Ο χαρακτηρισμός των μαθησιακών δυσκολιών ως παράγοντας επικινδυνότητας , αποτελεί ένα διφορούμενο ζήτημα, καθώς μερίδα των ερευνητών θεωρεί πως οι μαθησιακές δυσκολίες δύνανται να λειτουργήσουν ως ενισχυτικός παράγοντας για την αλλαγή και την καταβολή προσπάθειας για καλύτερες επιδόσεις, αφού ο προσδιορισμός της δυσκολίας συχνά παρακινεί γονείς και εκπαιδευτικούς για παροχή υποστήριξης. (Donahue 9 & Pearl , 2003). Άλλοι ερευνητές αναφέρονται στις μαθησιακές δυσκολίες ως έναν από τους μεγαλύτερους παράγοντες επικινδυνότητας για την ακαδημαϊκή πορεία των ατόμων, τονίζοντας πως συχνά η παρουσία τους συνυπάρχει με άλλες μεταβλητές, όπως αυτήν της μη υποστηρικτικής στάσης του εκπαιδευτικού για τα πλαίσια του σχολείου, ή την επικριτική διάθεση συνομηλίκων. Όλα τα παραπάνω λειτουργούν, παράλληλα, και ως προβλεπτικοί παράγοντες για την εγκατάλειψη των σπουδών. (Harðardo´ttir, Ju´lı´usdo´ttir, Guðmundsson, 2015).
Η ολοένα και αυξανόμενη ανάγκη για εξασφάλιση των καταλληλότερων βοηθητικών μέσων και περιβαλλοντικών συνθηκών για την επιτυχέστερη πορεία των ατόμων με μαθησιακές δυσκολίες, όχι αποκλειστικά σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά και αναφορικά με τη συναισθηματική και κοινωνική τους προσαρμογή, οι υγιείς αλληλεπιδράσεις με συνομηλίκους, η ανάπτυξη αισθημάτων αυτό-εκτίμησης αλλά και η γενικότερη διαμόρφωση ψυχικά ανθεκτικών ατόμων, ικανών να ανταποκρίνονται σε γνωστικά έργα και κοινωνικές συναναστροφές αποτελούν καίρια ζητήματα ανάλυσης για την επιστημονική κοινότητα, ζητήματα τα οποία συχνά ωστόσο επισκιάζονται υπό τη θέαση των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες ως ατόμων με περιορισμένη ικανότητα αντιμετώπισης παραγόντων επικινδυνότητας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ποιές είναι οι ειδικές μαθησιακές δυσκολίες;
Η πλειονότητα των ερευνητών συμφωνούν στο γεγονός ότι η καλλιέργεια ψυχικής ανθεκτικότητας αποτελεί μια ενεργητική διαδικασία , κατά την οποία ένα άτομο είναι σε θέση, παρά τις συνθήκες επικινδυνότητας, να παρουσιάζει επιτεύγματα. Σύμφωνα με τον Beardslee(1989), πρόκειται για «ασυνήθιστα καλή προσαρμογή σε συνθήκες έντονου στρες». Μέσα από το πρίσμα του «risk and resilience model», τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που προκύπτουν, με τον κατάλληλο συνδυασμό και συγχρονισμό των προστατευτικών μηχανισμών, που εντοπίζονται σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητας τους. Οι συνηθέστεροι προστατευτικοί μηχανισμοί που μπορεί κανείς να αναγωρίσει σε περιπτώσεις ατόμων με μαθησιακές δυσκολίες έγκεινται κυρίως στα πλαίσια ενός υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος, στη σχέση του ατόμου με εκπαιδευτικούς, στις αλληλεπιδράσεις του ατόμου με συνομηλίκους, στην καλλιέργεια της αυτογνωσίας και της αυτοπεποίθησης άλλα και στις γενικότερες προσπάθειες για κοινωνικο-συναισθηματική προσαρμογή. Αντίστοιχα ευρήματα ερευνών αναφέρονται στη σπουδαιότητα ύπαρξης ενθαρρυντικών εκπαιδευτικών φιγούρων, στενών διαπροσωπικών και φιλικών σχέσεων και υποστηρικτικών προσώπων φροντίδας, τα οποία παρέχουν το ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να αναδείξουν τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά τους , να αναπτύξουν την αίσθηση της αυτό-κατανόησης, της εσωτερικής συνοχής και της αυτό-αποτελεσματικότητας τους. Σε ατομικό επίπεδο , η καλλιέργεια γνωστικών δεξιοτήτων και πρακτικών όπως αυτών της αυτό-κατανόησης , κατάσταση που αναφέρεται στη δυνατότητα επίγνωσης των αδυναμιών αλλά και των δυνάμεων τους, με την καλλιέργεια εμπιστοσύνης στις τελευταίες και την ευκαιρία για εύρεση λύσεων σε περιπτώσεις στρεσογόνων καταστάσεων, της πίστης στις προσωπικές δυνατότητες, της θέσπισης ρεαλιστικών στόχων, της αποδοχής της υποστήριξης και βοήθειας των άλλων, της δημιουργίας αποτελεσματικών στρατηγικών, καθώς επίσης και της επένδυσης σε κάποια δραστηριότητα ή και επαγγελματική δέσμευση θέτουν τη βάση για μελλοντική δραστηριοποίηση και για ενεργό διεκδίκηση ευκαιριών.
Οι θετικές εμπειρίες των παιδιών δημιουργούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρόκειται να δομηθεί με ενεργό τρόπο μια πραγματικότητα όπου, οι μαθησιακές δυσκολίες, όχι μόνο δε θα εμποδίζουν την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου, αλλά θα αποτελέσουν και αυτό το σημείο καμπής στο οποίο η αναγνώριση των δυνατοτήτων και των επιτευγμάτων τους θα βελτιώσει σημαντικά την αυτό-εικόνα και την αίσθηση της αποτελεσματικότητας τους. Η μελλοντική έρευνα δύναται να στραφεί στην ενίσχυση των σχέσεων οικογένειας και σχολείου, στη διασφάλιση της επικοινωνίας μεταξύ τους αλλά και με σχολικούς ψυχολόγους, οι οποίοι θα προτείνουν συγκεκριμένες πρακτικές αντιμετώπισης των δυσκολιών και εντός και εκτός του σπιτιού, μέσα σε ένα γενικότερο πνεύμα διεπιστημονικής συνεργασίας.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Al-Yagon, M. & Mikulincer, M. (2004). Patterns of close relationships and socioemotional and academic adjustment among school-age children with learning disabilities. Learning Disabilities:Research & Practice,19(1),12-19. Link
Donahue, M. L., & Pearl, R. (2003). Studying social development and learning disabilities is not for the faint-hearted: Comments on the risk/resilience framework. Learning Disabilities : Research and Practice,18(2),90-93. Link
Harðardo´ttir, S. & Ju´lı´usdo´ttir, S. & Guðmundsson, H, S. (2015). Understanding resilience in learning difficulties: Unheard voices of secondary school students. Child and Adolescent Social Work Journal,32, 351-358. Link
Margalit, M. (2003). Resilience model among individuals with learning disabilities: Proximal and distal influences. Learning Disabilities: Research & Practice,18(2), 82-86. Link
Miller, M. (2002). Resilience elements in students with learning disabilities. Journal of Clinical Psychology,58(3),291-298. Link