Η λειτουργία του παιχνιδιού στα παιδιά προσχολικής ηλικίας
Photo by pexels.com

Η λειτουργία του παιχνιδιού στα παιδιά προσχολικής ηλικίας

Το παιχνίδι συχνά εκλαμβάνεται ως ένας τρόπος για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας να περνούν τον χρόνο τους. Στην πραγματικότητα, το παιχνίδι αποτελεί μια δραστηριότητα που επιλέγεται και καθοδηγείται από το ίδιο το παιδί και η οποία ενισχύει κάθε πλευρά της ανάπτυξης αυτού. Ειδικότερα, συμβάλλει στην ικανοποίηση πολλαπλών αναγκών και επιθυμιών, όπως είναι η έκθεση σε ερεθίσματα και η διασκέδαση, η απόκτηση εμπειρίας, η εκτόνωση, η ικανοποίηση της περιέργειας, η εξερεύνηση και ο πειραματισμός σε ασφαλείς συνθήκες. Επιπλέον, το παιχνίδι προωθεί την ανάπτυξη των αισθητηριακών και αντιληπτικών ικανοτήτων, ενισχύει τη δημιουργικότητα και μετέχει στην απόκτηση αποτελεσματικής επικοινωνίας, στη συναισθηματική αυτορρύθμιση, στην εκμάθηση επίλυσης συγκρούσεων και στη συνεργασία. Τέλος, μέσω του παιχνιδιού το παιδί μπορεί να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό εξερευνώντας διάφορους ρόλους, ενδιαφέροντα και δεξιότητες. Διατυπωμένο διαφορετικά, το παιχνίδι συνιστά το μοναδικό μέσο που τα παιδιά προσχολικής ηλικίας χρησιμοποιούν για να βιώσουν τον κόσμο γύρω τους και απαντάται σε όλους τους πολιτισμούς.

Οι τρόποι με τους οποίους παίζουν τα παιδιά μεταβάλλονται αναπτυξιακά. Αυτό σημαίνει ότι διαφορετικές μορφές παιχνιδιού αναδύονται σε διαφορετικές ηλικίες και στάδια γνωστικής ανάπτυξης, ενώ υφίσταται τροποποίηση αυτών ανάλογα με το επίπεδο φυσικής ωρίμανσης του παιδιού. Σύμφωνα με τον Piaget, υπάρχουν τρεις μορφές παιχνιδιού. Συγκεκριμένα, το λειτουργικό παιχνίδι, το συμβολικό παιχνίδι και το παιχνίδι των κανόνων. Ωστόσο, η Smilansky έρχεται να προσθέσει ακόμα μια μορφή παιχνιδιού, επεκτείνοντας το μοντέλο του Piaget, που είναι αυτή του παιχνιδιού κατασκευών, ενώ για τον Vygotsky το παιχνίδι περιορίζεται αποκλειστικά στη μορφή του συμβολικού παιχνιδιού. Θεωρούσε ότι το παιχνίδι είναι σημαντικό να περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας φανταστικής κατάστασης, την ανάθεση και την εκτέλεση ρόλων, καθώς και την τήρηση ενός συνόλου κανόνων που χαρακτηρίζουν τους ρόλους αυτούς. Επίσης, μέσω της εν λόγω μορφής παιχνιδιού καθίσταται εφικτή τόσο η εκμάθηση συμβόλων, όσο και ο διαχωρισμός των σκέψεων από τα αντικείμενα. Τέλος, ο Vygotsky πίστευε ότι το παιχνίδι αποτελεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο με τη μορφή της «σκαλωσιάς» στη διαδικασία της μάθησης, αναφερόμενο στη βοήθεια που παρέχεται στο παιδί προκειμένου να λειτουργήσει στο άνω άκρο της ζώνης εγγύτερης ανάπτυξής του. Δηλαδή να προχωρήσει σε ανώτερο επίπεδο επιτευγμάτων.

Η ζώνη εγγύτερης ανάπτυξης θεωρείται ως το σημαντικότερο σημείο της θεωρίας του Vygotsky (1978) και ορίζεται ως η απόσταση που υφίσταται ανάμεσα στο τρέχον επίπεδο γνωστικής ανάπτυξης, το οποίο αναφέρεται στη σχεδόν ανεξάρτητη εκτέλεση ενός έργου ή επίλυση κάποιου προβλήματος και στο ανώτερο ή εν δυνάμει επίπεδο γνωστικής ανάπτυξης, σύμφωνα με το οποίο για τη διεκπεραίωση ενός έργου κρίνεται απαραίτητη η βοήθεια ενός ενήλικα ή η συνεργασία ενός επιδεξιότερου συνομηλίκου. Με άλλα λόγια, η ζώνη εγγύτερης ανάπτυξης αφορά σε αυτό που μπορεί να κατορθώσει ένα παιδί μόνο του και σε αυτό που επιτυγχάνεται με την κατάλληλη υποστήριξη.

