Η διπολική διαταραχή αποτελεί μια σοβαρή διαταραχή της διάθεσης που επηρεάζει τη λειτουργικότητα του ασθενή και χαρακτηρίζεται από εναλλαγές μεταξύ μανιακών ή υπομανιακών επεισοδίων και καταθλιπτικών επεισοδίων. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η διαταραχή αυτή πλήττει περίπου το 1-2% του πληθυσμού παγκοσμίως, με σημαντικό κόστος σε προσωπικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Η διαταραχή διακρίνεται σε τέσσερεις τύπους, με δύο βασικούς τύπους. Ο τύπος Ι περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μανιακό επεισόδιο, που μπορεί να συνοδεύεται από καταθλιπτικά επεισόδια, και ο τύπος ΙΙ χαρακτηρίζεται από τουλάχιστον ένα υπομανιακό επεισόδιο και ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο.
Το μανιακό επεισόδιο χαρακτηρίζεται από ευφορία ή ευερέθιστη διάθεση, αυξημένη δραστηριότητα και παρορμητική απερίσκεπτη συμπεριφορά, όπως υπερβολικές δαπάνες ή επικίνδυνη συμπεριφορά και ψυχωτικά συμπτώματα. Συχνά, παρατηρείται αυξημένη αυτοεκτίμηση και μειωμένη ανάγκη για ύπνο. Επιπλέον, ο ρυθμός της ομιλίας μπορεί να είναι αυξημένος και οι σκέψεις αιχμηρές. Η ένταση του επεισοδίου μπορεί να προκαλέσει σημαντική έκπτωση στη λειτουργικότητα ή να καταστήσει απαραίτητη τη νοσηλεία για την πρόληψη βλάβης στον εαυτό ή τους άλλους. Συνήθως διαρκεί τουλάχιστον 7 ημέρες
Από την άλλη, η υπομανία είναι μια ηπιότερη μορφή της μανίας, χωρίς ψυχωτικά στοιχεία και με περιορισμένες επιπτώσεις στη λειτουργικότητα. Ωστόσο, συχνά υποτιμάται από τους ασθενείς, καθυστερώντας τη διάγνωση.
Η καταθλιπτική φάση είναι μια περίοδος έντονης ψυχικής δυσφορίας, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη θλίψη, έλλειψη ενέργειας και ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, καθώς και διαταραχές στον ύπνο και την όρεξη. Συχνά συνοδεύεται και από σκέψεις θανάτου ή αυτοκτονίας.
Παρόλο που πρόκειται για μια διαταραχή με παρουσία στην κλινική πράξη, η διάγνωση της συχνά καθυστερεί, γεγονός που επιβαρύνει την πορεία της νόσου. Οι ασθενείς μπορεί να λάβουν τη διάγνωση από 7 έως 10 χρόνια από την αρχική εμφάνιση των συμπτωμάτων, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο υποτροπών, αυτοκτονικών σκέψεων και λειτουργικής έκπτωσης. Η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση μπορούν να προσφέρουν στους ασθενείς καλύτερη ποιότητα ζωής.
Καθυστέρηση αναζήτησης βοήθειας
Παρά την ένταση των συμπτωμάτων, πολλοί ασθενείς καθυστερούν να ζητήσουν βοήθεια. Συνήθως, όταν βρίσκονται σε μανιακό ή υπομανιακό επεισόδιο, δεν αντιλαμβάνονται την παθολογική φύση της κατάστασης τους. Συμπεριφορές όπως οι υπερβολικές δαπάνες ή οι επικίνδυνες συμπεριφορές και οι συγκρούσεις με το περιβάλλον τους, συνήθως κινητοποιούν τα κοντινά τους πρόσωπα να αναζητήσουν βοήθεια.
Επίσης, το στίγμα που περιβάλλει τις ψυχικές διαταραχές αποθαρρύνει τους ασθενείς από το να ζητήσουν βοήθεια. Ο φόβος της κοινωνικής απόρριψης και η ελλιπής ενημέρωση, συχνά δημιουργούν αισθήματα ντροπής και οδηγούν στην απομόνωση, ακόμα και όταν αναγνωρίσει την ανάγκη για βοήθεια.
