Η προκατάληψη αρνητικότητας εμφανίζεται ως ένα φαινόμενο, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου συνιστά η τάση του ατόμου να προβαίνει σε υπερίσχυση αρνητικών έναντι θετικών ερεθισμάτων. Πρόκειται ουσιαστικά για μια γνωστική διαστρέβλωση που παρεμβάλλεται στην αντιληπτική διεργασία του ατόμου και η οποία επέρχεται αυτομάτως ως πρώτη αντίδραση σε μια εξελισσόμενη συνθήκη, ενώ παράγει συστηματικά εσφαλμένες εσωτερικές αναπαραστάσεις, αναφορικά με ορισμένες διαστάσεις της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Οι αυτόματες αυτές νοηματοδοτήσεις, οι οποίες ασκούν σημαντική επιρροή σε σωματικό, συναισθηματικό και συμπεριφορικό επίπεδο, ανάγονται στην παιδική ηλικία του ατόμου. Συγκεκριμένα, το άτομο προχωρεί στη διαμόρφωση θεμελιωδών πεποιθήσεων σχετικά με τον εαυτό, τους ανθρώπους και το μέλλον, ως απόρροια συνδιαλλαγής με τους σημαντικούς άλλους ή μέσω άμεσης επαφής με αρνητικά γεγονότα (π.χ. γονεϊκή απόρριψη), ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η γενετική προδιάθεση ορισμένων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Αυτές οι αρνητικές πεποιθήσεις, που κινούνται σε ασυνείδητο επίπεδο και εκφράζονται μέσω των αυτόματων αρνητικών γνωσιών, ενεργοποιούνται μόνο σε χρονικές περιόδους έντονης ψυχολογικής πίεσης.
Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, ένα αρνητικό γεγονός (π.χ. τραυματικές εμπειρίες, δύσκολες διαπροσωπικές σχέσεις, λήψη αρνητικών σχολίων, κ.ά.) δύναται να εγείρει σημαντικά εντονότερες ψυχολογικές ή εσωτερικές αντιδράσεις, εν συγκρίσει με ένα θετικό ή ουδέτερο γεγονός αντίστοιχου περιεχομένου. Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι η πυροδότηση των εσωτερικών αυτών διεργασιών θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντανάκλαση της προσαρμοστικής εξελικτικής λειτουργίας του οργανισμού, δεδομένου ότι η επιβίωση του έμβιου όντος είναι άμεσα συνυφασμένη με την ικανότητα προσαρμογής στις δυνητικά απειλητικές συνθήκες, καθώς οι συνέπειες στην περίπτωση της ανεπιτυχούς αποφυγής κινδύνου έχουν την τάση να λαμβάνουν περισσότερο δραματικές διαστάσεις.
Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που οδηγεί τόσο στην ανάδυση του ερωτήματος αναφορικά με την πιθανή ύπαρξη αιτιώδους σχέσης μεταξύ ερεθίσματος και αντίδρασης, όσο και στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός ορισμού σχετικά με τον επακριβή προσδιορισμό της αρνητικής φύσης ενός γεγονότος. Κατά συνέπεια, ως αρνητικό ορίζεται το γεγονός εκείνο που έχει τη δυνατότητα πρόκλησης υψηλών επιπέδων σωματικής διέγερσης (π.χ. αύξηση καρδιακού ρυθμού και ρυθμού αναπνοής, εφίδρωση, αύξηση πίεσης του αίματος, κ.ά.), καθώς επίσης και τη δημιουργία του συναισθήματος του φόβου (έκκριση νορεπινεφρίνης), ενώ στην όλη διεργασία μετέχει και η γνωστική αξιολόγηση αυτού. Με άλλα λόγια, καθοριστικό ρόλο στον χαρακτηρισμό ενός γεγονότος ως απειλητικό και στην επακόλουθη συναισθηματική και συμπεριφορική απόκριση, διαδραματίζει η γνωστική αντίδραση του ατόμου και όχι το γεγονός αυτό καθεαυτό και η οποία ενέχει σημαντικές προεκτάσεις σε ποικίλες διαστάσεις της καθημερινής ζωής (π.χ. κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, λήψη αποφάσεων, διαμόρφωση εντυπώσεων, επεξεργασία πληροφοριών, κ.ά.)