Μορφές παιχνιδιού

Στην αρχή της προσχολικής περιόδου, τα παιδιά συμμετέχουν στο λεγόμενο λειτουργικό παιχνίδι. Η εν λόγω μορφή παιχνιδιού χαρακτηρίζεται από απλές, επαναλαμβανόμενες ενέργειες, συνήθεις για τα παιδιά ηλικίας 3 ετών. Επίσης, μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση αντικειμένων, όπως κούκλες και αυτοκινητάκια ή επαναλαμβανόμενες κινητικές δραστηριότητες, όπως άλματα, πηδηματάκια ή το άπλωμα ενός κομματιού πηλού. Ταυτόχρονα κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι στο λειτουργικό παιχνίδι η εκτέλεση μιας δραστηριότητας από μέρους του παιδιού αποσκοπεί όχι στη δημιουργία ενός αντικειμένου, αλλά εστιάζει στην πραγματοποίηση της ίδιας της πράξης.

Όταν το παιδί αρχίζει να χρησιμοποιεί αντικείμενα για να παραγάγει κάτι, δηλαδή οι ενέργειές του γίνονται πιο συντονισμένες, τότε επιδίδεται στο λεγόμενο παιχνίδι κατασκευών. Το παιχνίδι κατασκευών συνιστά μια πιο σύνθετη μορφή παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του οποίου το παιδί κάνει χρήση αντικειμένων, όπως τουβλάκια, προκειμένου να κατασκευάσει σπίτι για την κούκλα του ή γκαράζ για τα αυτοκινητάκια του, ενώ μπορεί ακόμα να συνθέτει παζλ και να δημιουργεί αντικείμενα από πηλό. Να σημειωθεί ότι το παιχνίδι κατασκευών αναπτύσσεται γύρω στην ηλικία των 4 ετών και αποσκοπεί όχι απαραίτητα στη δημιουργία ενός αντικειμένου, καθώς το παιδί μπορεί να διαλύσει αυτό που έχει κατασκευάσει και να το φτιάξει πάλι από την αρχή, αλλά στην παρεχόμενη δυνατότητα στο παιδί να δοκιμάσει τις εξελισσόμενες σωματικές και γνωστικές του δεξιότητες και να εξασκήσει τις λεπτές κινητικές του δεξιότητες. Επιπροσθέτως, διευκολύνει την ανάπτυξη της φαντασίας και ενισχύει την αυτοεκτίμηση, παρέχοντας δύναμη στο παιδί για να επιδράσει στο περιβάλλον του, καθώς και μια αίσθηση ολοκλήρωσης. Τέλος, το παιχνίδι κατασκευών βοηθά τα παιδιά να αποκτήσουν εμπειρίες μέσα από την επίλυση προβλημάτων (π.χ. σειρά αντικειμένων που «πάνε μαζί») και να αναπτύξουν σημαντικά στοιχεία στον χαρακτήρα τους, όπως υπομονή, επιμονή, ενθουσιασμό, δημιουργικότητα και προσαρμοστικότητα, ενώ ο τρόπος χειρισμού των διαφόρων αντικειμένων αποτελεί αντανάκλαση του τρόπου χειρισμού των λέξεων, ιδεών και εννοιών από το ίδιο το παιδί.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δείχνουν να προτιμούν το παιχνίδι κατασκευών. Αυτή η μορφή παιχνιδιού τείνει να καταλαμβάνει περισσότερο από 50% του χρόνου τους σε περίπτωση που τους παρέχεται η δυνατότητα να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θέλουν να παίξουν.

Το συμβολικό παιχνίδι αναφέρεται στην ικανότητα των παιδιών να χρησιμοποιούν αντικείμενα, ενέργειες ή ιδέες προκειμένου να αναπαραστήσουν άλλα αντικείμενα, ενέργειες ή ιδέες κατά τη διάρκεια αυτού. Οι δραστηριότητες αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν παιχνίδια ρόλων ή φαντασίας, όπως το να παριστάνει το παιδί ότι είναι μάγειρας δημιουργώντας γλυκίσματα με πλαστελίνη ή να οδηγεί αυτοκίνητο υπό τη χρήση προσποιούμενου τιμονιού. Να σημειωθεί ότι το συμβολικό παιχνίδι επιτρέπει στα παιδιά προσχολικής ηλικίας να εξερευνήσουν ποικίλους ρόλους και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που ενδεχομένως να μην τους επιτρέπεται σε πραγματικές συνθήκες. Επίσης, μέσω αυτής της μορφής παιχνιδιού το παιδί προσχολικής ηλικίας μαθαίνει να σέβεται τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ιδέες των άλλων, ενώ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση των κοινωνικών και ακαδημαϊκών του δεξιοτήτων και στη συμπεριφορική αυτορρύθμιση.

Το παιχνίδι των κανόνων περιλαμβάνει την επιβολή κανόνων που θα πρέπει να ακολουθούνται από τα παιδιά. Απαραίτητη προϋπόθεση αυτού είναι το επίπεδο γνωστικής ικανότητας αναφορικά με την κατανόηση και την ενθύμηση των κανόνων. Εκτός αυτού, απαιτείται από τα παιδιά να μπορούν να περιορίσουν τις δικές τους επιθυμίες και ανάγκες προκειμένου να τηρήσουν τους κανόνες ενός παιχνιδιού. Θα αποτελούσε παράλειψη να μην αναφερθεί ότι το παιχνίδι των κανόνων συχνά χαρακτηρίζεται από λογική σκέψη. Αυτό σημαίνει ότι, καθώς τα παιδιά ωριμάζουν, μπορούν να αναπτύξουν μεθόδους για τον σχεδιασμό αυτού. Με άλλα λόγια, ενθαρρύνεται η ανάπτυξη στρατηγικής. Τέλος, μέσω του παιχνιδιού των κανόνων τα παιδιά μαθαίνουν να κατανοούν την έννοια της συνεργασίας και της δικαιοσύνης αλλά και πώς να διαπραγματεύονται μεταξύ τους ώστε το παιχνίδι να είναι ευχάριστο για όλους τους συμμετέχοντες.

Κοινωνικές διαστάσεις του παιχνιδιού

Ένα ερώτημα που κρίνεται σκόπιμο να τεθεί στο σημείο αυτό είναι εάν δυο παιδιά προσχολικής ηλικίας που κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο συνθέτοντας το δικό τους παζλ, θεωρείται ότι παίζουν μαζί. Σύμφωνα με την Parten, η απάντηση είναι θετική. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι καθώς το παιδί αναπτύσσεται, το παιχνίδι εξελίσσεται. Αυτό σημαίνει ότι η ωρίμανση του παιδιού συνεπάγεται τη μετάβασή του στα διάφορα στάδια κοινωνικού (π.χ. παράλληλο παιχνίδι, συντροφικό παιχνίδι ή παιχνίδι συσχέτισης, συνεργατικό παιχνίδι) και μη κοινωνικού παιχνιδιού (π.χ. μοναχικό παιχνίδι, παιχνίδι παθητικού θεατή, παιχνίδι παρατηρητή), με την ικανότητά του αναφορικά με τη συμμετοχή σε ένα συγκεκριμένο στάδιο παιχνιδιού να οδηγεί στον συνδυασμό διαφορετικών ειδών κοινωνικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια αυτού. Τα αναπτυξιακά στάδια κοινωνικής αλληλεπίδρασης είναι τα εξής:

