Ως δυσλεξία ορίζεται το σύνολο των μαθησιακών δυσκολιών που υπάρχουν κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης και της γραφής. Αποτελεί την πιο κοινή ειδική μαθησιακή δυσκολία, η προέλευσή της είναι νευρολογική -συχνά κληρονομική- και αφορά την κατάκτηση της γλωσσικής επεξεργασίας (Orton Society, 1994, Αναστασίου, 1998).
Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από δυσλεξία αντιμετωπίζουν δυσκολίες στους εξής τομείς:
- Στην οπτική αντίληψη, δηλαδή στην ικανότητα του ατόμου να επεξεργάζεται και να ερμηνεύει τις πληροφορίες που δέχεται μέσω της όρασής του (Bell, McCallum & Cox, 2003), με αποτέλεσμα να υπάρχουν προβλήματα στην οπτική μνήμη, τη διάκριση και την ακολουθία. Λόγω αυτής της δυσκολίας, τα άτομα είναι πιθανόν να συγχέουν γράμματα ή αριθμούς τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους π.χ. ω-3, αι-ια, 6-9 (Πολυχρόνη, 2011).
- Στην ακουστική αντίληψη (Lorusso, Cantiani & Molteni, 2014), δηλαδή στη δυσκολία ακουστικής κωδικοποίησης, σύνθεσης και ακολουθίας ήχου της πληροφορίας που προσλαμβάνεται. Σε αυτήν την περίπτωση, τα άτομα με ελλείμματα στην ακουστική αντίληψη δυσκολεύονται να ακούσουν σωστά τις λέξεις και κατ’ επέκταση να τονίσουν ή να συλλαβίσουν σωστά (Βoetsetal., 2011. Πολυχρόνη και συν., 2006).
- Στη μεταγνώση, δηλαδή σε όλες τις διεργασίες που επιδρούν ώστε να κατακτηθεί η γνώση ενός αντικειμένου. Οι γνωστικές αυτές διεργασίες αφορούν την αντίληψη, την προσοχή, τη σκέψη και τη μνήμη (Veenman, VanHout-Wolters & Afflerbach, 2005). Τα άτομα με δυσλεξία τέτοιου είδους δυσκολεύονται στην κατανόηση των απαιτήσεων και των ενεργειών που είναι προαπαιτούμενες για την υλοποίηση ενός έργου, την επιλογή μέσων και εργαλείων, καθώς και την παρακολούθηση ή την αναδιαμόρφωση των αποτελεσμάτων. Έτσι, απογοητεύονται και απομακρύνονται από τη διαδικασία αυτήν (Veenmanetal., 2005).
Για όλα τα παραπάνω βασική αιτία είναι η έλλειψη της φωνολογικής επεξεργασίας, η οποία είναι υπεύθυνη για την επεξεργασία των ήχων και των λέξεων και κατ’ επέκταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάγνωση και τη γραφή (Constantinidou & Stainthorp, 2009. Miller-Shaul, 2005. Snowling, 2006). Για αυτό, τα άτομα με δυσλεξία δυσκολεύονται ιδιαίτερα να εκτελέσουν διαδικασίες για τις οποίες απαιτείται φωνολογική ενημερότητα, δηλαδή χειρισμό ήχων και ομιλίας. Τα ελλείμματα που υπάρχουν στη φωνολογική ενημερότητα προέρχονται από τη δομή του εγκεφάλου και συγκεκριμένα από δυσλειτουργίες που προκύπτουν στο αριστερό ημισφαίριο.