Έρευνες υποστηρίζουν ότι η μάθηση μπορεί να παραχθεί με ταχύτερους ρυθμούς, ενώ τείνει να είναι πιο αποτελεσματική και ανθεκτική στην περίπτωση σταδιακής εξασθένησης, εφόσον στην όλη διεργασία μετέχει η αρχή της τιμωρίας (π.χ. δυνατός ήχος, «λάθος», κ.ά.) και όχι αυτή της ενίσχυσης. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα, σκοπός της οποίας ήταν η ανάδειξη της αποτελεσματικότητας της αρχής της τιμωρίας ως προϊόν ταχείας μάθησης κατά τη μετάβαση του ατόμου στα ποικίλα αναπτυξιακά στάδια, οι συμμετέχοντες στη συνθήκη τιμωρίας (έκθεση σε δυνατό θόρυβο για κάθε λανθασμένη απάντηση) σημείωσαν πολύ καλύτερη απόδοση από τους μαθητές στη συνθήκη ανταμοιβής (ανταλλάξιμη αμοιβή), καθώς και από τους μαθητές στη συνθήκη ανταμοιβή – τιμωρία (ανταλλάξιμη αμοιβή – θόρυβος), υπογραμμίζοντας ότι η μάθηση επέρχεται ταχύτερα υπό την επιρροή της τιμωρίας. Το εν λόγω εύρημα φαίνεται ότι έρχεται σε σύγκρουση με τους καλά εδραιωμένους μηχανισμούς του Skinner περί ανταμοιβής και τιμωρίας, ο οποίος υποστήριζε ότι η συμπεριφορά που επιβραβεύεται ακολουθείται από αυξημένες πιθανότητες επανάληψης, εν αντιθέσει με εκείνη που δέχεται την παρουσία ενός μη ευχάριστου ή την απομάκρυνση ενός επιθυμητού ερεθίσματος με σκοπό την περαιτέρω μείωση αυτής.
Να σημειωθεί ότι ένα αρνητικό ερέθισμα υποβάλλεται σε εκτενέστερη και εις βάθος γνωστική επεξεργασία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κωδικοποίησης. Αυτό σημαίνει ότι δαπανά περισσότερους γνωστικούς πόρους από ένα αντίστοιχο θετικό ή ουδέτερο ερέθισμα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι νοητικές αναπαραστάσεις των προσλαμβανόμενων αισθητηριακών πληροφοριών, στον πυρήνα των οποίων εντοπίζονται αρνητικά συναισθήματα, διατηρούνται σε ένα περίτεχνο και λεπτομερές μνημονικό μοτίβο, ενώ η ανάκληση αυτών καθίσταται πιο ζωντανή, ενδεχομένως λόγω σύνδεσης αυτών με τη δραστηριότητα του ιππόκαμπου και της αμυγδαλής, δηλαδή των συστημάτων του εγκεφάλου που εμπλέκονται στη συναισθηματική και μνημονική διεργασία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η τάση επικέντρωσης στην αρνητική πλευρά των διαφόρων ερεθισμάτων αρχίζει από τη βρεφική ηλικία. Ειδικότερα, το παιδί στην προσπάθειά του να κατακτήσει τα διάφορα νοήματα που προσφέρει το περιβάλλον χρησιμοποιεί τις συναισθηματικές πληροφορίες του γονέα, ώστε να κατανοήσει τα ασαφή μηνύματα στις συμπεριφορές των άλλων και να μειώσει την αβεβαιότητα που προξενούν οι διφορούμενες καταστάσεις. Για παράδειγμα, σε μια πειραματική μελέτη, οι ερευνητές έδωσαν σε βρέφη ηλικίας 12 μηνών ένα ασυνήθιστο παιχνίδι, ενώ ζητήθηκε από τις μητέρες τους να υιοθετήσουν ποικίλες εκφράσεις προσώπου, με τα ευρήματα να καταδεικνύουν τον σημαντικά λιγότερο χρόνο που είχε αφιερωθεί στο παιχνίδι υπό τη θέα εκφράσεων αποστροφής. Η συγκεκριμένη υπόθεση θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αλληλεπίδραση γονέα – παιδιού αποτελεί τον υποβόσκοντα εκείνο μηχανισμό μέσω του οποίου η αρνητικότητα που προβάλλεται στις ποικίλες διαστάσεις της καθημερινότητας δύναται να μεταβληθεί σε θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ωστόσο, φαίνεται να έρχεται σε σύγκρουση με τον παράγοντα ηλικία.
Η προκατάληψη αρνητικότητας σημειώνει πτωτική πορεία, ενόσω το άτομο μεταβαίνει στην τρίτη ηλικία. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα η ανάκληση εικόνων με θετικό περιεχόμενο παρατηρήθηκε κυρίως στα άτομα μέσης και τρίτης ηλικίας, με αποτέλεσμα να γεννάται εκ νέου το ερώτημα αναφορικά με την πιθανή συμμετοχή μηχανισμών λόγω της σταδιακά ευρείας αποδοχής αυτού του φαινομένου. Την απάντηση έρχεται να δώσει η θεωρία της κοινωνικό-συναισθηματικής επιλεκτικότητας που υποθέτει ότι, καθώς η ηλικία αυξάνει, οι στόχοι του ατόμου ακολουθούνται από αλλαγή πορείας. Ενώ οι νέοι άνθρωποι θέτουν στόχους από τους οποίους θα αντλήσουν γνώσεις και θα διευρύνουν τους ορίζοντές τους, ανεξάρτητα από την επιβάρυνση που ενδέχεται να δεχθούν σε συναισθηματικό επίπεδο, οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας επιδιώκουν στόχους που θα τους οδηγήσουν στην ικανοποίηση και τη βίωση θετικών συναισθημάτων, δίνοντας την εντύπωση ότι η προκατάληψη αρνητικότητας εν τέλει καταρρίπτεται από το πεπερασμένο της ζωής.
