Διαταραχή κοινωνικού άγχους: τι είναι και πώς επηρεάζει τη ζωή μας;
Η διαταραχή του κοινωνικού άγχους αποτελεί μία από τις πιο κοινές διαταραχές άγχους μεταξύ των ανθρώπων. Το 50% αυτών μπορεί να την εμφανίσει ήδη από την ηλικία των 11 ετών και, μέχρι τα 20 έτη, το ποσοστό ενδέχεται να φτάσει στο 80%.
Στη διάρκεια της ζωή μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις οι οποίες ενδέχεται να μας προκαλέσουν το αίσθημα του φόβου, της αμηχανίας, της ντροπής και του άγχους. Πόσοι από εμάς, άραγε, δεν αισθανόμαστε άβολα όταν πρέπει να μιλήσουμε μπροστά σε μεγάλο κοινό, όταν γνωρίζουμε νέους ανθρώπους ή όταν πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιον ανώτερό μας στη δουλειά ή στο σχολείο; Έχουμε, μήπως, παρατηρήσει πώς νιώθουμε όταν τρώμε μπροστά σε άλλους, όταν μας καλούν σε πάρτι ή άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις με πολύ κόσμο, όταν βγαίνουμε με κάποιον ή κάποια που μας αρέσει; Τι γίνεται όταν έχουμε συνέχεια κάποιον άνθρωπο πάνω από το κεφάλι μας να επιτηρεί τη δουλειά μας ή όταν θέλουμε να διαφωνήσουμε με ένα μη οικείο σ’ εμάς πρόσωπο; Όταν κανείς αντιμετωπίζει τις προαναφερθείσες συνθήκες με το να τις αποφεύγει, με το να αισθάνεται πολύ έντονο φόβο ή με το να τις υπομένει αλλά να αισθάνεται ταυτόχρονα και μία υπέρμετρη αγωνία, τότε, ενδέχεται, να βιώνει τη λεγόμενη διαταραχή του κοινωνικού άγχους! Τι είναι, όμως, αυτή η διαταραχή στην πραγματικότητα, πόσο μπορεί να δυσκολεύει τη ζωή μας και τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να την περιορίσουμε;
Σύμφωνα με τους ειδικούς στον χώρο της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής, η Διαταραχή του Κοινωνικού Άγχους ταξινομείται στις αγχώδεις-φοβικές διαταραχές. Υπάρχουν δύο τύποι αυτής της διαταραχής, η γενικευμένη και η μη γενικευμένη αγχώδης κοινωνική διαταραχή. Η πρώτη προκαλεί πολλές δυσκολίες, καθώς αφορά ένα ευρύτερο φάσμα καταστάσεων, ενώ η δεύτερη περιορίζεται σε λίγες συνθήκες, μεταξύ των οποίων είναι το να μιλά κανείς δημόσια. Οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτή τη διαταραχή αποφεύγουν τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, καθώς φοβούνται ότι μπορεί να πουν ή να κάνουν κάτι που θα κριθεί από τους άλλους και οι ίδιοι θα αισθανθούν εξευτελισμό ή ντροπή. Σε περιπτώσεις στις οποίες οι πάσχοντες αδυνατούν να αποφύγουν αυτές τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, τις υπομένουν αλλά αισθάνονται μία έντονη δυσφορία και μία συνεχή ανησυχία.
Υπάρχουν κάποια σημάδια τα οποία αποδεικνύουν ότι κανείς μπορεί να ταλαιπωρείται από το κοινωνικό άγχος, όπως το αίσθημα της ντροπής που αισθάνεται όταν συναντά καινούργιους ανθρώπους και το να παραμένει σιωπηλός/ή όταν βρίσκεται με παρέες. Επίσης, τα άτομα αυτά φοβούνται ότι οι αντιδράσεις άγχους που εκδηλώνουν όταν βρίσκονται με άλλους ανθρώπους, θα γίνουν αντιληπτές και αυτός είναι ένας ακόμη από τους λόγους που συνειδητά αποφεύγουν τις κοινωνικές συναναστροφές. Σε αυτές τις αντιδράσεις άγχους συμπεριλαμβάνονται το κοκκίνισμα, η αποφυγή της οπτικής επαφής, η εφίδρωση, το τρέμουλο, οι αυξημένοι καρδιακοί παλμοί και η δυσκολία συγκέντρωσης. Είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι τα άτομα με αυτή τη διαταραχή επιθυμούν να βρίσκονται με τους φίλους τους, με ευρύτερες παρέες και θέλουν να γνωρίζουν νέους ανθρώπους, ωστόσο, φοβούνται μήπως θεωρηθούν αντιπαθητικοί, χαζοί ή βαρετοί. Επιπλέον, οι ίδιοι έχουν πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση και ασκούν στον εαυτό τους έντονη κριτική. Για όλους αυτούς τους λόγους, αποφεύγουν, εκούσια, τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και την έκφραση των απόψεών τους, καταλήγοντας να χαρακτηρίζονται από τους άλλους ανθρώπους ως σνομπ!
