Κλειστοφοβία
Κλειστοφοβία

Κλειστοφοβία

 


Η κλειστοφοβία είναι μία κατάσταση η οποία ενδεχομένως είναι γνωστή σε όλους μας. Πολλοί μπορεί να έχουμε συναντήσει στη ζωή μας κάποιο άτομο που φαίνεται να δυσανασχετεί και να αποφεύγει τη πιθανότητα παραμονής σε ένα κλειστό χώρο, ή από την άλλη μπορεί οι ίδιοι να νοιώθουμε έτσι. Στη πραγματικότητα η κλειστοφοβία είναι η τρίτη πιο συχνή φοβία που παρατηρείται στους ανθρώπους, με ποσοστό εμφάνισης στο γενικό πληθυσμό να αγγίζει σχεδόν το 5%. Τι είναι λοιπόν η κλειστοφοβία, πως μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός ατόμου και πως θεραπεύεται;

Η κλειστοφοβία είναι μία ειδική φοβία που κατατάσσεται στις καταστασιακού τύπου φοβίες. Οι ειδικές φοβίες είναι αγχώδεις διαταραχές, οι οποίες χωρίζονται σε επιμέρους τύπους (πχ ζωοφοβία, φοβία φυσικού περιβάλλοντος, φοβία σχετική με αίμα/ένεση/τραύμα, καταστασιακού τύπου). Τα άτομα που εμφανίζουν κλειστοφοβία έχουν 80% πιθανότητα να παρουσιάσουν και κάποιο άλλο τύπο φοβίας, ενώ όλες οι μορφές φοβίας έχουν αρκετά υψηλά ποσοστά εμφάνισης στη παιδική ηλικία.

Σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM-5 για τη διάγνωση μίας ειδικής φοβίας χρειάζεται να πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Συγκεκριμένα πρέπει να υπάρχει έκδηλος φόβος/άγχος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση το οποίο προκαλεί άμεση δυσφορική απάντηση. Το φοβικό ερέθισμα/κατάσταση αποφεύγεται ενεργά ή υπομένεται με έντονη ψυχική πίεση, ενώ ο φόβος είναι δυσανάλογος με το πραγματικό κίνδυνο που θέτει το ερέθισμα. Επιπλέον, το άγχος και η αποφυγή χρειάζεται να είναι επίμονα και να διαρκούν πάνω από 6 μήνες, ενώ συνυπάρχει και σημαντική υποκειμενική ενόχληση ή έκπτωση της κοινωνικής/επαγγελματικής ή γενικής λειτουργικότητας.

Τα άτομα με κλειστοφοβία συχνά παρουσιάζουν συμπτώματα όπως δυσκολία στην αναπνοή, εφίδρωση, ταχυκαρδία, πόνο στο στήθος, ναυτία ή έντονη αποδιοργάνωση, όταν βρίσκονται ή αναμένεται να βρεθούν σε κάποιο κλειστό χώρο. Οι κλειστοί χώροι μπορεί να περιλαμβάνουν ασανσέρ, μικρά δωμάτια (κλειδωμένα/χωρίς παράθυρα), μικρά αυτοκίνητα καθώς και αεροπλάνα, τούνελ, ντουλάπες ή χώρους με πάρα πολύ κόσμο. Ο φόβος του ατόμου στις συγκεκριμένες καταστάσεις σχετίζεται με το φόβο ασφυξίας ή το φόβο εγκλωβισμού. Τα συμπτώματα ποικίλουν ανάμεσα στα άτομα και μπορεί να είναι σχετικά ήπια ή να φτάνουν σε σημείο κρίσης πανικού. Αρκετές φορές ο φόβος εστιάζεται στο τι θα μπορούσε να συμβεί στο άτομο εάν έρθει σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα και όχι στο ερέθισμα αυτό καθ’ αυτό.

Η κλειστοφοβία μπορεί να σχετίζεται με κάποια τραυματική εμπειρία του παρελθόντος (πχ εγκλωβισμός σε κάποιο στενό χώρο, τιμωρία με περιορισμό σε μικρό χώρο, εκφοβισμός ή ατύχημα με αυτοκίνητο), αλλά μπορεί και να μη σχετίζεται με κάποια δυσμενή εμπειρία. Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα άτομα αναγνωρίζουν το παράλογο του φόβου τους, αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να εμφανίζουν μεγάλο πρόβλημα στην αντιμετώπισή του. Τα προβλήματα που μπορεί να συναντά κάποιος με κλειστοφοβία στη καθημερινότητά του ποικίλουν και μπορεί να κυμαίνονται από την απλή αποφυγή χρήσης ασανσέρ ακόμη κι αν διαμένει σε πολυόροφη πολυκατοικία, έως την αδυναμία συγκέντρωσης και απόδοσης στο εργασιακό περιβάλλον εάν ο χώρος εργασίας του είναι υπερβολικά μικρός. Τα παιδιά συχνά παρουσιάζουν νευρικότητα έως και έντονα ξεσπάσματα όταν χρειάζεται να παραμείνουν σε κλειστούς χώρους (πχ μικρή σχολική αίθουσα με πολλούς μαθητές). Συχνά παρατηρείται και έντονος φόβος ή άγχος για τη πραγματοποίηση ταξιδιών με μέσα μεταφοράς όπως τρένα ή αεροπλάνα, που προϋποθέτουν τη παραμονή σε κλειστό χώρο για μεγάλο διάστημα.

