Ζηλεύω πολύ τους άλλους κυρίως σε υλικά αγαθά, καλύτερες απολαβές και αφού με συγκρίνω νιώθω στεναχώρια, κλαίω πολύ συχνά με παράπονο και νιώθω ότι εγώ δεν έχω την τύχη τους. Αυτό γίνεται και με κοντινούς μου ανθρώπους και θέλω να το διαχειριστώ τι να κάνω;
Από την: Αλεξάνδρα
Αγαπητή Αλεξάνδρα,
σε ευχαριστούμε για το μοίρασμα της αλήθειας σου. Την ”φώναξες” με περίσσιο θάρρος και δύναμη ψυχής. Είναι γεγονός πως οι περισσότεροι άνθρωποι υποφέρουν από την αδυναμία τους να ξέρουν να πουν αυτό που βλέπουν ή αυτό που σκέφτονται. Γι’ αυτό και η αλλαγή της αντίληψης για τον κόσμο επιφέρει και την αλλαγή του κόσμου για μας. Άλλωστε ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι, με το φως και τη σκιά της. Έτσι, λοιπόν, αναγνωρίζοντας το γεγονός και λεκτικοποιώντας το επώδυνο- για σένα- συναίσθημα, δίνεις στον εαυτό σου τη δυνατότητα να υπερβεί το γνώριμο, να αναλάβει την ευθύνη να θεραπεύσει το συναισθηματικό του βίωμα και να θέσει νέους στόχους.
Είναι αλήθεια πως η κοινωνία -εξελικτικά- έχει διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε η αυταξία μας να μην αρκεί για να ζούμε μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Αυτό γιατί ο εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος να κάνει συγκρίσεις και δε, αξιολογικές κρίσεις, ώστε να αντιλαμβάνεται αμέσως τον επικείμενο κίνδυνο ή το επικείμενο όφελος. Ειδικότερα, να σημειωθεί πως ο άνθρωπος από τη δημιουργία ήδη των πρώτων κοινωνιών αξιολογούσε τον εαυτό του με όσα παρατηρούσε στους άλλους. Συνέκρινε τις ικανότητές του με εκείνες των άλλων με αποτέλεσμα την απόκτηση μιας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία. Συνεπώς, η σύγκριση ήταν πολύ σημαντική όχι μόνο για την επιβίωση του ανθρώπου αλλά και για την κοινωνική του υπόσταση, στοιχείο, δηλαδή, που μας ακολουθεί σε όλη την ιστορία της φυλογενετικής μας πορείας.
Ωστόσο, σύμφωνα με την θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης (θεμελιωτής της οποίας υπήρξε ο L. Festinger) τα άτομα τα οποία είναι επιρρεπή στη σύγκριση του εαυτού με άλλους είναι εκείνα τα οποία χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη αβεβαιότητα για τις ικανότητές τους, δημιουργώντας τους μάλιστα, αισθήματα ανεπάρκειας, θυμού και θλίψης. Στα πλαίσια, λοιπόν, μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας τα άτομα αυτά πιστεύουν πως υπάρχει κάτι καλύτερο, το οποίο, όμως, είναι αδύνατον να κερδηθεί και το κυριότερο, με την ακλόνητη πεποίθηση ότι είναι δυστυχισμένοι και άρα, δεν αξίζει να κάνουν τίποτα για να αλλάξουν. Συνεχίζουν, δηλαδή, να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ρόλους που έχουν δοθεί στο ξεκίνημα της ζωής και τείνουν να ταυτίζονται με την προσωπικότητα.
Κι επειδή παραπάνω αναφέρθηκε ο ρόλος που διαδραματίζει ο τρόπος που το παιδί μεγαλώνει και διαπαιδαγωγείται κατά τα πρώτα χρόνια ζωής και κυρίως το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται, να σημειωθεί πως ένα βλέμμα που καταδικάζει, που κατακρίνει και ενοχοποιεί, εμφυσεί στο παιδί και στον μετέπειτα ενήλικα το αίσθημα της κατωτερότητας και της εικόνας ενός ανάξιου εαυτού. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, σε περιβάλλον ανασφαλές, χωρίς σταθερότητα και με γονείς μη συναισθηματικά διαθέσιμους, δημιουργείται στο παιδί η ανάγκη να είναι διαρκώς σε μία επιφυλακή προσπαθώντας να λάβει την αποδοχή.
Κουβαλώντας, λοιπόν, ένα μεγάλο εσωτερικό κενό το οποίο διψά για προσοχή, επιβεβαίωση και αποδοχή γεννάται η ζήλεια ως απόρροια του φόβου, της ανασφάλειας, της ανησυχίας μη χαθεί κάτι που θεωρείται σημαντικό ή της μη κατοχής αυτού. Συνεπώς, η δυναμική της ζήλειας είναι συνδεδεμένη με την τάση για έλεγχο. Ωστόσο, αυτή η νοσηρή ανάγκη για έλεγχο καθιστά το άτομο σε μία μόνιμη επιφυλακή και εγρήγορση απέναντι στους άλλους, με αποτέλεσμα να αισθάνεται κατώτερο, λιγότερο και χαμένο σε σχέση με τους άλλους.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι αυτή η τάση ζήλειας δεν επιτρέπει στον παθόντα να εξετάσει την αλληλουχία των πράξεων και των συμπεριφορών του. Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά εκείνου που ζηλεύει είναι δυσανάλογη με το υπάρχον πλαίσιο, διότι έχει την προδιάθεση να μεταφράζει κάθε ερέθισμα ως απειλή για τον εαυτό του κι έτσι να παγιδεύεται στη φυλακή που ο ίδιος έχει φτιάξει.
Αυτό, όμως, που θεραπεύει και δίνει στον εαυτό την δυνατότητα να αποδράσει από τα δεσμά του είναι η αυθεντική ανθρώπινη σχέση, που μπορεί να καθρεφτίσει τις αδυναμίες, όχι για να στηλιτεύσει, αλλά για να αναδείξει τις εγκλωβισμένες δυνατότητες. Κι αυτή ακριβώς είναι η δική σου η στιγμή να υπερβείς τους υπαρκτούς κινδύνους. Εντόπισες και αναγνώρισες τι είναι αυτό που σε δυσκολεύει, καθιστώντας τον εαυτό σου ανοιχτό σε νέες εμπειρίες. Άλλωστε, η σύγκριση της ζωής με τους άλλους διαστρεβλώνει την πραγματικότητα παρά την αντικατοπτρίζει. Γι’ αυτό, το ζητούμενο είναι να οριοθετεί κανείς τη ζωή του, προχωρώντας και θέτοντας στόχους που νοηματοδοτούν την ύπαρξή του. Άλλωστε, χρέος μας δεν είναι να εξετάζουμε το βλέμμα των άλλων. Χρέος έχουμε πώς στα μάτια μας θα μάθουμε τους άλλους να κοιτάνε.
Ελπίζω, αγαπητή Αλεξάνδρα, η ανατροφοδότησή μου να ξεθόλωσε το τοπίο των σκέψεών σου. Αν χρειαστείς το οτιδήποτε, είμαστε εδώ να σε ακούσουμε.