Είναι πραγματικά ψυχικά ασθενείς οι παραβάτες;
Πολλές φορές στα δικαστήρια γίνεται λόγος για «μειωμένο καταλογισμό» του δράστη, ενώ πολλοί από αυτούς και με τη συμβολή των δικηγόρων τους, ανατρέχουν σε ψυχολόγους ή ψυχιάτρους προκειμένου να λάβουν διάγνωση ψυχικής ασθένειας. Με αυτόν τον τρόπο, αναγνωρίζεται περιορισμένη ευθύνη στον δράστη και μπορεί να του αποδοθεί μειωμένη ποινή. Μία από τις ψυχωτικές διαταραχές που έχει συνδεθεί (στερεοτυπικά πολλές φορές) με το έγκλημα, είναι και η σχιζοφρένεια. Υπάρχει όμως συσχέτιση εγκλήματος και σχιζοφρένειας; Ή μήπως είναι απλώς ένας δόλιος τρόπος προκειμένου να αποδωθούν ελαφρυντικά στους δράστες;
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με τα διαγνωστικά κριτήρια της σχιζοφρένειας σύμφωνα με το DSM-IV-TR. Αυτά περιλαμβάνουν: αποδιοργανωμένη ομιλία ή συμπεριφορά, κατατονική διάθεση, παραληρητικές ιδέες, ψευδαισθήσεις, έκπτωση στην προσωπική ή κοινωνική λειτουργικότητα. Η διάρκεια των κριτηρίων πρέπει να είναι στους 6 μήνες και για τα χαρακτηριστικά συμπτώματα ένας μήνας, ενώ παράλληλα να αποκλείονται άλλες διαταραχές. Τα αίτιά της ακόμα δεν είναι σαφή, ενώ θεωρείται ότι περιβαλλοντικοί και γενετικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν προκαλώντας την εμφάνισή της. Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., ανήκει στις 10 νόσους με τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στην καθημερινή ζωή.
Στο ερώτημα: «σχετίζεται η σχιζοφρένεια με την εγκληματικότητα;» έρχεται να απαντήσει η έρευνα των Swanson et al. το 1990, όπου αποδείχθηκε πως το 8% των σχιζοφρενών είχαν προβεί σε παραβατικές συμπεριφορές, ενώ το ποσοστό του γενικού πληθυσμού έφτανε μόλις στο 2%. Επομένως είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι τα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια είναι πιο πιθανό να εμπλακούν στην παραβατικότητα, απ’όσο ο υγιής πληθυσμός.
Σημαντικές είναι οι μελέτες επιπολασμού της παραβατικότητας ανάμεσα σε άτομα με σχιζοφρένεια: πριν τη νοσηλεία των ασθενών το 20% αυτών είχαν εμπλακεί σε βίαιες πράξεις, κατά τη νοσηλεία η επιθετικότητα των ατόμων αυξήθηκε σημαντικά, ενώ το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 9% μετά τη νοσηλεία. Σύμφωνα με τη Wallace (2004), τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν 2-4 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εκτελέσουν βίαιες πράξεις έως και έγκλημα, ενώ παρατηρήθηκαν διαφυλικές διαφορές, με το ποσοστό βιαιότητας στους άντρες να φτάνει στο 41%, ενώ των γυναικών στο 32%.
Επιπλέον έχουν μελετηθεί ορισμένοι παράγοντες που φαίνεται πως σχετίζονται με τη σχέση σχιζοφρένειας και παραβατικότητας. Παρ΄όλο που υπήρχε η άποψη ότι η κατάχρηση ουσιών οδηγεί σε αυξημένη παραβατικότητα τα άτομα με σχιζοφρένεια, εντούτοις έρευνες δεκαετιών δείχνουν πως αύξηση της κατάχρησης ουσιών δεν οδηγούν στην αναμενόμενη αύξηση της παραβατικότητας. Η αποσυλοποιήση επίσης δεν φαίνεται να επηρεάζει την παραβατική συμπεριφορά κατά την επανένταξη στην κοινωνία. Η οξεία συμπτωματολογία (παραληρητικές ιδέες καταδίωξης ή ερωτικής ζωής, ψευδαισθήσεις, κατατονική ανησυχία) ωστόσο, παίζει κάποιον ρόλο στην βίαιη συμπεριφορά, με τους ασθενείς να χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Α) Με παραληρήματα καταδίωξης χωρίς επιθετικότητα στο ιστορικό και Β) Με συμπτώματα αποδιοργάνωσης με ιστορικό επιθετικότητας, με την μεγαλύτερη ένταξη των ανθρωποκτόνων στην πρώτη κατηγορία.
Συσχέτιση παρατηρείται επίσης με αναπτυξιακούς, κοινωνικούς παράγοντες καθώς και με παράγοντες προσωπικότητας. Φαίνεται το ιστορικό διαταραχής διαγωγής και το βίαιο περιβάλλον στην οικογένεια – όπως και η γονεϊκή παραμέληση – να επηρεάζουν σημαντικά την εκδήλωση της σχιζοφρένειας. Επιπλέον η έκπτωση στην κοινωνική και προσωπική λειτουργικότητα περιθωριοποιούν τους ασθενείς, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά, με αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε παραβατικές συμπεριφορές. Τέλος, χαρακτηριστικά προσωπικότητας ψυχοπαθητικού τύπου αλλά και χαρακτηριστικά που έχουν προκύψει λόγω της κατάστασης της σχιζοφρένειας, για παράδειγμα έλλειψη ενσυναίσθησης, επίμονη αναζήτηση ερεθισμάτων, έλλειψη στενών υγιών σχέσων, καχυποψία, ευεξαπτότητα, παίζουν ρόλο στην εκδήλωση βιαιοπραγίας.
Από τα παραπάνω δεδομένα φαίνεται ότι τα άτομα με σχιζοφρένεια είναι πιο επιρρεπή στην τέλεση εγκλήματος, ωστόσο αυτό εξαρτάται από ποικίλλους παράγοντες. Σημαντικό είναι παράλληλα οι ασθενείς να περιθάλπονται και να «αγκαλιάζονται» από την κοινωνία, με τα οικογενειακά και κλινικά περιβάλλοντα να φροντίζουν αναλόγως για την τήρηση της αντιψυχωσικής φαρμακευτικής αγωγής των ατόμων αυτών. Ως επί το πλείστον, οι ασθενείς με ψυχωτικές διαταραχές και γενικότερα με ψυχικές ασθένειες, δεν είναι εκούσια και συνειδητά επιθετικοί και βίαιοι, αλλά είναι κάτι πέρα από τον έλεγχό τους που τους ωθεί σε τέτοιες συμπεριφορές. Όπου η διάγνωση είναι αξιοκρατική, με επιστημονικές μεθόδους και δεν κρύβεται δόλος, τότε δικαίως στα άτομα αυτά καταλογίζεται περιορισμένη ευθύνη για την βίαιη συμπεριφορά.
Βιβλιογραφία:
Δουζένης, Α. & Λύκουρας, Λ. (2008). Ψυχιατροδικαστική. Εκδόσεις: Broken Hill Publishers LTD.
Οι εικόνες ανακτήθηκαν από unsplash.com και pixabay.com.