ή μαθησιακές δυσκολίες. Επιπλέον, κάποια χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν διαγνωστικά κριτήρια του συνδρόμου είναι ο μειωμένος ρυθμός ανάπτυξης, μη φυσιολογικά χαρακτηριστικά του προσώπου ή ανάπτυξη των οστών, προβλήματα ακοής και όρασης, αργή απόκτηση δεξιοτήτων της γλώσσας, οι βλεφαρικές σχισμές να είναι μικρότερες ή ίσες με το δέκατο εκατοστημόριο, δυσλειτουργία του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, η οποία υποδηλώνει ελλείμματα που μπορεί να είναι δομικά, νευρολογικά ή λειτουργικά και κυμαίνονται από νοητική υστέρηση έως ηπιότερες διαταραχές μικρό μέγεθος κεφαλής και μειωμένος συντονισμός.

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Ο πιο αποτελεσματικός και σημαντικός τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου είναι η πρόληψη και η ενημέρωση. Θα πρέπει να συσταθούν ομάδες ατόμων οι οποίες θα εφαρμόσουν συγκεκριμένες στρατηγικές πρόληψης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω της εισαγωγής εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα σχολεία και της ενημέρωσης των ατόμων υψηλού κινδύνου, τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, που καταναλώνουν αλκοόλ, έστω και περιστασιακά. Δεδομένων των μη αναστρέψιμων βλαβών που προκαλούνται στο κεντρικό νευρικό σύστημα από την προγεννητική έκθεση στο αλκοόλ, δεν υπάρχει θεραπεία για το σύνδρομο του εμβρυικού αλκοολισμού. Ωστόσο, υπάρχει διαθέσιμη θεραπεία για τον μετριασμό των επιδράσεων του συνδρόμου στο άτομο, η οποία εξατομικεύεται. Αναλόγως των συμπτωμάτων, ο ασθενής μπορεί να λαμβάνει τακτική ιατρική περίθαλψη, φάρμακα (διεγερτικά, αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά και αγχολυτικά) και γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία.

Τα παιδιά με εμβρυϊκό αλκοολικό σύνδρομο θα επωφεληθούν από ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον που δείχνει αγάπη και προσοχή. Τα παιδιά αυτά μπορεί να είναι πιο ευαίσθητα σε διαταραχές της ρουτίνας τους από ό,τι τα ένα μέσο παιδί. Τα παιδιά με εμβρυϊκό αλκοολικό σύνδρομο είναι ιδιαίτερα πιθανό να αναπτύξουν προβλήματα βίας και κατάχρησης ουσιών αργότερα στη ζωή τους αν εκτεθούν σε βία ή κατάχρηση ουσιών στο σπίτι. Αυτά τα παιδιά ανταποκρίνονται θετικά σε μία τακτική ρουτίνα, απλούς κανόνες και επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς.

Η φαρμακευτική θεραπεία του συνδρόμου αυτού αποτελείται κυρίως από αντικαταθλιπτικά φάρμακα, ώστε να αντιμετωπιστεί η θλίψη και η αρνητικότητα, αλλά και διεγερτικά φάρμακα μέσω των οποίων θα αντιμετωπιστούν η έλλειψη εστίασης, συμπεριφοράς αλλά και υπερκινητικότητας αυτών των παιδιών. Ακόμη, άλλη μια κατηγορία φαρμάκων που προτείνονται γι’ αυτά τα παιδιά είναι τα νευροληπτικά και τα αγχολυτικά μέσω των οποίων θα αντιμετωπίσουν προβλήματα συμπεριφοράς αλλά και άγχους (Streissguth, 1997).

Από την άλλη η μη φαρμακολογική θεραπεία θα αποτελείται από προγράμματα τα οποία θέτουν ως στόχο την μάθηση, την κοινωνικοποίηση αλλά και την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση των γονέων θα έχει ως στόχο να βοηθήσει τους γονείς να συνδράμουν στην αντιμετώπιση των συμπεριφορικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών προβλημάτων των οικογενειών. Η γνωστική συμπεριφορική ψυχοθεραπεία θα βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν κοινωνικές δεξιότητες να κάνουν φίλους δηλαδή και να αλληλοεπιδρούν με τους συνομηλίκους τους. Επιπρόσθετα, οι γονείς και τα αδέρφια θα χρειαστεί επίσης να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που μπορεί να επιφέρει αυτή η πάθηση, μέσω τις γνωστικής συμπεριφορικής θα βοηθηθούν και θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες αυτών των παιδιών (Streissguth, 1997).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

⦁Αλευριάδου Α. & Γκιαούρη Σ., (2009). Γενετικά σύνδρομα Νοητικής Καθυστέρησης: Αναπτυξιακή και Εκπαιδευτική Προσέγγιση, Εκδόσεις: UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη.
⦁Astley, S. J. (2013). Validation of the fetal alcohol spectrum disorder (FASD) 4-Digit Diagnostic Code. Journal of Population Therapeutics and Clinical Pharmacology, 20(3).
⦁Μαλεγιαννάκη Α., Μεσσήνης Λ. & Παπαθανασόπουλος Π., (Επιμ.), (2012). Κλινική Παιδονευροψυχολογία, Εκδόσεις: Gotsis, Αθήνα
⦁Wattendorf, D. J., & Muenke, M. (2005). Fetal alcohol spectrum disorders. American family physician, 72(2), 279-285.
⦁Kalberg, W. O., & Buckley, D. (2007). FASD: what types of intervention and rehabilitation are useful?. Neuroscience & Biobehavioral Reviews, 31(2), 278-285.
⦁Landgraf, M. N., Nothacker, M., & Heinen, F. (2013). Diagnosis of fetal alcohol syndrome (FAS): German guideline version 2013. european journal of paediatric neurology, 17(5), 437-446.
⦁Streissguth, A. P. (1997). Fetal alcohol syndrome: A guide for families and communities. Paul H Brookes Publishing.
⦁Tsang, T. W., Lucas, B. R., Carmichael Olson, H., Pinto, R. Z., & Elliott, E. J. (2016). Prenatal alcohol exposure, FASD, and child behavior: a meta-analysis. Pediatrics, 137(3).

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories