Κάθε άνθρωπος στην πορεία της ζωής του, διαμορφώνει τον τρόπο που σκέφτεται, που δρα και αντιδρά καθώς και τα κίνητρα τα οποία δημιουργούνται σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα και καταστάσεις. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, οι σκέψεις, οι δράσεις και οι αντιδράσεις, είναι αυτά τα οποία ολοκληρώνουν και διαμορφώνουν την προσωπικότητά του. Οι διαφορετικές προσωπικότητες που διαμορφώνονται, αποτελούν το αντικείμενο μελέτης πολλών ερευνητών, οι οποίοι μελετούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τις διαφορετικές πτυχές μιας προσωπικότητας και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους (Christopoulou, 2008).
Η εφηβεία είναι μία κρίσιμη χρονική περίοδος, κατά την οποία ο έφηβος μπορεί να εμφανίσει πολλές συμπεριφορές οι οποίες δεν αρμόζουν στο φυσιολογικό. Είναι μία μεταβατική περίοδος όπου τα παιδιά περνούν από την παιδική ηλικία προς την εφηβική και αυτό σημαίνει πως ο έφηβος αναπτύσσει την δική του συμπεριφορά, δημιουργεί αξίες, ξεκινά δειλά να παίρνει αποφάσεις για τον εαυτό του και να ενεργεί με μία σχετική αυτονομία και να δημιουργεί παρέες και ομάδες συνομιλίκων μέσα στις οποίες αισθάνεται ότι ανήκει (Diaz Garcia and Moral Jimenez, 2018). Σύμφωνα με τους Mercedes et al. (2021), όταν ένα παιδί βρίσκεται στην εφηβική φάση της ζωής του, με την ενίσχυση της κοινωνικής του σύνδεσης, δημιουργείται και ένα φάσμα συμπεριφορών κινδύνου που επηρεάζουν την ψυχοσύνθεσή του.
Επιπροσθέτως, η εφηβική φάση ενός παιδιού αποτελεί μία αρκετά περίπλοκη περίοδο στην οποία διαδραματίζονται αλλαγές, επικίνδυνες στιγμές, στιγμές-ευκαιρίες αλλά και απειλητικές στιγμές. Μέσα σε όλες αυτές τις στιγμές, ο έφηβος παλεύει να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του με κατάλληλα στοιχεία από τα οποία άλλα θα τον συνοδεύουν και στην ενήλικη ζωή του και άλλα θα διαγραφούν τελείως (Pareschi and Dalla – Palma, 2018). Πέρα από την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, η εφηβεία αποτελεί και ένα πρόσφορο έδαφος για τις ψυχικές διαταραχές, με την έννοια ότι ο έφηβος κατά την μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβική, είναι ευάλωτος στο να αναπτύξει ψυχοπαθολογικά προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα, είναι μία καλή ευκαιρία ανάπτυξης της ψυχικής δυναμικής για να αντισταθεί σε αυτά (Simos and Zikopoulou, 2020).
Με βάση αυτά τα διαφορετικά γνωρίσματα και τον τρόπο με τον οποίο αυτά δημιουργούνται και λειτουργούν σε ένα άτομο, οι ερευνητές έχουν διαμορφώσει την ανάπτυξη των θεωριών για τις ψυχικές διαταραχές. Αλλά τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε μία “ψυχική διαταραχή”; Σύμφωνα με το DSM-V, η ψυχική διαταραχή αφορά μία κλινικά σημαντική αλλοίωση στην γνώση, την ρύθμιση του συναισθήματος, της συμπεριφοράς του ατόμου, με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε αντανακλάται μία δυσλειτουργία στις ψυχολογικές, βιολογικές ή αναπτυξιακές διεργασίες του και κρύβουν μία νοητική λειτουργία η οποία συχνά σχετίζεται με αναπηρία ή δυσφορία (Finley, 2022).