Δεδομένα από έρευνες αναφέρουν ότι το κοινωνικό άγχος παρεμποδίζει την ανάπτυξη των κοινωνικών ικανοτήτων των ανθρώπων με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται σε πολλούς τομείς στη ζωή τους. Έχει υποστηριχθεί ότι είναι λιγότερο πιθανό να έχουν έναν επιτυχημένο γάμο και να επιτύχουν εκπαιδευτικά ή ακαδημαϊκά. Επιπλέον, αντιμετωπίζουν και οικονομικές δυσκολίες, δεδομένου ότι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά ή να διεκδικήσουν μία καλύτερη θέση, εφόσον εργάζονται. Επειδή η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους τους προκαλεί έντονο άγχος, καταλήγουν να είναι απομονωμένοι από το κοινωνικό σύνολο και να μην έχουν υποστήριξη από φίλους ή γνωστούς, γεγονός που μειώνει ακόμα περισσότερο την ποιότητα της ζωής τους και τους κάνει να αισθάνονται λιγότερο ικανοποιημένοι από αυτή. Έχει αναφερθεί, ότι μειώνονται και οι δραστηριότητες στις οποίες λαμβάνουν μέρος στο σπίτι, στη δουλειά, στο σχολείο και στον ελεύθερο χρόνο τους, καθώς αναφέρουν συχνότερα προβλήματα στη σωματική (π.χ. τραυματισμούς) και την ψυχική τους υγεία.
Όμως, πώς μπορεί κανείς να περιορίσει το κοινωνικό άγχος; Σύμφωνα με την Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική προσέγγιση, η οποία προτείνεται ως μία από τις καταλληλότερες μεθόδους για την αντιμετώπιση αυτών των διαταραχών, οι αγχώδεις διαταραχές οφείλονται στη γνωσιακή ευαλωτότητα του ατόμου που το ωθεί να αναπτύξει κάποια μορφή της διαταραχής. Πιο συγκεκριμένα, το άτομο τείνει να παρερμηνεύει τις καταστάσεις που αντιμετωπίζει είτε με το να σκέφτεται συνεχώς ότι απειλείται είτε με το να υποτιμά τις ικανότητές του. Στη διαταραχή του κοινωνικού άγχους, το άτομο σκέφτεται επανειλημμένα ότι θα ρεζιλευτεί και θα ντροπιαστεί και εστιάζει υπέρμετρα στις αδυναμίες που το ίδιο πιστεύει ότι έχει. Αυτές οι δυσπροσαρμοστικές σκέψεις, δηλαδή οι αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό και τον κόσμο, είναι η ουσία της εκδήλωσης του κοινωνικού άγχους. Επομένως, οι παρεμβάσεις της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας στοχεύουν στο να εντοπίσουν τις αρνητικές σκέψεις και να γνωστοποιήσουν στον πάσχοντα ότι τα αγχώδη συναισθήματά του προέρχονται από αυτές τις δυσπροσαρμοστικές πεποιθήσεις του. Επίσης, στόχος της θεραπείας είναι η αναγνώριση και των αυτόματων αρνητικών σκέψεων που κάνει το άτομο. Η αναγνώριση, η αμφισβήτηση και η τροποποίηση αυτών των σκέψεων και των πεποιθήσεων αποτελούν τη βάση για την αλλαγή.
Συνεπώς, ίσως να αντιλαμβανόμαστε, έπειτα από όλα αυτά, ότι το κοινωνικό άγχος αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητάς μας, για άλλους σε μεγαλύτερο και για άλλους σε μικρότερο βαθμό. Το θέμα είναι να βρούμε τη δύναμη να το αλλάξουμε, εφόσον αποτελεί εμπόδιο για τη ζωή μας. Προφανώς, η αλλαγή των συνηθειών μας και το να βγούμε από την ασφάλεια της καθημερινότητας που έχουμε δημιουργήσει είναι δύσκολη αλλά όχι ακατόρθωτη, εξάλλου όπως είχε πει και ο Καζαντζάκης «Κοίταξε, αν μπορείς, το φόβο κατάματα, κι ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει»!
Βιβλιογραφία:
Lepine, J.-P. & Pélissolo, A. (2002). Why take social anxiety disorder seriously? Depression and Anxiety, 87-92.
Shields, M. (2005). Social anxiety disorder: Much more than shyness. Statistics Canada.
Stein, M. B. & Stein, D. J. (2008). Social anxiety disorder (pp. 1115-1125).
Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Τόπος.