Ο βασικός στόχος της θεραπευτικής σχέσης μεταξύ του θεραπευόμενου και του θεραπευτή είναι η καλλιέργεια μιας θεραπευτικής συμμαχίας αυτών των δυο προσώπων. Μια συμμαχία που γεφυρώνεται μέσα από την ύπαρξη μιας- αν μη τι άλλο- αμοιβαίας συναινετικής (συνεργατικής) επικοινωνίας μεταξύ τους. Είναι σημαντικό να αναπτυχθεί μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του θεραπευόμενου προς τον θεραπευτή του όσο και το αντίθετο, ώστε και οι δύο να εναρμονιστούν σε μια από κοινού κατεύθυνση ψυχοθεραπευτικής συνεργασίας που στοχεύει στην ανακούφιση και στην ψυχική ίαση του α-σθενούς. Μέσα λοιπόν σε αυτήν την θεραπευτική σχέση μπορεί να παρατηρηθεί το φαινόμενο της μεταβίβασης από την πλευρά του θεραπευόμενου, αλλά και της αντιμεταβίβασης από μέρους του θεραπευτή.
Τί είναι η Μεταβίβαση;
Ο πρώτος που αναφέρθηκε στην διεργασία της μεταβίβασης ήταν ο αυστριακής καταγωγής ψυχαναλυτής Sigmund Freud. Αρχικά νόμιζε πως πρόκειται για μια διαταραχή κατά την θεραπεία, αλλά αργότερα διαπίστωσε πως η μεταβίβαση αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ανάλυσης.
Ο όρος «μεταβίβαση» σύμφωνα με τον Φρόυντ είναι η ασυνείδητη μεταβίβαση συναισθημάτων, σκέψεων και συμπεριφορών του α-σθενούς προς το πρόσωπο του θεραπευτή. Όλη αυτή η συναισθηματική ετοιμότητα βρισκόταν σε ανενεργή μορφή και με αφορμή την ψυχαναλυτική θεραπεία ο θεραπευόμενος ‘έφερε’ στην επιφάνεια αυτό το συναισθηματικό υλικό. Το πρόσωπο του θεραπευτή αποτελεί επένδυση για τον θεραπευόμενο, καθώς στο πρόσωπό του επενδύει και ανασύρει στην μνήμη του σημαντικά για τον ίδιο πρόσωπα-ρόλους της ζωής του, όπως ο ρόλος της μητέρας, του πατέρα κι άλλων. Ορισμένες αναμνήσεις αυτών των προσώπων προκαλούν συναισθηματικό πόνο για το άτομο και γι’ αυτό λόγο έχουν μετατραπεί σε ασυνείδητες μέσω της απώθησης (κύριος μηχανισμός άμυνας του Εγώ). Στην διάρκεια της ψυχαναλυτικής θεραπείας “ενεργοποιείται” η ακούσια ανάκληση των απωθημένων αναμνήσεων στο μυαλό του θεραπευομένου. Στην συνέχεια μεταβιβάζει το συναισθηματικό υλικό που του προκαλούν αυτές οι αναμνήσεις προς το θεραπευτή είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο. Τα συναισθήματα αυτά μπορεί να είναι το μίσος, η εχθρότητα, η αγάπη, ο έρωτας κ.α. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί ότι κάποιος ερωτεύεται τον/την καθηγητή/τρια του ή τον θεραπευτή του. Το πρόσωπο που α-σθενεί έχει βρει στο πρόσωπο του θεραπευτή του την κατανόηση του σκεπτικού του, επιθυμώντας κατά προέκταση και το σαρκικό πόθο. Αυτή όμως η σύνδεση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου είναι μόνο εξαϋλωμένα ιδεατά.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι ο Φρόυντ επισήμανε πως το φαινόμενο της μεταβίβασης μπορεί να εκδηλωθεί στην ζωή όλων των ανθρώπων με διάφορους αυθόρμητους τρόπους κι όχι απαραίτητα κατά την ψυχαναλυτική διαδικασία. Δεν είναι δηλαδή η ίδια η θεραπεία που προκαλεί την μεταβίβαση, αλλά μέσω αυτής ο βασικός της στόχος είναι να την “αποκαλύπτει” σε συνειδητό επίπεδο (Freud, 1910). Όταν λοιπόν εμφανιστούν ενδείξεις μεταβίβασης κατά την διαδικασία της ψυχοθεραπείας είναι σημαντικό να αναγνωριστούν από τον θεραπευτή, καθώς θα τον βοηθήσουν να κατανοήσει εναργέστερα το πρόσωπο που έχει απέναντι του. Μερικοί θεραπευτές ενθαρρύνουν ενεργά την μεταβίβαση και όταν αυτή λάβει χώρα οφείλουν να ενημερώσουν τον θεραπευόμενο, ώστε να είναι κι εκείνος σε θέση να αναγνωρίσει τα φαινόμενα μεταβίβασης, να τα επεξεργαστεί και να κατανοήσει καλύτερα τα όσα αισθάνεται και τους λόγους που τον οδήγησαν να αισθανθεί αυτά τα συναισθήματα. Όλα αυτά θα συμβάλλουν στην αυτεπίγνωση των θεραπόντων/θεραπουσών που είναι εξαιρετικά σημαντική κατά την ψυχοθεραπεία του ατόμου.
