Είμαι 16 χρονών και είμαι ερωτευμένη με ένα αγόρι το οποίο παρά το ό τι είχαμε μεταξύ μας δεν νοιάστηκε ποτέ πραγματικά για ‘μένα (σε αντίθεση με ‘μένα που θα έλεγα πως ανέπτυξα πολλά περισσότερα συναισθήματα από όσα έπρεπε) κι ενώ έχει περάσει καιρός εγώ δεν μπορώ ακόμα να σταματήσω να τον σκέφτομαι και με διακατέχει μια διαρκή θλίψη υπεραναλύοντας τα όσα έγιναν μεταξύ μας και μένοντας προσκολλημένη στο παρελθόν. Αυτό επηρεάζει και τους υπόλοιπους τομείς στην ζωή μου και δεν ξέρω πώς να το ξεπεράσω. Επιπλέον γενικά ψάχνω διαρκώς μια επιβεβαίωση από τα αγόρια λόγω της πολύ χαμηλής αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης που νοιώθω και θα ήθελα να μάθω πώς μπορώ να τα αλλάξω όλα αυτά. Ελπίζω να μην σας κούρασα.
Σε ευχαριστούμε θερμά για την παράθεση του προσωπικού σου βιώματος. Η εφηβική ηλικία αποτελεί μία σημαντική περίοδο για την ανάπτυξη της προσωπικής ταυτότητας του ατόμου, αλλά και μία περίοδο που συχνά διακατέχεται από αμφιθυμία, δυσφορία και δυσάρεστα συναισθήματα. Αυτή η εσωτερική συναισθηματική σύγκρουση άλλοτε διαρκεί περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, ενώ μπορεί να επηρεάζει αρνητικά την εικόνα του εαυτού και συνεπώς την αυτοεκτίμηση. Μία αποτυχία ή ερωτική απογοήτευση πράγματι μπορεί να βιωθούν με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, κατηγορώντας έντονα τον εαυτό ή τους άλλους.
Μία εγγύτερη παρατήρηση μπορεί να μας βοηθούσε να δούμε διαφορετικά την ανάγκη της προσφοράς και της συναισθηματικής εγγύτητας. Η ανάγκη ενός ατόμου να προσφέρει περισσότερα σε μία σχέση ή να λάβει περισσότερα από όσα δύναται να προσφέρει ο σημαντικός άλλος δεν αποτελεί αναγκαία μία «λάθος συμπεριφορά» που δεν «έπρεπε» να συμβεί, αλλά μία ανάγκη που χρειάζεται να ειπωθεί, να αποκτήσει χώρο και να εκφραστεί. Αυτή η ανάγκη ή επιθυμία, μπορεί να έχει την δική της ιστορία, να προέρχεται από προηγούμενα βιώματα και να διογκώνεται και στο παρόν, αν δεν ικανοποιείται. Όταν φτάνουμε στο σημείο της ματαίωσης και καλούμαστε μόνοι να «σηκώσουμε» αυτή την ανεκπλήρωτη επιθυμία, πιθανόν η πρώτη αντίδραση είναι να στραφούμε προς τον εαυτό και να τον κατηγορήσουμε πως δεν έπρεπε να δώσει τόσα πολλά ή πως έκανε μία λάθος επιλογή. Η υπερανάλυση συχνά έρχεται ως μία συμβολική ανάγκη να μην αποχωριστούμε την κατάσταση που έχει λήξει. Καθώς μέσα από την αναπαραγωγή των ιστοριών και των σκέψεων που αφορούν αυτή τη σχέση, φαίνεται να πυροδοτεί συναισθήματα ή προσδοκίες που είχαν βιωθεί.
Οι αρνητικές σκέψεις για την εικόνα του εαυτού φαίνεται να σε τοποθετούν στη θέση της αβοηθησίας με αποτέλεσμα όσο τους επιτρέπεις να αναπαράγονται, να βιώνεις τον εαυτό σου ως θύμα, ως αδύναμη που «απέτυχε» ή «ματαιώθηκε». Φυσικά αυτή η ρουτίνα σκέψης απομυζά την ενέργεια και αποδυναμώνει την επιθυμία και το κίνητρο να επενδύσεις σε κάτι άλλο που θα αποτελέσει αφετηρία ή συνέχεια στα σχέδια για το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα προκύπτει η τάση αποσύνδεσης από το παρόν. Αυτή η αποσύνδεση και η αποεπένδυση από τον εαυτό απομακρύνει από την προσπάθεια αποδοχής της κατάστασης του κενού που αφήνει η απουσία του άλλου. Είναι κατανοητό να υπάρχει φόβος να επενδύσεις ξανά σε νέους στόχους, επιθυμίες και προσπάθειες, όμως κάθε μικρό βήμα, κάθε μικρή απόλαυση μπορούν να αποκτήσουν σημασία αρκεί να την εντοπίσεις, να τη μοιραστείς με αγαπημένα πρόσωπα και να της επιτρέψεις να σου προσφέρει ικανοποίηση. Η προσεκτική ανασκόπηση του παρελθόντος δεν αποτελεί πάντοτε λανθασμένο τρόπο αυτογνωσίας και αυτοβοήθειας, ωστόσο το παρόν μπορεί να εμπλουτιστεί με ερεθίσματα, συζητήσεις και φυσικά την υποστήριξη ενός ειδικού που θα σε ενδυναμώσουν για να αξιολογήσεις με διαύγεια, αποδοχή και ευγνωμοσύνη το παρελθόν αλλά και να εκφράζεις στο παρόν τις αυθεντικές επιθυμίες, προς αποφυγή ή προς επανάληψη των στιγμών που επιθυμείς ή όχι.