«Ένα μικρό παιδί κάθεται στην αγκαλιά ενός αγαπημένου ενήλικα και προσηλωμένο ακούει ένα χείμαρρο από λέξεις που μιλάνε για νεράιδες, δράκους και γίγαντες σε μέρη άγνωστα και μακρινά» (Wolf, 2009).
Μήπως σου θυμίζει κάτι αυτό; Είναι θαυμαστό πως μια μακρινή ανάμνηση μπορεί στην πραγματικότητα να αποτελεί σημαντική στιγμή στην ανάπτυξη μας, καθώς η ανάγνωση ιστοριών με την οικογένεια μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη σημαντικών γνωστικών και γλωσσικών ικανοτήτων του εγκεφάλου. Η ανάγνωση αποτελεί μια διαδικασία κατά την οποία ο αναγνώστης αποκωδικοποιεί τα σύμβολα ενός γραπτού μηνύματος, επιδιώκοντας την κατανόηση του περιεχομένου για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας (Παντελιάδου, 2011). Ο εγκέφαλος αποτελεί το πιο πολύπλοκο όργανο του ανθρώπινου σώματος, αποτελούμενος από εκατό δισεκατομμύρια νευρώνες που συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν συνάψεις (Μπακατσή, 2008). Για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε αυτήν την ικανότητα της ανάγνωσης, θα πρέπει να περάσουμε από διαφορετικά στάδια κατά την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Επομένως, η διαδικασία εκμάθησης της ανάγνωσης μπορεί να φαίνεται εύκολη, στην πραγματικότητα, όμως, είναι το πιο δύσκολο βήμα προς τη γνώση και σύμφωνα με τον Sousa (2006), μια από τις δυσκολότερες εργασίες που απαιτούμε από τα παιδιά.
Η ανάγνωση δεν αποτελεί μια λειτουργία που αναπτύσσεται γρήγορα, όπως η ομιλία. Πρόκειται για μια δεξιότητα που αποκτήθηκε μόνο τα τελευταία πέντε χιλιάδες χρόνια, χρονικό διάστημα πολύ μικρό για μια τόσο σημαντική εξελικτική αλλαγή (Miller, 2009). Η ομιλία ήταν θεμελιώδης τρόπος επικοινωνίας και επιβίωσης των ανθρώπων, ενώ η ανάγκη για ανάγνωση προέκυψε πολύ αργότερα, τόσο για την επικοινωνία όσο και για την απόκτηση γνώσεων. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ότι η ανάγνωση δεν έχει ενσωματωθεί στον ανθρώπινο γενετικό κώδικα, σε αντίθεση με την ομιλία (Sousa, 2006). Η σύνθετη φύση της ανάγνωσης και η δυσκολία της, περιόρισαν την εκμάθηση αυτής τους προηγούμενους αιώνες, καθώς ήταν προνόμιο των λίγων και όχι δικαίωμα όλων (Πόρποδας, 2002).
Σημαντικό είναι να επισημανθεί πως η ανάγνωση πλέον διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην πνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Αυτό σημαίνει ότι ο εγκέφαλος ενός μικρού παιδιού προετοιμάζεται για την ανάγνωση πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι θα φανταζόμασταν, αξιοποιώντας κάθε προσλαμβάνουσα, έννοια και λέξη. Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη και χρήση κάθε σημαντικής δομής που θα αποτελέσει το ολοκληρωμένο σύστημα ανάγνωσης του εγκεφάλου (Wolf, 2009). Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί που διαβάζουν στα παιδιά βοηθούν στη διαμόρφωση ενός ισχυρού γλωσσικού υπόβαθρου, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και εξέλιξη των προαναφερθέντων δομών. Σύμφωνα με τους Snow και Ninio (1986), η πρώιμη έκθεση των παιδιών σε βιβλία προωθεί τη γλωσσική επάρκεια και την κατανόηση, θέτοντας τα θεμέλια για μελλοντική ακαδημαϊκή επιτυχία .