Τί είναι η Αντιμεταβίβαση;
Για κάποιους ψυχολόγους η αντιμεταβίβαση αφορά μια “απαγορευμένη” περιοχή, ενώ για κάποιους μια “θεμιτή” προσβάσιμη περιοχή. Το κύριο που αξίζει να τονιστεί εδώ είναι ότι η αντιμεταβίβαση σε κάθε περίπτωση ωφελεί όταν ελέγχεται. Ως όρος η «αντιμεταβίβαση» είναι το αντίθετο της μεταβίβασης, δηλαδή πρόκειται για την ασυνείδητη ανάσυρση (ή και μεταφορά) συναισθημάτων/πληροφοριών του θεραπευτή με αφορμή τυχόν παρεμφερή βιώματα του θεραπευόμενου. Οι θεράποντες μπορεί να εμφανίσουν το φαινόμενο της αντιμεταβίβασης/αυτοαποκάλυψης με διάφορους τρόπους, αδιακρίτως πρόσημου (θετικού ή αρνητικού), αισίως ή δυσμενώς.
Η Αντιμεταβίβαση ως αρνητική:
Ανεξάρτητα από το αν ή όχι έχει προηγηθεί σε προηγούμενο χρόνο η μεταβίβαση μπορεί οι θεραπευτές να επιδείξουν αιφνιδίως μια ανάρμοστη συγκινησιακή φόρτιση πάνω σε κάτι που είπε ο θεραπευόμενος. Η αντι-μεταβίβαση μπορεί να εμφανιστεί επίσης όταν ο θεραπευτής “φέρνει” στο θεραπευτικό προσκήνιο κάποιες αναμνήσεις της δικής του ζωής (κρίνω εξ ’ιδίων τα αλλότρια). Αυτό είναι κάτι το αρνητικό κατά τη θεραπευτική σχέση, διότι ξεφεύγει ο θεραπευτής από το επίκεντρο της προσοχής του, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο το πρόσωπο του α-σθενούς. Τα όρια όταν η αντιμεταβίβαση λαμβάνει χώρα είναι θολά ή ακόμα χειρότερα αίρονται τελείως με κάθε ακούσια ενεργοποίηση προσωπικών ενθυμήσεων του θεράποντα. Η αντιμεταβίβαση όταν γίνεται χωρίς έλεγχο αποτελεί μια ζημιογόνο άμβλυνση της θεραπευτικής αφύπνισης των θεραπευτών με δυσμενείς συνέπειες τόσο στην πορεία ίασης του θεραπευομένου, όσο και στην προοδευτική χρόνια αναποτελεσματικότητα του θεραπευτή.
Η Αντιμεταβίβαση ως θετική:
Η «αντιμεταβίβαση» από την άλλη μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό εργαλείο για τον θεραπευτή στην περίπτωση που ο ίδιος εντοπίσει τα αντιμεταβιβαστικά του συναισθήματα και τα χρησιμοποιήσει με τέτοιο τρόπο που θα ωφελήσουν τον θεραπευόμενο, ως δηλαδή ένα μέσο εξερεύνησης του ασυνειδήτου του α-σθενούς. Η επιτυχής αποστασιοποίηση από τα αντιμεταβιβαστικά προβολικά συναισθήματα του θεραπευτή οδηγεί την αντιμεταβίβαση να λειτουργεί με ένα θεμιτό τρόπο που έχει ιαματική επενέργεια στον θεραπευόμενο. Επομένως μερικές φορές στην ψυχοθεραπευτική σχέση η αντιμεταβίβαση μπορεί να ευσταθεί, αλλά πάντα θα πρέπει όταν αυτή εκδηλωθεί να δίνεται μεγάλη προσοχή στον τρόπο παρουσίασής της. Κατά το θεραπευτικό μοντέλο του Carl Rogers (προσωποκεντρική προσέγγιση) η λογική της αντιμεταβίβασης είναι θεμιτή και αξιόλογη προς επεξεργασία, γιατί προσφέρει έναν τρόπο αρωγής στην αυτεπίγνωση του θεραπευόμενου.
“The curious paradox is that when I accept myself just as I am, then I can change”.
Carl Rogers
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Sigmund Freud. Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση (τόμος β΄). Ειδική έκδοση για την εφημερίδα Το Βήμα. (2018) ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ Α.Ε.
Α. Περαχωρίτη. Μεταβίβαση και Αντιμεταβίβαση στην Ψυχοθεραπεία. (2021). Διαθέσιμο εδώ.
Α. Βάθης. Φαινόμενα μεταβίβασης στην ψυχοθεραπεία. ΨTherapia.gr. Διαθέσιμο εδώ.
Δ. Παπανικολάου. Η εμπειρία της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης στην Ψυχανάλυση (2017). Lapsus. Διαθέσιμο εδώ.
Πηγή εικόνας προφίλ: https://www.relationalpsychotherapy.london/blog/what-is-the-difference-between-counselling-psychotherapy-psychiatry-and-clinical-psychology-which-one-should-you-see.