Επιπλέον, όλα τα παραπάνω επιφέρουν επιπτώσεις και στην ψυχοσύνθεση του ατόμου με δυσλεξία, καθώς αλλοιώνεται η αυτοεικόνα του. Η αυτοεικόνα αφορά τη σύγκριση που γίνεται μεταξύ της εικόνας που έχει το άτομο, σε σχέση με τον ιδανικό εαυτό του (Sako, 2016). Έτσι, όταν οι άνθρωποι με δυσλεξία έχουν διαστρεβλωμένη ή κακή αυτοεικόνα, αποφεύγουν την ανάληψη ενός έργου διότι θεωρούν πως θα αποτύχουν. Ακόμα, τα άτομα είναι προκατειλημμένα για τις δυνατότητές τους ή αποδίδουν την οποιαδήποτε επιτυχία τους στον παράγοντα της τύχης. Το τελευταίο θα οδηγήσει το άτομο σε αυξημένο αίσθημα
- φόβου για αποτυχία ή για αρνητική κριτική,
- ντροπής μήπως στιγματιστεί,
- άγχους για τη διεκπεραίωση του έργου,
- θυμού λόγω αδυναμίας εξωτερίκευσης των συναισθημάτων του και
- ευαισθησίας λόγω αδυναμίας διαχείρισης των συναισθημάτων του.
Με βάση όλα τα παραπάνω, αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης, διότι τα άτομα αυτά βιώνουν περισσότερα και πιο έντονα αρνητικά συναισθήματα (West, 1997, όπ. αναφ. στο Singh et al., 2015), (Sako, 2016). Όλα αυτά επιβεβαιώνουν και μελέτες που έγιναν στην Ιταλία, οι οποίες αποδεικνύουν πως τα άτομα με δυσλεξία εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης, σωματικών παθήσεων και κοινωνικών προβλημάτων (Ghisi et al., 2016).
Όπως γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό, η δυσλεξία αποτελεί μια νευρο-αναπτυξιακή διαταραχή, η οποία χρήζει έγκαιρης διάγνωσης και άμεσης παρέμβασης ήδη από τα πρώτα αναπτυξιακά στάδια του παιδιού, ώστε να αποφευχθούν οι αρνητικές επιπτώσεις στους διάφορους τομείς της ζωής του ανθρώπου. Επιπρόσθετοι βοηθητικοί παράγοντες είναι το υποστηρικτικό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, η συνειδητοποίηση δυσκολιών και η βαθιά κατανόηση του προβλήματος, η επιμόρφωση εκπαιδευτικών και γονέων επί του θέματος, αλλά και η αποδοχή του ανθρώπου και των δυσκολιών του (Mammarella et al., 2016).
Ο καθένας από εμάς είναι διαφορετικός και οφείλουμε να το αποδεχτούμε.
Βιβλιογραφικές παραπομπές:
1. Αντωνίου Α.-Σ., Ταμπάκη Θ. & Χατζηγεωργίου Σ. (2017). Γνωστικά ελλείμματα των παιδιών με δυσλεξία. Πανελλήνιο Συνέδριο Επιστημών Εκπαίδευσης, 2016(2), 1256–1274. Available at: https://doi.org/10.12681/edusc.882
2. Βλάχος Φ. (2010). Dyslexia: A synthetic approach to causal theories (in Greek). Hellenic Journal of Psychology, 7, 205-240. Available at: https://www.researchgate.net/profile/Filippos-Vlachos/publication/295401534_Vlachos_F_2010_Dyslexia_A_synthetic_approach_to_causal_theories_in_Greek_Hellenic_Journal_of_Psychology_7_205-240/links/6610205d3d96c22bc77333e0/Vlachos-F-2010-Dyslexia-A-synthetic-approach-to-causal-theories-in-Greek-Hellenic-Journal-of-Psychology-7-205-240.pdf
3. Κουκουβέτσου Μ. (2020). Συναισθηματικές επιπτώσεις της δυσλεξίας και προτάσεις πρόληψης και αντιμετώπισής τους. Πανελλήνιο Συνέδριο Επιστημών Εκπαίδευσης, 8, 578–587. Available at: https://doi.org/10.12681/edusc.2703
4. Αβραμίδης Η., Βλάχος Φ., Τζιβινίκου Σ. & Χαλμπέ Μ. (2020). Οπτικοχωρικές ικανότητες και οπτική μνήμη σε μαθητές με δυσλεξία. Πανελλήνιο Συνέδριο Επιστημών Εκπαίδευσης, 9, 890–901. Available at: https://doi.org/10.12681/edusc.3185
Αρχισυνταξία και επιμέλεια άρθρου: Πατσαρούχα Παρή