  • Μοναχικό παιχνίδι, όπου το παιδί παίζει μόνο του, εστιάζοντας την προσοχή του στη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι το παιδί ούτε αλληλεπιδρά με άλλα παιδιά, ούτε ενδιαφέρεται για το τι κάνουν αυτά, ενώ δεν συμμετέχει σε παρόμοιες δραστηριότητες με τα λοιπά παιδιά γύρω του. 
  • Παιχνίδι παθητικού θεατή, όπου το παιδί παρακολουθεί απλώς άλλα παιδιά που παίζουν.
  • Παιχνίδι παρατήρησης, όπου το παιδί μπορεί να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά που παίζουν, κάνοντας σχόλια και ενθαρρύνοντας ή προσφέροντας συμβουλές, παρόλο που δεν συμμετέχει απευθείας σε αυτό. Σημαντική διαφορά με το παιχνίδι του παθητικού θεατή είναι ότι το παιδί αλληλεπιδρά κοινωνικά και παρατηρεί ενεργά, ενώ επωφελείται μέσα από την παρατήρηση αυτού, μαθαίνοντας ενδεχομένως τους τρόπους συμπεριφοράς και τους κανόνες προτού συμμετάσχει.
  • Παράλληλο παιχνίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου τα παιδιά παίζουν το ένα δίπλα στο άλλο, ενδεχομένως με παρόμοια παιχνίδια και παρόμοιο τρόπο, όμως δεν υφίσταται άμεση αλληλεπίδραση. Το παράλληλο παιχνίδι συχνά θεωρείται ως ένα μεταβατικό στάδιο από τις μη κοινωνικές στις κοινωνικές μορφές παιχνιδιού. Επίσης, τα παιδιά βρίσκονται αρκετά κοντά μεταξύ τους, που σημαίνει ότι παρατηρούν και μιμούνται συμπεριφορές άλλων παιδιών.
  • Συντροφικό παιχνίδι ή παιχνίδι συσχέτισης, κατά τη διάρκεια του οποίου τα παιδιά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, μοιράζονται ή ανταλλάσσουν παιχνίδια και άλλα υλικά, όμως οι δραστηριότητές τους είναι διαφορετικές και όχι συγχρονισμένες.
  • Συνεργατικό παιχνίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου τα παιδιά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου. Δηλαδή, τα παιδιά παίζουν κοινά παιχνίδια, αναθέτοντας ρόλους και αναλαμβάνοντας διαφορετικές εργασίες, ενώ μπορεί να επινοούν και «διαγωνισμούς».  

Τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά συμμετέχουν στο μη κοινωνικό παιχνίδι περισσότερο από τα μεγαλύτερης σε ηλικία παιδιά. Πιο συγκεκριμένα, το μοναχικό παιχνίδι είναι πιο συχνό στα παιδιά ηλικίας 3 ετών. Αντίθετα, στα παιδιά ηλικίας 4 και 5 ετών, το συντροφικό παιχνίδι ή παιχνίδι συσχέτισης και το συνεργατικό παιχνίδι είναι οι πιο κοινές μορφές παιχνιδιού, ενώ τα παιδιά ηλικίας 5 και 6 ετών μπορούν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για σχετικά μεγάλες χρονικές περιόδους, να μοιράζονται παιχνίδια και άλλα υλικά, να θέτουν κανόνες και να επιλύουν συγκρούσεις και τέλος να υποστηρίζουν το ένα το άλλο και να ανταλλάσσουν ρόλους.

Συνοψίζοντας, το παιχνίδι είναι μια δραστηριότητα που βοηθά τα παιδιά να αναπτυχθούν σε επίπεδο γνωστικό, σωματικό και κοινωνικό. Διαφορετικές μορφές παιχνιδιού αναδύονται σε διαφορετικές ηλικίες και στάδια γνωστικής ανάπτυξης. Έμφαση δίνεται στην ίδια την πράξη και όχι στη δημιουργία ενός αντικειμένου. Το παιχνίδι εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της προσχολικής περιόδου, με τα μεγαλύτερα παιδιά να υιοθετούν κοινωνικές μορφές συμπεριφοράς, όπως αυτές που χαρακτηρίζουν το συντροφικό παιχνίδι ή παιχνίδι συσχέτισης και το συνεργατικό παιχνίδι, αν και ενδέχεται να υπάρξουν στιγμές που τα παιδιά είτε θα προτιμήσουν να παίξουν μόνα τους, είτε να πάρουν τον ρόλο του παρατηρητή αναμένοντας την ευκαιρία ώστε να μπουν στο παιχνίδι ενεργά.

Βιβλιογραφία 

  1. Arduini – Van Hoose, N. (2021). Child psychology. Pressbooks. Available at: https://childpsychology.pressbooks.sunycreate.cloud
  2. Craig, G. J. & Baucum, D. (2007). Η ανάπτυξη του ανθρώπου. Παπαζήση.
  3. Travers, J. F., Kratochwill, T. R., Elliot, S. N. & Cook, J. L. (2008). Εκπαιδευτική ψυχολογία: Αποτελεσματική διδασκασία, αποτελεσματική μάθηση. Gutenberg.
  4. Feldman, S. R. (2019). Αναπτυξιακή ψυχολογία: δια βίου προσέγγιση. Gutenberg.

Αρχισυνταξία και επιμέλεια άρθρου: Παρή Πατσαρούχα

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Γραμμένο από
Άννα-Χριστίνα Βούβαρη, Ψυχολόγος, MSc
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com