Ανώριμοι ενήλικες: ένα πολύπλοκο σύγχρονο ζήτημα
Photo by Belinda Fewings on Unsplash

Ανώριμοι ενήλικες: ένα πολύπλοκο σύγχρονο ζήτημα

Ένα θέμα αυξανόμενου ενδιαφέροντος στις σύγχρονες ψυχολογικές μελέτες αποτελεί η συναισθηματική ανωριμότητα στους ενήλικες, μια ψυχολογική και συμπεριφορική κατάσταση στην οποία ένα άτομο δεν επιδεικνύει την αναμενόμενη για την ηλικία του συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό το φαινόμενο, το οποίο μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους, επηρεάζει σημαντικά τις προσωπικές σχέσεις, την επαγγελματική ζωή και τη συνολική ευημερία του ατόμου.

Πού εντοπίζονται όμως οι αιτίες αυτής της ανάρμοστης για τους ενήλικες συμπεριφοράς;
Οι ρίζες της ανωριμότητας στους ενήλικες μπορούν να ανιχνευθούν σε πολλούς παράγοντες, όπως οι παιδικές εμπειρίες, οι ψυχολογικές διαταραχές και οι κοινωνικές επιρροές. Σύμφωνα με μια μελέτη του Kegan (1982) η ανεπαρκής συναισθηματική ανατροφή κατά τη διάρκεια των διαμορφωτικών χρόνων ενός ανθρώπου μπορεί να εμποδίσει την συναισθηματική του ανάπτυξη, οδηγώντας τον σε ανωριμότητα στην ενήλικη ζωή. Παρομοίως, η έρευνα του Erikson (1968) τονίζει τη σημασία της επιτυχούς πλοήγησης μέσα από τα αναπτυξιακά στάδια· η αποτυχία σε οποιοδήποτε στάδιο μπορεί να οδηγήσει σε ανεπίλυτα ζητήματα που μεταφέρονται στην ενήλικη ζωή.

Οι ψυχολογικές διαταραχές, όπως η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας και η μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας, συμβάλλουν επίσης στο φαινόμενο αυτό. Οι Millon και Davis (1996) υπογραμμίζουν πως αυτές οι διαταραχές συχνά περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά όπως η παρορμητικότητα, η εξάρτηση και η κακή ρύθμιση των συναισθημάτων. Επιπλέον, οι κοινωνικές αλλαγές, όπως η παρατεταμένη εφηβεία λόγω πολυετούς εκπαίδευσης και καθυστερημένης εισόδου στην αγορά εργασίας, έχουν αναγνωριστεί ως σύγχρονοι συντελεστές στην ανωριμότητα των ενηλίκων (Arnett, 2000).

Η ανωριμότητα στους ενήλικες μπορεί να αναγνωριστεί μέσα από διάφορα συμπεριφορικά και συναισθηματικά πρότυπα. Οι ανώριμοι ενήλικες συχνά εμφανίζουν κακό έλεγχο των παρορμήσεών τους, μια τάση που έχει τεκμηριωθεί από τους Baumeister και Heatherton (1996). Αυτή εκδηλώνεται ως δυσκολία στη λήψη γρήγορων, απρογραμμάτιστων αποφάσεων και στην άρνηση μιας σύντομης ευχαρίστησης. Η συναισθηματική αστάθεια είναι ένα ακόμη κοινό χαρακτηριστικό της ανωριμότητας, με τους ενηλίκους να εμφανίζουν ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις δυσανάλογες με την εκάστοτε κατάσταση την οποία βιώνουν (Linehan, 1993).

Η εξάρτηση, ο εγωκεντρισμός και η ανικανότητα να δημιουργήσουν σταθερούς και υγιείς δεσμούς πλήττουν συχνά τις διαπροσωπικές σχέσεις των ατόμων αυτών. Αντίστοιχες είναι οι επιπτώσεις και στις επαγγελματικές τους σχέσεις, στις οποίες επιδεικνύουν έλλειψη υπευθυνότητας, κακή εργασιακή ηθική και ανικανότητα να δεχτούν εποικοδομητική κριτική (Levinson, 1978). Επιπρόσθετα, οι ανώριμοι ενήλικες τείνουν να αποφεύγουν τις πραγματικές ευθύνες με το να επιδίδονται υπερβολικά σε φαντασιώσεις, παιχνίδια ή κατάχρηση ουσιών (Kring, Johnson, Davison, & Neale, 2014).

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι συνέπειες της ανωριμότητας στους ενήλικες εκτείνονται τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Σε προσωπικό επίπεδο, οι ανώριμοι ενήλικες συχνά αντιμετωπίζουν προκλήσεις στη δημιουργία και διατήρηση στενών σχέσεων. Η ροπή τους προς τη συναισθηματική αστάθεια και τον εγωκεντρισμό μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις και τελικά σε διάλυση σχέσεων (Hazan & Shaver, 1987). Επαγγελματικά, η ανικανότητά τους να χειριστούν τις ευθύνες και την κριτική μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματική αστάθεια και περιορισμένη ανάπτυξη.