Η διαταραχή στην οποία θα γίνει επικέντρωση στην παρούσα εργασία είναι αυτή της Αντικοινωνικής Διαταραχής. Συγκεκριμένα, θα γίνει μία αναφορά στις συμπεριφορές τις οποίες δείχνουν ότι ένα παιδί από την εφηβική του φάση οδεύει προς την ανάπτυξη της Αντικοινωνικής Διαταραχής. Στο κυρίως κομμάτι θα γίνει η ανάλυση της Αντικοινωνικής Διαταραχής κατά DSM V, και στη συνέχεια θα αναλυθούν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός εφήβου με αντικοινωνικές συμπεριφορές καθώς και τους παράγοντες κινδύνου που κρούουν τον κώδωνα για επερχόμενη ανάπτυξη της συγκεκριμένης διαταραχής.
Η Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας
Στην Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας (κατά DSM V), έχουμε ένα άτομο το οποίο έχει πρότυπα σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφοράς στα οποία ο κύριος άξονάς του είναι η έλλειψη της κοινωνικής ευθύνης. Δεν δίνει σημασία στους γύρω του και συνηθίζει να εμπλέκεται σε καταστάσεις οι οποίες δεν έχουν κάποιο σκοπό αλλά περιλαμβάνουν επιθετική και παρορμητική συμπεριφορά και ανευθυνότητα. Παρόλο που η διάγνωση της Αντικοινωνικής Διαταραχής Προσωπικότητας γίνεται στην ενήλικη ζωή, η ανάπτυξή της βρίσκει βαθιές ρίζες κατά την εφηβική ηλικία του ατόμου (Feingold, Weinberg and Samuels, 2022).
Για να αποφανθεί ότι ένα άτομο πάσχει από Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας, πρέπει πρώτα να εξεταστούν και να καταγραφούν τα συμπτώματά του. Κατά DSM-V, ένα άτομο με Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας παρουσιάζει μία γενικότερη εικόνα κατά την οποία δείχνει να περιφρονεί και να παραβιάζει τα δικαιώματα και τα όρια των άλλων, ένα μοτίβο συμπεριφορών το οποίο ξεκινά να εκδηλώνεται από την ηλικία των 15 ετών. Το άτομο δεν συμμορφώνεται στους κοινωνικούς κανόνες και συνεχίζει να επαναλαμβάνει ενέργειες οι οποίες οδηγούν στην σύλληψή του από την αστυνομία. Χρησιμοποιεί συμπεριφορές οι οποίες δηλώνουν δόλο, όπως το να κάνει χρήση ψεύτικων στοιχείων με στόχο την εξαπάτηση εις βάρος άλλου ατόμου. Η συμπεριφορά αυτή όμως φέρνει ευχαρίστηση μόνο στον ίδιο (Moreno et al., 2014).
Η συμπεριφορά του κατά γενικό κανόνα είναι παρορμητική, χωρίς να σκέφτεται ιδιαίτερα τις δράσεις του, αποτυγχάνει να τις αξιολογήσει. Είναι ευερέθιστος και επιθετικός και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εμπλέκεται σε πολλές διαμάχες ή επιθέσεις. Γενικότερα αδιαφορεί για την προσωπική του ασφάλεια αλλά και την ασφάλεια των άλλων και δεν εμφανίζει τύψεις για τις πράξεις του. Εάν το άτομο εργάζεται, στο εργασιακό του περιβάλλον εκδηλώνει μία ανευθυνότητα η οποία υποδηλώνεται από την αδυναμία διατήρησης της συνέπειας στις εργασιακές του υποχρεώσεις καθώς και στις οικονομικές. Παρόλο που ένα άτομο εμφανίζει συμπτώματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς από τα 15 έτη, για να διαγνωστεί με Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 18 ετών και να απαντά σε 3 από τα προηγούμενα 7 συμπτώματα που αναλύθηκαν προηγουμένως (Moreno et al., 2014).
