|
|
Αγαπητή F,
σε ευχαριστούμε για την αλήθεια σου και το μοίρασμά της. Η αλήθεια είναι πως αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, είτε μόνο σε μας. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα το καινούριο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει. Ωστόσο, όταν δοθεί ένα πλαίσιο στις σκέψεις μας, δίνουμε την ευκαιρία – κατ’ επέκταση- στον εαυτό μας να εκφράσουμε την ανησυχία μας, ώστε να αλλάξουμε τον τρόπο που έχουμε βιώσει μια δύσκολη συνθήκη, να πετύχουμε, δηλαδή, την αναπλαισίωση του συναισθήματος που μας κατακλύζει αλλά κυρίως της ερμηνείας που δίνουμε σε αυτό.
Είναι γεγονός πως μαθαίνουμε να αγαπάμε μόνο όταν μας αγαπούν. Ένα παιδί, δηλαδή, γεννιέται με μικρή ικανότητα να αγαπά. Εκπαιδεύεται, ωστόσο, ως προς την έκφραση και την αναζήτηση της αγάπης μέσα από τη σχέση που αναπτύσσει με τον κύριο φροντιστή του κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, επαναλαμβάνοντας στη συνέχεια αντίστοιχα συμπεριφορικά μοτίβα.
Μάλιστα, κατά τον Bowlby, o οποίος μελέτησε τον δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ βρέφους και μητέρας (ή άλλου κύριου φροντιστή), η προσκόλληση διακρίνεται σε ασφαλή / ανασφαλή και αποδιοργανωμένη. Ειδικότερα, όταν ο φροντιστής ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους βρέφους, το τελευταίο αναπτύσσει μια θετική αυτοεικόνα και ασφάλεια ως προς το εξωτερικό περιβάλλον. Από την άλλη, όταν ο φροντιστής δεν είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και μη δεκτικός στις ανάγκες του βρέφους ή εμφανίζει μία επικριτική στάση και δυσφορία ως προς την κάλυψη των αναγκών του, τότε το βρέφος βιώνει την απόρριψη και αναπτύσσει άγχος ως προς την εκδήλωση των συναισθημάτων του, με αποτέλεσμα να σχηματίζει ένα ανασφαλές-απορριπτικό εσωτερικό μοντέλο το οποίο ακολουθεί και στην μετέπειτα ζωή του. Ενώ, όταν ο φροντιστής δεν είναι σταθερά διαθέσιμος ή αγνοεί τις συμπεριφορικές εκδηλώσεις του παιδιού, τότε το παιδί σχηματίζει τον ανασφαλή – αγχώδη δεσμό, με αποτέλεσμα να εσωτερικεύει μία ανάξια εικόνα εαυτού που χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και ανικανότητα. Τέλος, κατά την αποδιοργανωμένη προσκόλληση, η συμπεριφορά του φροντιστή είναι απρόβλεπτη, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει μονίμως ένας φόβος/κίνδυνος για το βρέφος, κάτι το οποίο το οδηγεί στην συνέχεια να αντιλαμβάνεται τον έξω κόσμο ως πιθανό κίνδυνο. Ο τρόπος, λοιπόν, που μαθαίνουμε να συνδεόμαστε με τον πρωταρχικό φροντιστή μας μάς καθορίζει όχι μόνο στην ανάπτυξη της βρεφικής και παιδικής ηλικίας αλλά και αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Συνεπώς, ένα βλέμμα επιθετικό, που καταδικάζει, κατακρίνει, ενοχοποιεί, τελικά εγκλωβίζει και κυρίως εγκλωβίζει την αλλαγή και την εξέλιξη. Με άλλα λόγια, η ενοχή και η ντροπή λειτουργούν ως διαβρωτικά στην όλη ύπαρξη κι αυτό γιατί η συστολή που αισθάνεται κανείς εκφράζεται ως φόβο έναντι της ευαλωτότητας. Αισθάνεται κανείς έκθετος χωρίς το προστατευτικό εκείνο περίβλημα, επομένως δεν προχωρά στην αλλαγή, γιατί αρνείται το άγγιγμα αυτού που τον δυσκολεύει κι αυτού που δεν είναι γνώριμο.
Κι ακριβώς αυτή η ενοχή που λειτουργεί ως φράχτης της προσωπικής ελευθερίας και επιθυμίας γεννά το αίσθημα της μαθημένης αβοηθητότητας, του αισθήματος, δηλαδή, που βιώνει κανείς, όταν θεωρεί πως δεν έχει τον έλεγχο του περιβάλλοντός του. Μάλιστα, η μαθημένη αβοηθητότητα καθιστά κάποιον άπραγο, αφού το αίσθημα της αποτυχίας ή της απόρριψης είναι τέτοιο που το άτομο χάνει το κίνητρο για το οτιδήποτε και παραιτείται από τη ζωή. Άρα, κουβαλά το συναίσθημα της μη αυθεντικότητας της ζωής και της αποτυχίας να ζήσει την πληρότητά της.
Βέβαια, αυτή η ενοχή λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας – είναι ο τρόπος με τον οποίο εκπαιδεύτηκε κανείς- και ως αυτο-κατηγορία που δικαιολογεί την αδυναμία λήψης της ευθύνης για μια ελεύθερη επιλογή και κατ’ επέκταση ζωή. Η συνειδητοποίηση, ωστόσο, της αδιέξοδης κατάστασης οδηγεί στο μηδέν (στην απελπισία) ή στην ανάδυση του θάρρους της υπέρβασης και της ανασυγκρότησης.
Ελπίζω, αγαπητή F, η ανατροφοδότησή μου να ξεθόλωσε το τοπίο των σκέψεων σου. Αν χρειαστείς το οτιδήποτε, είμαστε εδώ για να σε ακούσουμε.