Η ηλεκτρονική οθόνη έχει εισβάλει από πολύ μικρή ηλικία στη ζωή του ανθρώπου και, πλέον, η ψηφιακή τεχνολογία χρησιμοποιείται όχι μόνο για λόγους επικοινωνίας αλλά πολύ περισσότερο για δραστηριότητες όπως η περιήγηση, τα παιχνίδια, η αναζήτηση πληροφοριών, η παρακολούθηση ταινιών κ.λπ. Όλο και περισσότερα σπιτικά συνδέονται στο Διαδίκτυο και ολοένα αυξάνεται ο αριθμός των κοινοτικών πλαισίων που διαθέτουν εξοικείωση με τις συσκευές κινητής τηλεφωνίας, τα tablets και τους υπολογιστές.
Αρκετές έρευνες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναφέρουν πως τα σύγχρονα μέσα επηρεάζουν αρνητικά τη σωματική και ψυχική υγεία των νέων, καθώς επίσης ότι συνδέονται με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, την κατάθλιψη, την κοινωνική απομόνωση και τη μοναξιά.
Ωστόσο, μια πρόσφατη έρευνα προσπάθησε να διαφοροποιήσει δύο ευρείες κατηγορίες ανθρώπων, εκείνους που κάνουν ενεργητική και εκείνους που κάνουν παθητική χρήση. Η ενεργητική χρήση περιλαμβάνει οποιαδήποτε δραστηριότητα σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης που διευκολύνει την άμεση αλληλεπίδραση, όπως είναι η επικοινωνία, η δημοσίευση, η κοινή χρήση ιδιωτικών συνδέσμων ή τα απευθείας μηνύματα (direct messages). Από την άλλη πλευρά, η παθητική χρήση περιλαμβάνει την παρακολούθηση άλλων ατόμων χωρίς την άμεση δέσμευση, όπως η κύλιση ή σκρολάρισμα, οι εικόνες, τα βίντεο και οι πάσης φύσεως ενημερώσεις.
Η ενεργητική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι συνυφασμένη με μεγαλύτερη ψυχολογική ευεξία σε σχέση με την παθητική. Είναι πιθανόν ότι τα άτομα που συμμετέχουν ενεργά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αισθάνονται πιο θετικά και πιο κοινωνικά συνδεδεμένα, κάτι που μπορεί να τους προστατεύσει από το άγχος και την κατάθλιψη. Αντίθετα, θεωρώντας ότι η παθητική χρήση συνίσταται κυρίως σε κύλιση και περιήγηση στις ζωές των άλλων ανθρώπων, αυτό θα μπορούσε να τροφοδοτήσει την κοινωνική σύγκριση, γεγονός που θα μπορούσε να θέσει τα άτομα σε αυξημένο κίνδυνο για άγχος ή κατάθλιψη.
Ένα άλλο ζήτημα που έχει προβληματίσει τη σύγχρονη κοινωνία είναι ο αυξανόμενος βαθμός μοναξιάς την οποία βιώνει ένα μεγάλο ποσοστό νέων ανθρώπων. Η μοναξιά βιώνεται από τους νέους όταν υφίσταται ασυμφωνία μεταξύ του πραγματικού και του επιθυμητού στις διαπροσωπικές σχέσεις. Παρ’ όλα αυτά, τα νεαρά άτομα μπορεί να νιώθουν μοναξιά ακόμα και όταν περιβάλλονται από έναν ικανοποιητικό αριθμό φίλων, καθώς σημασία δεν έχει ο ποσοτικός αλλά ο ποιοτικός χρόνος που αφιερώνει ο ένας στον άλλον.
Επιπλέον, ως αποτέλεσμα εμπειριών κοινωνικής απομόνωσης και απόρριψης, τα άτομα με κοινωνικό άγχος κινδυνεύουν να βιώνουν τη μοναξιά σε μεγαλύτερο βαθμό. Το κοινωνικό άγχος αναφέρεται στο αίσθημα της δυσφορίας απέναντι στις κοινωνικές περιστάσεις, την επαφή με ανθρώπους και την αλληλεπίδραση μαζί τους. Τα άτομα με κοινωνικό άγχος περιορίζουν τη δημιουργία νέων ευκαιριών για κοινωνική σύνδεση και αλληλεπίδραση, λόγω αρνητικών πεποιθήσεων για τον εαυτό και τους άλλους, με αποτέλεσμα, όπως προαναφέρθηκε, να είναι ιδιαιτέρως επιρρεπή στην κοινωνική απομόνωση αλλά και στην προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η τελευταία οφείλεται στην τάση των ατόμων με κοινωνικό άγχος να εμπλέκονται σε δυσπροσαρμοστικά γνωστικά πρότυπα και σε κοινωνικές συγκρίσεις, ζητώντας κοινωνική υποστήριξη την οποία αδυνατούν να λάβουν.
Μια σειρά από πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως τα άτομα με κοινωνικό άγχος προτιμούν τις διαδικτυακές από τις face to face κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Ωστόσο, η χρήση που κάνουν, αν και συχνή, είναι περισσότερο παθητική παρά ενεργητική (δυσκολία άμεσης αλληλεπίδρασης).
Τα άτομα με κοινωνικό άγχος φαίνεται να επιζητούν διαδικτυακά την κοινωνική υποστήριξη προκειμένου να την αντισταθμίσουν με την έλλειψη σχέσεων στην προσωπική τους ζωή. Παρ’ όλα αυτά, ο φόβος των ατόμων με κοινωνικό άγχος για την αρνητική αξιολόγηση τα ακολουθεί παντού, με αποτέλεσμα να φοβούνται να κοινοποιήσουν προσωπικές πληροφορίες, θεωρώντας ότι και η εικονική «κοινότητα» διατρέχει κινδύνους.
Συμπερασματικά, το κοινωνικό άγχος και η μοναξιά έχουν συνδεθεί με την προβληματική χρήση των social media αλλά και την αυξημένη χρήση τους, με στόχο την αναγνώριση, την κοινωνική αποδοχή και τη διαδικτυακή αλληλεπίδραση. Η παθητική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επιδεινώσει τους «δείκτες» άγχους και μοναξιάς, οδηγώντας τους νέους σε κοινωνικές συγκρίσεις, φθόνο και εν γένει αρνητικά συναισθήματα.
Η ισορροπία μεταξύ της χρήσης του Διαδικτύου και της δημιουργίας ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων θα περιορίσει σημαντικά το κοινωνικό άγχος και την απομόνωση. Τέλος, η θεραπεία του κοινωνικού άγχους, πέραν της ιατρικής βοήθειας ή της ειδικής συμβουλευτικής, θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της βελτίωσης του τρόπου ζωής των ανθρώπων, όπως η υγιεινή διατροφή και δίαιτα, η έκθεση σε κοινωνικά ερεθίσματα, η αποφυγή περιπτώσεων κοινωνικού περιορισμού και η υγιής σχέση με την τεχνολογία, δίχως την ανάγκη της συστηματικής αποδοχής.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
- Heimberg, R. & O’ Day, E. 2021. Social media use, social anxiety, and loneliness: A systematic review. Elsevier Journal. Available at: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S245195882100018X
- Coleman, J. 2013. Ψυχολογία της εφηβικής ηλικίας. Επιμ. Μπεζεβέγκης, Η. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
Αρχισυνταξία και επιμέλεια άρθρου: Παρή Πατσαρούχα