Ορίζοντας την Αντικοινωνική Συμπεριφορά
Τι διέπει όμως μια αντικοινωνική συμπεριφορά; Πώς συμπεριφέρεται ένα άτομο με αντικοινωνικό τρόπο και πώς αναπτύσσεται αυτή η συμπεριφορά σε εκείνον; Καταρχάς, η παρούσα εργασία θα επικεντρωθεί στην ανάλυση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, στο στάδιο πριν φτάσει να διαγνωστεί κάποιος ως πάσχων από Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας. Επίσης, το ηλικιακό πλαίσιο που θα εστιαστεί η εργασία είναι αυτό της εφηβικής ηλικίας του ατόμου.
Η Αντικοινωνική συμπεριφορά ξεκινά συνήθως πριν το παιδί μπει στα 8 έτη του. Σύμφωνα με τον Black (2015), ένα 80% των ατόμων είχαν αναπτύξει τουλάχιστον το πρώτο τους σύμπτωμα όταν ήταν 11 ετών. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως τα αγόρια τείνουν να αναπτύξουν τα συμπτώματα νωρίτερα από ότι τα κορίτσια και πως τα κορίτσια μπορεί να μην αναπτύξουν τελικά συμπτώματα μέχρι την εφηβική τους ηλικία. Σύμφωνα με τον Robins (1987), εάν ένα παιδί δεν δείξει συμπτώματα αντικοινωνικής συμπεριφοράς μέχρι τα 15 έτη, τότε δεν είναι πιθανό να αναπτύξει Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας (Black, 2015).
Ο έφηβος με αντικοινωνική συμπεριφορά τείνει να συμπεριφέρεται με «αφοβία», δηλαδή να φαίνεται ότι δεν φοβάται. Επίσης, δείχνει έλλειψη συναισθηματικών ερεθισμάτων, δεν ανταποκρίνεται δηλαδή στις ενδείξεις κινδύνου που του εμφανίζονται αλλά ούτε και στην αγωνία άλλων (π.χ. των γονέων τους) (Calkins and Keane, 2009). Στρέφεται εναντίον άλλων, των γονιών του και άλλων ενηλίκων, παραβιάζει κοινωνικούς κανόνες, λέει ψέματα, φτάνει σε επικίνδυνες σεξουαλικές πρακτικές και πράξεις. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται η χρήση ουσιών ακόμα και όταν αυτή σχετίζεται με το αλκοόλ σε αρχικό στάδιο ή φτάνει στην χρήση ναρκωτικών ουσιών μετέπειτα. Μπορεί να οδηγηθεί σε σημείο να κλέψει, να καταστρέψει ξένη περιουσία, να εξαπατήσει κάποιον και ακόμα να είναι επιθετικός απέναντί του είτε σε λεκτικό επίπεδο είτε ακόμα και σε σωματικό επίπεδο (Cabrera et al., 2017).
Παράγοντες κινδύνου
Οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη διαταραχής μπορεί να υπάρχουν στο ίδιο το άτομο, στην οικογένειά του, στην κοινότητα ακόμα και στις φιλικές του σχέσεις και είναι είτε βιολογικής είτε ψυχοκοινωνικής φύσεως (Mrazek and Haggerty, 1994). Παρόλο που ένας παράγοντας κινδύνου μεμονωμένα μπορεί να μην αποτελεί απειλή για την ανάπτυξη της διαταραχής, έχει αποδειχτεί πως η εστίαση της προσοχής σε πολλούς παράγοντες κινδύνου σχετικά με την ανάπτυξη μία διαταραχής, έχει χρησιμεύσει στην μείωση των συμπεριφορών που οδηγούν στην διαταραχή (Monahan et al., 2014).