Εν κατακλείδι, το φαινόμενο της προκατάληψης αρνητικότητας αφορά ένα δυσλειτουργικό πρότυπο σκέψης, στη βάση του οποίου εντοπίζονται γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες και το οποίο έχει την ικανότητα να παρεμβάλλεται σε κάθε διάσταση της καθημερινής ζωής. Παρά τον αρνητικό του χαρακτήρα, σε ορισμένους τομείς θα μπορούσε να έχει ευεργετικές επιδράσεις. Παράδειγμα αυτού αποτελεί η μαθησιακή διεργασία, η οποία υπό την επιρροή της τιμωρίας είναι πιθανό να καταστεί πιο αποτελεσματική για κάποιους μαθητές, δεδομένης της δύναμης που αποκτά προς κινητοποίηση αυτών σε μια προσπάθεια διατήρησης της απόδοσής τους. Ανάλογες επιδράσεις θα μπορούσαν να σημειωθούν και κατά την αλληλεπίδραση γονέα – παιδιού, όπου οι αρνητικές εκφράσεις του προσώπου της μητέρας θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποτρεπτικός παράγοντας στην παρουσία αμφιλεγόμενων καταστάσεων, προσλαμβάνοντας τη μορφή ανακτημένων μνημών. Εντούτοις, ο μη προσαρμοστικός αυτός τρόπος σκέψης μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στη ζωή ενός ατόμου, κρατώντας το δέσμιο σε παρελθούσες εμπειρίες μέσα από τη μορφή δυσάρεστων μνημών, με το πεπερασμένο της ζωής να έρχεται σε μεταγενέστερο χρόνο να προσδώσει νόημα, επιβεβαιώνοντας εν τέλει την ισχύ που συνοδεύει την προκατάληψη αρνητικότητας.
Βιβλιογραφία
- Baumeister, R. F., Bratslavsky, E., Finkenauer, C., & Vohs, K. D. (2001). Bad Is Stronger than Good. Review of General Psychology, 5, 323-370. Doi: 10.1037/1089-2680.5.4.323.
- Beck, A. T. (2011). Εισαγωγή στη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία. Πατάκη.
- Bennett, P. (2010). Κλινική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία. Πεδίο.
- Carettie, L., Mercado, F., Tapia, M., & Hinojosa, J. A. (2001). Emotion, Attention and the Negativity Bias Studied Through Event-related Potentials. International Journal of Psychophysiology, 41(1), 75-85. Doi: 10.1016/s0167-8760(00)00195-1.
- Carstensen, L. L., & DeLiema, M. (2018). The Positivity Effect: A Negativity Bias in Youth Fades With Age. Current Opinion in Behavioral Sciences, 19, 7-12. Doi: 10.1016/j.cobeha.2017.07.009.
- Craig, G. J., & Baucum, D. (2007). Η Ανάπτυξη του Ανθρώπου. Παπαζήση.
- Feldman, R. S. (2019). Εξελικτική Ψυχολογία: δια βίου ανάπτυξη. Gutenberg.
- Hilgard, J., Weinberg, A., Proudfit, G. H., & Bartholow, B. D. (2014). The Negativity Bias in Affective Picture Processing Depends on Top-Down and Bottom-Up Motivational Significance. Emotion, 14(5), 940-949. Doi: 10.1037/a0036791.
- Mickley, K. R., & Kesinger, E. A. (2009). Phenomenological Characteristics of Emotional Memories in Younger and Older Adults. Memory, 17(5), 528-543. Doi: 10.1080/09658210902939363.
- Stenberg, R. J. (2011). Γνωστική Ψυχολογία. Διάδραση.
- Taylor, S. E. (1991). Asymmetrical Effects of Positive and Negative Events: The Mobilization-Minimization Hypothesis. Psychological Bulletin, 110(1), 67-85. Doi: 10.1037/0033-2909.110.1.67.
- Vaish, A., Grossmann, T., & Woodward, A. (2008). Not All Emotions Are Created Equal: The Negativity Bias in Social-Emotional Development. Psychological Bulletin, 134(3), 383-403. Doi: 10.1037/0033-2909. 134.3.383.
Αρχισυνταξία και επιμέλεια άρθρου: Παρή Πατσαρούχα