Κοινωνικά, η έλλειψη ωριμότητας μπορεί να συμβάλει σε ευρύτερα προβλήματα όπως ποικίλες ψυχικές νόσους και κοινωνική εξάρτηση. Μια μελέτη των Twenge και Campbell (2009) συνδέει την αύξηση του ναρκισσισμού στις νεότερες γενιές με αυξημένες εκδηλώσεις κατάθλιψης και άγχους. Ακόμη, η κοινωνική εξάρτηση οδηγεί το άτομο στην έντονη αναζήτηση βοήθειας από κοινωνικές υπηρεσίες και συστήματα υποστήριξης λόγω της αδυναμίας επίτευξης οικονομικής και συναισθηματικής ανεξαρτησίας.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο απαιτείται μια πολυδιάστατη προσέγγιση που περιλαμβάνει κοινωνική υποστήριξη, ψυχολογική και εκπαιδευτική παρέμβαση. Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία (Cognitive-Behavioral Therapy) έχει φανεί αποτελεσματική στη βοήθεια των ατόμων να αναπτύξουν αποδοτικότερους μηχανισμούς συναισθηματικής ρύθμισης και ικανότητες λήψης αποφάσεων (Beck, 2011). Τα εκπαιδευτικά συστήματα μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο ενσωματώνοντας την εκπαίδευση της συναισθηματικής νοημοσύνης στα προγράμματα σπουδών, προετοιμάζοντας τα άτομα για τις μελλοντικές προκλήσεις του πραγματικού κόσμου.

Τέλος, οι κοινωνικές αντιλήψεις σχετικά με την ενηλικίωση των νέων πρέπει να εξελιχθούν με την προώθηση ρεαλιστικών προσδοκιών και την παροχή συστημάτων υποστήριξης στους νέους ενήλικες κατά το μεταβατικό στάδιο της ανεξαρτητοποίησής τους. Τα κοινοτικά προγράμματα που επικεντρώνονται στην καθοδήγηση, την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την ευαισθητοποίηση σχετικά με την ψυχική υγεία μπορούν επίσης να συμβάλουν στη μείωση των επιπτώσεων της ανωριμότητας στους ενήλικες.

Ανακεφαλαιώνοντας, η ανωριμότητα στους ενήλικες είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα που έχει τις ρίζες του σε διάφορους ψυχολογικούς, αναπτυξιακούς και κοινωνικούς παράγοντες. Οι εκδηλώσεις και οι συνέπειές της μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την προσωπική ευημερία και τη λειτουργία της κοινωνίας. Η κατανόηση και η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από άτομα, επαγγελματίες ψυχικής υγείας, εκπαιδευτικούς κ. ά. Μέσω της ευαισθητοποίησης και της λήξης προληπτικών μέτρων, είναι δυνατόν να προωθηθεί η υγιής συναισθηματική ανάπτυξη και η ωριμότητα στους ενήλικες, βελτιώνοντας τη συνολική ευδαιμονία της κοινωνίας.

 

Βιβλιογραφία

  1. Arnett, J. J. (2000). Emerging adulthood: A theory of development from the late teens through the twenties. American Psychologist, 55(5), 469-480.
  2. Baumeister, R. F., & Heatherton, T. F. (1996). Self-regulation failure: An overview. Psychological Inquiry, 7(1), 1-15.
  3. Beck, J. S. (2011). Cognitive behavior therapy: Basics and beyond. Guilford Press, σελ. 200-210.
  4. Erikson, E. H. (1968). Identity: Youth and crisis. Norton, σελ. 78-85.
  5. Hazan, C., & Shaver, P. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of Personality and Social Psychology, 52(3), 511-524.
  6. Kegan, R. (1982). The evolving self: Problem and process in human development. Harvard University Press, σελ. 25-30.
  7. Kring, A. M., Johnson, S. L., Davison, G. C., & Neale, J. M. (2014). Abnormal psychology. Wiley, σελ. 102-108.
  8. Levinson, D. J. (1978). The seasons of a man’s life. Ballantine Books, σελ. 50-55.
  9. Linehan, M. M. (1993). Cognitive-behavioral treatment of borderline personality disorder. Guilford Press, σελ. 35-40.
  10. Millon, T., & Davis, R. D. (1996). Disorders of personality: DSM-IV and beyond. Wiley, σελ. 112-120.
  11. Twenge, J. M., & Campbell, W. K. (2009). The narcissism epidemic: Living in the age of entitlement. Free Press, σελ. 123-130.

Επιμέλεια άρθρου: Τυρλή Αικατερίνη

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com