Σχετικά με τη διάγνωση, για να τεθεί απαιτείται λεπτομερής κλινική συνέντευξη με ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχολόγο ή ψυχίατρο), όπου δίνεται βάση στα συμπτώματα, τα χαρακτηριστικά του φοβικού ερεθίσματος, τα συναισθήματα που προκαλεί και τη διαχείρισή του από το άτομο. Οι ειδικοί ψυχικής υγείας μπορούν να χρησιμοποιήσουν και διάφορες κλίμακες που στοχεύουν στην αναγνώριση των συμπτωμάτων των ειδικών φοβιών αλλά της κλειστοφοβίας συγκεκριμένα (πχ The Specific Phobia Questionnaire (SPQ), Claustrophobia Questionnaire (CLQ).

Χρειάζεται να αναφερθεί ότι η κλειστοφοβία δε σχετίζεται με τη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) ή την αγοραφοβία, ακόμη κι αν παρουσιάζουν ορισμένα παρόμοια συμπτώματα. Ο διαχωρισμός (διαφοροδιάγνωση) λοιπόν είναι υψίστης σημασίας. Σε άτομα με PTSD συναντάμε ορισμένα χαρακτηριστικά που δεν εμφανίζονται σε άτομα με φοβίες, όπως το γεγονός ότι υπάρχει ένα σαφές/έντονο τραυματικό συμβάν που τους προκαλεί δυσφορία (ο φόβος δε μπορεί να χαρακτηριστεί παράλογος), ενώ συνυπάρχουν και επαναβιώσεις (flashbacks) του τραυματικού γεγονότος. Τα άτομα με PTSD εμφανίζουν γενικά μεγαλύτερη δυσλειτουργία στη καθημερινότητα (πχ έντονα καταθλιπτική συμπεριφορά, επαναλαμβανόμενες σκέψεις και μνήμες του τραυματικού γεγονότος), κάτι που δε παρατηρείται στις ειδικές φοβίες. Από την άλλη πλευρά η αγοραφοβία προκαλείται συχνά ως αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων κρίσεων πανικού και σχετίζεται περισσότερο με το φόβο ότι δε θα υπάρχει διαφυγή σε καταστάσεις πολυκοσμίας, ή βοήθεια εάν το άτομο πάθει κάποια κρίση πανικού. Ωστόσο ο φόβος παραμονής σε μικρούς ή μεγάλους χώρους με πολλά άτομα στη αγοραφοβία (πχ MMM, μαγαζιά, θέατρα) είναι ισχυρότερος όταν το άτομο είναι μόνο του και μειώνεται σε μεγάλο βαθμό εάν βρίσκεται μαζί του κάποιο άτομο εμπιστοσύνης. Το άγχος στη κλειστοφοβία δε μειώνεται με τη παρουσία οικείου στο άτομο προσώπου.

Η κλειστοφοβία γενικά εμφανίζει μεγάλα ποσοστά συνέχειας κατά τη διάρκεια της ζωής, αλλά φαίνεται πως λίγα άτομα αναζητούν τελικά θεραπεία. Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική για την αντιμετώπιση των ειδικών φοβιών. Χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές όπως η γνωστική αναδόμηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων του ατόμου σχετικά με το φοβικό ερέθισμα, με σκοπό το άτομο να εντοπίσει τις αρνητικές του σκέψεις, να τις αμφισβητήσει και να κατανοήσει το τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν τη συμπεριφορά του. Μία ακόμα τεχνική χρήσιμη για την αντιμετώπιση των φοβιών είναι η συστηματική απευαισθητοποίηση κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο εκτίθεται σταδιακά στο φοβικό ερέθισμα, αρχικά μέσω της φαντασίας ή μέσω καταστάσεων που προκαλούν ελάχιστο άγχος, έως τη στιγμή που το άτομο εξοικειωθεί με το ερέθισμα και μπορέσει να εκτεθεί βιωματικά σε αυτό. Τέλος, μία ακόμη τεχνική της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας αφορά τη διαχείριση του άγχους και περιλαμβάνει ασκήσεις χαλάρωσης των μυών και της αναπνοής, που στοχεύουν στην αύξηση του αυτοελέγχου του ατόμου απέναντι στις έντονες συναισθηματικές του αντιδράσεις και στην εφαρμογή τους σε φοβικές καταστάσεις.

Σε περιπτώσεις όπου συνυπάρχει διαταραχή πανικού ή κάποια άλλη ψυχική διαταραχή μαζί με τη φοβία (συννοσηρότητα), η κατάσταση θεωρείται πιο σοβαρή και συστήνεται η παραπομπή του ατόμου για επιπλέον ψυχιατρική βοήθεια. Η χορήγηση ήπιων ηρεμιστικών ή αντικαταθλιπτικών προτείνεται σε περιπτώσεις όπου το άτομο παρουσιάζει ανθεκτικότητα στη ψυχοθεραπεία, έντονες και ανεξέλεγκτες συναισθηματικές αποκρίσεις ή αναπόφευκτα έρχεται σε συχνή επαφή με τη φοβική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά η ψυχοθεραπεία είναι η πρώτης γραμμής παρέμβαση για την αντιμετώπιση των ειδικών φοβιών σε παιδιά και ενήλικες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία. (2015). Διαγνωστικά Κριτήρια από DSM-5 (Κ. Γκοτζαμάνης Επιμ.). Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας.

Öst, L. G., Alm, T., Brandberg, M. & Breitholtz, E. (2001). One vs five sessions of exposure and five sessions of cognitive therapy in the treatment of Claustrophobia. Behaviour Research and Therapy, 39(2), 167-183. https://doi.org/10.1016/S0005-7967(99)00176-X

Vadakkan, C. & Siddiqui, W. (2019). Claustrophobia. Europe PMC. https://europepmc.org/article/nbk/nbk542327

 



ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com