Η νευροεπιστήμη επιβεβαιώνει πως η ανάγνωση επηρεάζει τον εγκέφαλο. Όταν διαβάζουμε, ενεργοποιούνται διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, όπως οι περιοχές Wernicke και Broca, που είναι υπεύθυνες για την κατανόηση και την παραγωγή του λόγου αντίστοιχα. Η ανάγνωση ενισχύει τη συνδεσιμότητα μεταξύ των εμπλεκόμενων σε αυτήν εγκεφαλικών δομών, βελτιώνοντας τη γνωστική λειτουργία και τη μνήμη. Σύμφωνα με την Wolf (2009), η διαδικασία της ανάγνωσης απαιτεί την οργάνωση και τη συντονισμένη δράση πολλών περιοχών του εγκεφάλου, δημιουργώντας ένα ισχυρό δίκτυο που ενισχύει τη γνωστική μας λειτουργία και την ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών. Η οπτική και ακουστική μνήμη είναι κρίσιμες για τη διατήρηση των εισερχόμενων πληροφοριών, επιτρέποντας την ομαδοποίηση αυτών σε μεγαλύτερες νοηματικές μονάδες ώστε το άτομο να τις επεξεργαστεί και να προσδώσει νόημα σε αυτό που διαβάζει. Οι πληροφορίες που διατηρούνται στη βραχυπρόθεσμη μνήμη επιτρέπουν την άμεση επεξεργασία του ερεθίσματος, ενώ η μακροπρόθεσμη μνήμη αποθηκεύει τις πληροφορίες για μελλοντική ανάκτηση. Έρευνες δείχνουν ότι οι πρώιμοι αναγνώστες έχουν ανώτερη οπτική μνήμη, όπως φαίνεται από την ευχέρεια στην ανάκληση και επανάληψη πολλών πληροφοριών (Jackson, Donaldson, & Cleland, 1988, στο: Jackson, Donaldson & Mills, 1993).
Ο Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885) είχε πει: «Το διάβασμα είναι όπως η τροφή και το νερό. Το πνεύμα που δεν διαβάζει χάνει βάρος, όπως ένα σώμα που δεν τρώει». Τα «θρεπτικά» οφέλη της ανάγνωσης ως προς την ανάπτυξη του εγκεφάλου είναι τόσο γνωστικά όσο και κοινωνικο-συναιθηματικά, όχι μόνο στο παιδί αλλά και στον αναγνώστη ενήλικα. Πιο συγκεκριμένα, η ανάγνωση συμβάλλει στη βελτίωση της μνήμης και της συγκέντρωσης. Όταν διαβάζουμε, «αναγκάζουμε» τον εγκέφαλό μας να συγκεντρωθεί και να απορροφήσει τις πληροφορίες, ενισχύοντας την ικανότητα διατήρησης και ανάκλησης δεδομένων. Ο Stanovich (1986) υποστηρίζει ότι η συχνή ανάγνωση βελτιώνει τις γνωστικές ικανότητες, βοηθώντας τα άτομα να επεξεργάζονται πιο αποτελεσματικά τις πληροφορίες και να βελτιώνουν τη συγκέντρωσή τους. Ακόμη, αναπτύσσεται και εξελίσσεται η γλωσσική ικανότητα και ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διέγερση της φαντασίας.
Επιπλεόν, βελτιώνει την κατανόηση και την ενσυναίσθηση, επιτρέποντάς μας να δούμε τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η ικανότητα να κατανοούμε και να συμμεριζόμαστε τα συναισθήματα των άλλων είναι κρίσιμη για την κοινωνική αλληλεπίδραση. Σύμφωνα με τον Mar, Oatley και Peterson (2009), η ανάγνωση μυθιστορημάτων και άλλων λογοτεχνικών έργων προάγει την ενσυναίσθηση και τις κοινωνικές δεξιότητες, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα τους άλλους και να δημιουργήσουμε πιο στενές και ουσιαστικές σχέσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο, προάγει και εκπαιδεύει σε τεχνικές καλύτερης διαχείρισης του στρες, τόσο για τους γονείς όσο και για το παιδί, κάτι το οποίο καθρεπτίζει και τη σχέση που μπορούμε να αναπτύξουμε με το παιδί μας.