Οι παράγοντες κινδύνου, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να υπάρχουν στο οικογενειακό περιβάλλον, στο φιλικό περιβάλλον, στην κοινότητα (το σχολείο) ακόμη και στον ίδιο του εαυτό (Mrazek and Haggerty, 1994). Σύμφωνα όμως με το APA (2014), οι παράγοντες κινδύνου για την αντικοινωνική συμπεριφορά χωρίζονται σε 4 κατηγορίες: τους ατομικούς/ ιδιοσυγκρασιακούς (όπως για παράδειγμα κάποιο να έχει χαμηλό επίπεδο νοημοσύνης), τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς (την οικογένειά του, τους φίλους του και την γειτονιά), τους γενετικούς και φυσιολογικούς (ιστορικό αντικοινωνικής συμπεριφοράς στην οικογένειά του) και την συννοσηρότητα (την συνύπαρξη άλλων διαταραχών) (APA, 2014).
Οι ατομικοί/ ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες αφορούν τα ατομικά χαρακτηριστικά ενός εφήβου που συντελούν στην ανάπτυξη της συμπεριφοράς αυτής. Οι Murray et al. (2018), αναφέρθηκαν στα προσωπικά χαρακτηριστικά των εφήβων και στην αντικοινωνική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, η έρευνά τους ήταν συστηματικής ανασκόπησης και τελικώς χρησιμοποιήθηκαν 39 έρευνες που έλαβαν χώρα από το 2013 έως το 2018. Οι έρευνες αυτές περιείχαν τις παραμέτρους που ήθελαν να ερευνήσουν και ήταν εστιασμένες στους εφήβους. Πέρα από όλες τις παραμέτρους που ερευνήθηκαν, βρέθηκε πως οι ατομικοί/ ιδιοσυγκρασιακοί παράγοντες που επηρέαζαν την ανάπτυξη της αντικοινωνικής συμπεριφοράς ήταν αρκετοί και μέσα σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και οι βιολογικοί ατομικοί παράγοντες, όπως ο χαμηλός καρδιακός ρυθμός ηρεμίας. Επίσης, οι Murray et al. (2018) αναφέρουν πως η ιδιοσυγκρασία, η υπερκινηκινητικότητα, ο χαμηλός δείκτης νοημοσύνης, οι ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες και η ροπή προς την παραβατικότητα είναι ισχυροί παράγοντες κινδύνου της αντικοινωνικής συμπεριφοράς (Murray et al., 2018).
Οι κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες αφορούν την οικογένεια του εφήβου, το φιλικό του περιβάλλον, όπως το σχολείο, τους συμμαθητές του και τους φίλους του στην γειτονιά, όπου μεγαλώνει και συνυπάρχει. Η οικογένειά του είναι ίσως από τους μεγαλύτερους παράγοντες μέσα από τον οποίο το παιδί μαθαίνει τα πρώτα στοιχειώδη πράγματα και διαμορφώνει μία πρώτη εκδοχή του χαρακτήρα του (Alvarez – Garcia et al., 2019). Τα στάδια της ανατροφής από τα οποία περνάει το παιδί, επηρεάζουν την συμπεριφορά του και την διαμόρφωση του χαρακτήρα του (Ruiz – Hernandez et al., 2019). Σύμφωνα με τον Pinquart (2017), όταν το παιδί υπερπροστατεύεται και ελέγχεται σε σημείο υπερβολής, λαμβάνει ταυτόχρονα μία εχθρική συμπεριφορά και παρεμβατική τακτική γονεϊκότητας, έρχεται πιο κοντά στην ανάπτυξη μίας αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Αντιθέτως, η «ζεστή» συμπεριφορά των γονέων προς το παιδί, η υποστήριξη και η επικοινωνία μαζί τους, η προαγωγή της αυτονομίας με θέσπιση των κατάλληλων ορίων και η γονική «ζεστασιά», δρουν κατασταλτικά απέναντι στην ανάπτυξη ενός αντικοινωνικού μοτίβου συμπεριφοράς (Hoskins, 2014).
Στους ίδιους παράγοντες λοιπόν, συγκαταλέγεται και άλλος ένας μεγάλος κύκλος που εμπεριέχει τα παιδιά και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των στοιχείων του χαρακτήρα τους και αυτό είναι το φιλικό τους περιβάλλον. Κατά την εφηβική ηλικία, η επιρροή των γονέων μειώνεται και αυξάνεται η επιρροή των συνομηλίκων στην ζωή τους. Έτσι, είναι απολύτως λογικό να συνεπάγεται πως εάν ένα παιδί συνυπάρχει στην παρέα του με κάποια άλλα παιδιά τα οποία εμφανίζουν αντικοινωνικές συμπεριφορές, θα μπορεί να επηρεαστεί και το ίδιο από αυτά έως έναν βαθμό (Cutrin et al., 2017). Το φιλικό και το οικογενειακό περιβάλλον λοιπόν σχετίζονται μεταξύ τους, με την έννοια πως εάν οι γονείς έχουν καταφέρει να εδραιώσουν ένα ζεστό περιβάλλον με βασικές αρχές την επικοινωνία και τον σεβασμό, οι έφηβοι θα έχουν την δυνατότητα να μιλούν ανοιχτά για τα προβλήματα που τους απασχολούν, χωρίς να νιώθουν ότι κρίνονται και χωρίς να φοβούνται. Επιπλέον, θα είναι δυνατόν να μαθαίνουν σχετικά ευκολότερα τι κάνουν οι έφηβοι όταν βρίσκονται στην παρέα τους και θα έχουν μία άνεση να ασκήσουν έλεγχο στις φιλίες των παιδιών τους (Alvarez – Garcia et al., 2019).
Όσον αφορά το περιβάλλον του σχολείου, μία σχετικά πρόσφατη και ενδιαφέρουσα έρευνα είναι αυτή των Gomez – Plata et al. (2022), οι οποίοι επικεντρώθηκαν στους έφηβους και στο σχολικό περιβάλλον. Συγκεκριμένα, ήθελαν να διερευνήσουν πώς οι έφηβοι αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, δεσμεύονται, αποδεσμεύονται ηθικά και πώς αλληλεπιδρούν με τον δάσκαλό τους. Ουσιαστικά, 879 έφηβοι ήταν χωρισμένοι σε 24 αίθουσες (τάξεις), οπότε διερευνήθηκε η αλληλεπίδραση εντός της κάθε τάξης και μεταξύ των τάξεων. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έρευνας ανέφερε πως στους μαθητές εντός τάξεων η ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό τους στάτους και η ηθική αποσύνδεση ήταν οι παράγοντες οι οποίοι οδηγούσαν σε αντικοινωνικό μοτίβο συμπεριφοράς, ενώ σε μαθητές διαφορετικών τάξεων υπήρξαν αντικοινωνικά μοτίβα συμπεριφοράς. Σε μαθητές οι οποίοι είχαν χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο παρατηρήθηκε και ηθική αποσύνδεση.
Στους γενετικούς παράγοντες ανάπτυξης αντικοινωνικής συμπεριφοράς περιλαμβάνονται οι κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες του οικογενειακού πλαισίου που μπορούν να οδηγήσουν σε τέτοιο μοτίβο συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι σε περιπτώσεις υιοθεσίας παιδιού, μπορεί να υπάρξει κίνδυνος για ροπή σε τέτοια συμπεριφορά, εάν υπάρχει πιθανότητα ήδη ανεπτυγμένης ψυχοπαθολογίας στους υποψήφιους γονείς (Bohnam et al., 1982). Επιπλέον, το βάρος των ερευνών έχει πέσει στα δίδυμα αδέρφια. Αυτό συμβαίνει διότι τα υιοθετημένα παιδιά ως δείγματα έχουν γίνει λιγότερο προσβάσιμα σε σχέση με τις περιπτώσεις αδερφιών. Στις περιπτώσεις των αδερφιών και των δίδυμων αδερφιών παρατηρείται πως τα διζυγωτικά δίδυμα αδέρφια μοιράζονται ίδιο περιβάλλον αλλά και 50% των γονιδίων τους (Neale & Cardon, 1992). Επίσης, η έρευνα του Raine (2002) αποδεικνύει πως υπάρχει αυξημένος κίνδυνος γενετικής φύσεως σε υποψήφιους γονείς οι οποίοι είχαν ποινικό μητρώο και μπορούσε να προβλέψει μία επερχόμενη αντικοινωνική συμπεριφορά.
Πολλά γονίδια και γονιδιακά συστήματα έχουν στοχοποιηθεί και είναι γνωστό ότι σχετίζονται με την αντικοινωνική συμπεριφορά. Αρχικά, το ντοπαμινικό σύστημα εμπλέκεται στην διάθεση, στα κίνητρα, στην ανταμοιβή, στην διέγερση και στις άλλες συμπεριφορές. Δεύτερον, το σύστημα σεροτονίνης, το οποίο εμπλέκεται στον έλεγχο της παρόρμησης, επηρεάζει επίσης την όρεξη και τον ύπνο. Και τέλος, το επινεφρικό/νορεπινεφρικό σύστημα, επηρεάζει τις αντιδράσεις «πάλης ή φυγής» καθώς και την δραστηριότητα του αυτόνομου νευρικού συστήματος (Bartels et al., 2011). Και τα τρία αυτά συστήματα έχουν ως κοινό παρονομαστή την λειτουργία της μονοαμινοξειδάσης Α (ΜΑΟ-Α), τα οποία αλληλοεπιδρούν με το δυσπροσαρμοστικό παιδικό περιβάλλον και έχουν συσχετιστεί με την επιθετική συμπεριφορά, την παραβατικότητα και τον χαμηλό επίπεδο αυτοελέγχου (Guo et al., 2008).
Τέλος, η συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές ενδέχεται να σχετίζεται με την αντικοινωνική συμπεριφορά στους εφήβους. Συγκεκριμένα, οι Otto et al. (2021) αναφέρουν πως η αντικοινωνική συμπεριφορά συνυπάρχει με άλλες ψυχικές διαταραχές, πως αυτές είναι η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/ υπερκινητικότητας (ADHD) η οποία αφορά μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή, την εναντιωματική προκλητική διαταραχή (ODD), μία συμπεριφοριστική διαταραχή στην οποία το παιδί χαρακτηρίζεται από έντονη ανυπακοή απέναντι σε άτομα εξουσίας, όπως το σχολείο, τους δασκάλους, τον διευθυντή και επηρεάζει φυσικά την σχολική απόδοση του και την προσωπική/κοινωνική του ζωή (Gomez et al., 2022). Επίσης, σχετίζεται με την κατάθλιψη, μία διαταραχή η οποία επηρεάζει την ποιότητα της ζωής του εφήβου (Quan et al., 2023) και την αγχώδη διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από φόβο και έντονη ανησυχία (Joseph et al., 2023). Επιπροσθέτως, για την Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής (ADHD), σημειώνεται πως οι έφηβοι που είναι διαγνωσμένοι με αυτή την διαταραχή, τείνουν να εμφανίζουν έντονες εξάρσεις θυμού, αντιμετωπίζουν δηλαδή προβλήματα σχετιζόμενα με την συμπεριφορά τους και δυσκολεύονται στις κοινωνικές τους δεξιότητες και σχέσεις. Παρουσιάζουν μία ευέξαπτη συμπεριφορά, τσακώνονται αρκετά συχνά με τους συνομηλίκους τους και είναι εξαιρετικά δύσκολο να κρατήσουν σταθερές φιλικές σχέσεις με κάποιο συμμαθητή τους. Τέλος, εμφανίζουν αδυναμία επίλυσης των συγκρούσεων, καθώς αδυνατούν να διαχειριστούν τον θυμό τους και να τον κατευνάσουν (Simos and Zikopoulou, 2020).
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Σίμος, Γ., & Ζηκοπούλου, Ο. (2020). Εισαγωγή στην Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία. Gutenberg.
Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Τόπος.
Quintero, J. (2018). Η ψυχολογία του εφήβου. Radnet.
Alvarez – Garcia, D., Gonzalez – Castro, P., Nunez, J. C., Rodruguez, C., & Cerezo, R. (2019). Impact of Family and Friends on Antisocial Adolescent Behavior: The Mediating Role of Impulsivity and Empathy. Frontiers in Psychology, 10(2071), 1 – 9. 10.3389/fpsyg.2019.02071
Bartels, M., van de Aa N., van Beijsterveldt, C.E.M., Middeldorp, C.M., Boomsma D.I. (2011). Adolescent selfreport of emotional and behavioral problems: interactions of genetic factors with sex and age. Journal of the Canadian Academy of Child and Adolescent Psychiatry 20(1), 35–52.
Bohman, M., Cloninger, C.R., Sigvardsson, S., von Knorring, A.L. (1982). Predisposition to petty criminality in Swedish adoptees. Archives of General Psychiatry, 39(11), 1233–1241. 10.1001/archpsyc.1982.04290110001001
Black, D. W. (2015). The Natural History of Antisocial Personality Disorder. The Canadian Journal of Psychiatry, 60(7), 309 – 314. https://doi.org/10.1177%2F070674371506000703
Cabrera, F. J. P., Herrera, A., C., Rubalcava, S. J. A., & Martinez, K. I. M. (2017). Behavior Patterns of Antisocial Teenagers Interacting with Parents and Peers: A Longitudinal Study. Frontiers in Psychology, 8(757), 1 – 11. 10.3389/fpsyg.2017.00757
Calkins, S. D., & Keane, S. P. (2009). Developmental origins of early antisocial behavior. Dev Psychopathol, 21(4), 1095 – 1109. https://doi.org/10.1017%2FS095457940999006X
Cutrín, O., Gómez-Fraguela, J. A., Maneiro, L., & Sobral, J. (2017). Effect of parenting practices through deviant peers on nonviolentand violent antisocial behaviours in middle- and late-adolescence. The European Journal of Psychology Applied to Legal Context, 9(2), 75–82. 10.1016/j.ejpal.2017.02.001
Diaz – Garcia, N., & Moral, M. (2018). Alcohol consumption, antisocial behavior and impulsivity in Spanish adolescents. Acta Colombiana de Psicologia, 21(2), 121 – 130. http://www.dx.doi.org/10.14718/ACP.2018.21.2.6
Feingold, Z. R., Weinberger, E. C., & Samuels, J. K. (2022). Predicting Antisocial Personality Features among Justice-Involved Males and Females: The Effects of Violence Exposure in Childhood and Adolescence. Adolescents, 2(4), 424 – 438. https://doi.org/10.3390/adolescents2040033
Fernandez, M. M. M., Vicuna, V. J., Cherres, M. E., & Lovaton, H. J. (2021). Protective And Risk Factors Of Antisocial Behavior: An Explanatory Model In Adolescents From Trujillo Province. PalArch’s Journal of Archaeology of Egypt / Egyptology, 18(4), 5646 – 5656. Retrieved from https://archives.palarch.nl/index.php/jae/article/view/7157
Finley, K. (2022). Mental Disorder, Meaning-making, and Religious Engagement. An International Journal for Philosophy of Religion and Philosophical Theology, 7(1), 1 – 47. https://doi.org/10.14428/thl.v7i1.64203
Gomez – Plata, M., Laghi, F., Pastorelli, C., Paba – Barbosa, C., Uribe –Tirado, L., Luengo Kanacri, B.P., Zuffiano, A., Cirimele, F., Ruiz – García, M., Tamayo – Giraldo G., Narváez – Marín, M., & Gerbino, M.G. (2022). The effect of individual and classroom moral disengagement on antisocial behaviors in Colombian adolescents: A multilevel model. Frontiers in Education, 7(897277), 1 – 11. 10.3389/feduc.2022.897277
Guo G, Ou X, Roettger M, Shih JC. (2008). The VNTR repeat in MAO- A and delinquent behavior in adolescence and young adulthood: associations and MAO-A promoter activity. European Journal of Human Genetics, 16(5). 626–634. 10.1038/sj.ejhg.5201999
Hoskins, D. H. (2014). Consequences of parenting on adolescent outcomes. Societie 4, 506–531. 10.3390/soc4030506
Moffitt, T. E., Caspi, A., Harrington, H., & Milne, B. J. (2002). Males on the life-course-persistent and adolescence-limited antisocial pathways: Follow-up at age 26 years. Development and Psychopathology, 14(1), 179 – 207. http://dx.doi.org/10.1017/S0954579402001104
Monahan, K., Vanderhei, S., Bechtold, J., & Cauffman, E. (2014). From the school yard to the squad car: School discipline, truancy, and arrest. Journal of Youth and Adolescence, 43(7), 1110–1122. 10.1007/s10964-014-0103-1
Moreno, D., Estévez, E., Inglés, C.J., Marzo, J.C. (2014). Antisocial and Delinquent Behavior in Adolescence: Prevalence and Risk Factors. In Antisocial Behavior: Etiology, Genetic and Environmental Influences and Clinical Management; Gallo, J.H., Ed.; Nova Publishers.
Mrazek, P. J., & Haggerty, R. J. (Eds.). (1994). Reducing risks for mental disorders: Frontiers for preventive intervention research. National Academy Press.
Murray, J., Shanderovich, Y., Gardner, F., Mikton, C., Derzon, J. H., Liu, J., Eisner, M. (2018). Risk Factors for Antisocial Behavior in Low- and Middle-Income Countries: A Systematic Review of Longitudinal Studies. Crime Justice, 47(1), 255 – 364. 10.1086/696590
Neale, M.C., & Cardon, L.R. (1992) Methodology for genetic studies of twins and families. Kluwer Academic
Otto, C., Kaman, A., Erhart, M., Barkmann, C., Klasen, F., Schlack, R., & Ravens – Sieberer, U. (2021). Risk and resource factors of antisocial behaviour in children and adolescents: results of the longitudinal BELLA study. Child and Adolescent Psychiatry and Mental Health, 15(1), 1 -14. https://capmh.biomedcentral.com/articles/10.1186/s13034-021-00412-3
Pinquart, M. (2017). Associations of parenting dimensions and styles with externalizing problems of children and adolescents: an updated meta-analysis. Dev. Psychol. 53(5), 873–932. 10.1037/dev0000295
Quan, Y., Zhu, M., & He, Y. (2023). The classification of brain network for major depressive disorder patients based on deep graph convolutional neural network. Frontiers in Human Neuroscience, 17(1094592), 1 – 9. 10.3389/fnhum.2023.1094592
Rougeaux, E., Hope, S., Viner, R. M., Deighton, J., Law, C., & Pearce, A. (2020). Is Mental Health Competence in Childhood Associated With Health Risk Behaviors in Adolescence? Findings From the UK Millennium Cohort Study. Journal of Adolescence Health, 67(5), 677 – 684. 10.1016/j.jadohealth.2020.04.023
Ruiz-Hernández, J. A., Moral-Zafra, E., Llor-Esteban, B., & Jiménez-Barbero, J. A. (2019). Influence of parental styles and other psychosocial variables on the development of externalizing behaviors in adolescents: A systematic review. The European Journal of Psychology Applied to Legal Context, 11(1), 9–21. 10.5093/ejpalc2018a11
Επιμέλεια κειμένου: Μαριλένα Μαντά