Τα συμπτώματα καταθλιπτικού επεισοδίου, όπως η έντονη θλίψη, η δυσκολία στην καθημερινή λειτουργικότητα, καθώς και οι αυτοκτονικές σκέψεις οδηγούν τους ασθενείς να ζητήσουν επαγγελματική βοήθεια. Σύμφωνα, μάλιστα, με τους Phillips και Kupfer (2013) τα καταθλιπτικά επεισόδια είναι τρεις φορές πιο πιθανό να προκαλέσουν επίσκεψη σε θεραπευτή σε σύγκριση με τα μανιακά.
Η σημασία της έγκαιρης Διάγνωσης
Η καθυστέρηση στη διάγνωση έχει σοβαρές συνέπειες για τα άτομα με διπολική διαταραχή. Αυξάνεται ο κίνδυνος αυτοκτονίας και χρόνιας λειτουργικής έκπτωσης και η ανάπτυξη νευροβιολογικών αλλαγών, καθιστώντας τη θεραπεία λιγότερο αποτελεσματική.
Η έγκαιρη διάγνωση, επιτρέπει την διατήρηση της σταθερής διάθεσης και την καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων μέσω της κατάλληλής φαρμακευτικής αγωγής, της ψυχοθεραπείας και της υποστήριξης από το κοινωνικό περιβάλλον. Επιπλέον, μειώνει την πιθανότητα νοσηλείας και τον κίνδυνο αυτοκτονίας. Οι θεραπείες στα πρώτα στάδια είναι συνήθως πιο αποτελεσματικές, ενώ η ενημέρωση των ασθενών για τη διαταραχή βοηθά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.
Καταπολέμηση του Στίγματος
Η καταπολέμηση του στίγματος που περιβάλει τη διπολική διαταραχή και η ενημέρωση του κοινού για τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη των σοβαρών συνεπειών της ασθένειας. Η επένδυση στην ενημέρωση τόσο του κοινού, όσο και των επαγγελματιών υγείας, για την αναγνώριση και σωστή διαχείριση της διαταραχής είναι καθοριστική. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο βελτιώνεται η υγεία των ασθενών, αλλά και η κοινωνία γίνεται πιο δεκτική και υποστηρικτική απέναντι στις ψυχικές ασθένειες.
Βιβλιογραφία:
- Στυλιανίδης, Σ. (2021). Διαταραχές της Διάθεσης. Στο Σ. Στυλιανίδης (Επιμ.), Εγχειρίδιο Ψυχοδυναμικής Ψυχιατρικής, 345-386. Τόπος
- Corrigan, P. W., Druss, B. G., & Perlick, D. A. (2016). The impact of mental illness stigma on seeking and participating in mental health care. Psychological Science in the Public Interest, 15(2), 37-70. https://doi.org/10.1177/1529100614531398
- Geddes, J. R., & Miklowitz, D. J. (2013). Treatment of bipolar disorder. The Lancet, 381(9878), 1672-1682. https://doi.org/10.1016/S0140-6736(13)60857-0
- Grande, I., Berk, M., Birmaher, B., & Vieta, E. (2016). Bipolar disorder. The Lancet, 387(10027), 1561-1572. https://doi.org/10.1016/S0140-6736(15)00241-X
- Goodwin, G. M., Haddad, P. M., Ferrier, I. N., et al. (2016). Evidence-based guidelines for treating bipolar disorder: Revised third edition recommendations from the British Association for Psychopharmacology. Journal of Psychopharmacology, 30(6), 495-553. https://doi.org/10.1177/0269881116636545
- Phillips, M. L., & Kupfer, D. J. (2013). Bipolar disorder diagnosis: Challenges and future directions. The Lancet, 381(9878), 1663-1671. https://doi.org/10.1016/S0140-6736(13)60989-7
- Pompili, M., Gonda, X., Serafini, G., et al. (2013). Suicide risk in bipolar disorder. Current Neuropharmacology, 11(4), 528-553. https://doi.org/10.2174/1570159X11311040007
- World Health Organization. (2019). Mental disorders.
Αρχισυνταξία: Δράνη Φωτεινή – Δέσποινα, Ψυχολόγος BSc, MSc
Επιμέλεια άρθρου: Τυρλή Αικατερίνη