Συνοψίζοντας, η ανάγνωση έχει πολυάριθμα οφέλη για την ανάπτυξη του εγκεφάλου, επηρεάζοντας θετικά τόσο τη γνωστική όσο και τη συναισθηματική μας λειτουργία. Από τη βελτίωση της μνήμης και της συγκέντρωσης, μέχρι την ενίσχυση της ενσυναίσθησης και των κοινωνικών δεξιοτήτων, η ανάγνωση αποτελεί μια αναντικατάστατη δραστηριότητα για την πνευματική μας εξέλιξη. Προτείνεται η προώθηση της ανάγνωσης από νωρίς στη ζωή των παιδιών, δημιουργώντας τις βάσεις για μια δια βίου αγάπη για τα βιβλία και τη μάθηση (Cullinan, 2000).
Βιβλιογραφία
- Αναγνωστόπουλος, Β. Δ. (2001). Η γλώσσα στην προσχολική εκπαίδευση. Προφορική επικοινωνία, ανάγνωση, γραφή και γραπτή έκφραση. Καστανιώτη.
- Κωστόπουλος, A. (2008). Το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα: Δομή και Λειτουργία. Βήτα.
- Παντελιάδου, Σ. (2011). Μαθησιακές δυσκολίες και εκπαιδευτική πράξη: Τι & γιατί. Πεδίο.
- Πόρποδας, Κ. Δ. (2002). Η ανάγνωση, γνωστική ανάλυση, ψυχολογικοί παράγοντες, επίδραση της γλώσσας, μάθηση και διδασκαλία, εκπαιδευτικές προεκτάσεις και εφαρμογές. Αυτοέκδοση
- Alloway, T. P., Gathercole, S. E., Adams, A. M., Willis, C., Eaglen, R., & Lamont, E. (2005). Working memory and phonological awareness as predictors of progress towards early learning goals at school entry. British Journal of Developmental Psychology, 23(3), 417-426. https://doi.org/10.1348/026151005X26804
- Bakatsi, E. (2008). Η ανάπτυξη του εγκεφάλου και οι λειτουργίες του. Παπαζήσης.
- Cullinan, B. E. (2000). Independent Reading and School Achievement. American Library Association.
- Jackson, N., Donaldson, M. L., & Cleland, J. (1988). Early Reading and Cognitive Development. Στο N. Jackson, M. L. Donaldson, & M. Mills (Επιμ.), Cognitive processes in early literacy development (σσ. 15-34). Routledge.
- Mar, R. A., Oatley, K., & Peterson, J. B. (2009). Exploring the link between reading fiction and empathy: Ruling out individual differences and examining outcomes. Journal of Personality and Social Psychology, 99(3), 409-421. https://doi.org/10.1037/a0016241
- Miller, G. (2009). The Book Whisperer: Αwakening the Inner Reader in Every Child. Jossey-Bass
- Snow, C. E., & Ninio, A. (1986). The contracts of literacy: What children learn from learning to read books. Στο W. H. Teale, & E. Sulzby (Επιμ.), Emergent literacy: Writing and reading (pp. 116-138). Ablex.
- Stanovich, K. E. (1986). Matthew effects in reading: Some consequences ofindividual differences in the acquisition of literacy. Reading research quarterly, 21 (4), 360-407. https://doi.org/10.1598/RRQ.21.4.1
- Sousa, D. A. (2006). How the Brain Learns to Read. Corwin Press. (Corwin.)
- Wolf, M. (2009). Ο Προυστ και το καλαμάρι: Πως ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει (Β. Σωσώνη – Δασκαλάκη, Μετ.). Πατάκη.
Αρχισυνταξία: Δράνη Φωτεινή – Δέσποινα, Ψυχολόγος BSc, MScc
Επιμέλεια άρθρου: Τυρλή Αικατερίνη