Ο καχύποπτος άνθρωπος είναι κατά βάση δύσπιστος απέναντι στα κίνητρα των άλλων ανθρώπων, τα οποία συστηματικά παρερμηνεύει ως απειλητικά, κακόβουλα και κακεντρεχή.
Ακόμα και όταν τα ερεθίσματα γύρω του είναι φαινομενικά ουδέτερα, καταλήγει εντούτοις να τα διαστρεβλώνει προκειμένου να επιβεβαιώνει το «κακό σενάριο» μέσα του και να ενισχύει τις αρνητικές πεποιθήσεις του. Οι σκέψεις καχυποψίας αποτυπώνονται με δηλώσεις, όπως είναι οι επόμενες: «Ξέρω ότι οι φίλοι μου λένε λόγια για μένα πίσω από την πλάτη μου», «Όταν οι άλλοι είναι υπερβολικά καλοί μαζί μου αναρωτιέμαι τι άραγε θα θέλουν», «Πιστεύω ότι δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι τους άλλους».
Σπάνια θα ανοιχτεί σε μια σχέση και θα εκμυστηρευτεί τα εσώψυχά του, από φόβο μήπως αυτό χρησιμοποιηθεί εναντίον του.
Βρίσκεται μονίμως σε κατάσταση επιφυλακής και επαγρύπνησης, έτοιμος να αντιμετωπίσει μια επικείμενη καταστροφή, συνήθως ψυχολογικής φύσεως, όπως είναι η προδοσία ή η κορoϊδία. Βάζει συστηματικά τους ανθρώπους σε δοκιμασίες για να ελέγξει την αξιοπιστία τους. Είναι κατά βάση αγχώδης και δυσθυμικός και κουβαλά χρόνιο θυμό μέσα του. Δύσκολα συγχωρεί και εύκολα απομονώνεται. Στις φιλικές του σχέσεις κρατάει αποστάσεις για να μην πληγωθεί, ενώ στις ερωτικές του σχέσεις οι υποψίες του για την πίστη της/του συντρόφου του τον/τη βασανίζουν, γι’ αυτό άλλωστε ποτέ δεν σταματά να ελέγχει, να επινοεί τεχνάσματα και να ψάχνει για αποδείξεις.
Ως εκ τούτου, η καχυποψία του κορυφώνεται, ενώ στο μυαλό του κάθε φορά είναι και η μοναδική, πάντα έτοιμος να ανακαλύψει το ψέμα ή την προδοσία. Φυσικά το χτίσιμο εμπιστοσύνης σε μια σχέση απαιτεί χρόνο, προσπάθεια και ως ένα βαθμό επαγρύπνηση απέναντι στον άλλον.
Αυτό που καταλήγει όμως να είναι νοσηρό ως καχυποψία είναι η συστηματικότητα της αίσθησης απειλής, η αναντιστοιχία της με τα καθημερινά δρώμενα και η μη δυνατότητα ουσιαστικής δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων και λειτουργικότητας του ατόμου στην καθημερινότητα. Το καχύποπτο άτομο νιώθει ευάλωτο και ανυπεράσπιστο απέναντι στους άλλους.
Τραυματικά γεγονότα ζωής που σχετίζονται με την απόρριψη, την απώλεια, την κακοποίηση, τους πρώιμους αποχωρισμούς, την καλλιέργεια μιας νοσηρής δυσπιστίας απέναντι στον κόσμο από το γονιό προς το παιδί είναι συχνά υπεύθυνα για την ανασφάλεια και την αίσθηση προδοσίας που σταδιακά χτίζουν. Τα χρόνια συναισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης εντείνουν την εύθραυστη ψυχολογία του καχύποπτου ατόμου.
Η προσπάθεια επαφής του ατόμου με τις καταστροφικές συνέπειες της καχυποψίας του είναι ένα πρώτο βήμα προς τη νοηματοδότησή της. H καθημερινή καταγραφή των καταστάσεων που εντείνουν την καχυποψία και η προσπάθεια εκλογίκευσης των ερμηνειών που το άτομο τους αποδίδει, ανάλογα με το αν εκείνες ανταποκρίνονται ή όχι στα ρεαλιστικά γεγονότα, είναι βοηθητική.
Συνήθως όμως το πρόβλημα είναι χρόνιο και προτείνεται η επίσκεψη σε ψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή, με στόχο να δημιουργηθεί μια θεραπευτική σχέση εμπιστοσύνης. Τις βάσεις αυτής της σχέση καλείται ο θεραπευόμενος να τις μεταφέρει στις υπόλοιπες σχέσεις της ζωής του.
«Η καχυποψία είναι μια βαριά πανοπλία και με το βάρος της εμποδίζει περισσότερα από όσα μας προστατεύει.»
Βιβλιογραφία
Μακρή-Μπότσαρη, Ε.(2010) Θυμός, Επιθετικότητα, Εκφοβισμός. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
Kωστοπούλου, Μ. (2014) Μιλώντας για εμάς και τα προβλήματά μας. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη