Εννοιολογική προσέγγιση στρες – άγχους
stress vs anxiety

Εννοιολογική προσέγγιση στρες – άγχους


Η πολυπλοκότητα αποτελεί εγγενή έννοια της ίδιας της φύσης και κατ’ επέκταση των κοινωνικών συνόλων που δημιουργεί ο άνθρωπος και στα οποία μετέχει όντας φύσει κοινωνικό ον. Ωστόσο, αυτή η ευρέως διαδεδομένη έννοια εισήχθη στο δυτικό κόσμο για πρώτη φορά από τον φιλόσοφο Πυθαγόρα, ο οποίος αναφέρθηκε σε πολύπλοκα συστήματα, παρουσιάζοντας την ισορροπία του σύμπαντος σαν αρμονία. Μάλιστα, η εν λόγω αρμονία ανατρέπεται από διαταράκτες δυνάμεις και επανέρχεται από δυνάμεις προσαρμογής. Με τον κανόνα αυτόν της αρμονίας του Σύμπαντος παραλλήλισε αργότερα ο Αλκμαίων, μαθητής του Πυθαγόρα, τη φυσιολογία του ανθρώπινου οργανισμού. Υποστήριξε πως η υγεία είναι ισονομία, καλή και σωστή ισορροπία της ομοιόστασης, όρος που καθιέρωσε εν συνεχεία ο πατέρας της θεωρίας του στρες, Hans Selye. Ωστόσο, αυτή η δυναμική ισορροπία βάλλεται συνεχώς. Άλλοτε από μία γενικευμένη αίσθηση κι άλλοτε από μία συγκεκριμένη κατάσταση. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που το άγχος συγχέεται με το στρες και είναι πιθανόν να θεωρηθούν έννοιες ταυτόσημες, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
Ειδικότερα, η λέξη άγχος προέρχεται από το ρήμα άγχω που σημαίνει σφίγγω, πνίγω, δηλώνοντας, έτσι, τη δυσφορία που αισθάνεται το άτομο όταν βρίσκεται σε αντίστοιχη συναισθηματική κατάσταση.  Τον όρο για πρώτη φορά στην ψυχολογία τον εισήγαγε ο Freud το 1894, επιδιώκοντας, έτσι, να περιγράψει την αγχώδη νεύρωση ως σύνδρομο, ωστόσο καθιερώθηκε το 1950 από τον R. May. To άγχος, λοιπόν, έχει έναν χαρακτήρα ασάφειας και ένα αντικείμενο αόριστο. Το άτομο προσμένει τον κίνδυνο ο οποίος, όμως, του είναι άγνωστος. Συνεπώς, αισθάνεται να σφίγγει ένας κλοιός γύρω του χωρίς να είναι σε θέση να δράσει. Ουσιαστικά, πηγή του άγχους είναι οι περιττές μέριμνες οι οποίες προκαλούν τον συναισθηματικό πόνο στον άνθρωπο και τον αποπροσανατολισμό του από μια ζωή αθόρυβη και ουσιαστική, δίχως την πλάνη που του δημιουργούν οι επίπλαστες ανάγκες της σύγχρονης ζωής, θέτοντας τον σε μια διαδικασία συνεχούς αναζήτησης της ευτυχίας.
Βέβαια, η ψυχαναγκαστική αναζήτηση της ευτυχίας είναι αυτή που γεννά στο άτομο ακραίες και παράλογες επιθυμίες, νομίζοντας πως εφόσον λάβουν υπόσταση, θα αισθανθεί ευτυχισμένο. Σαφώς, και θα λάβει μια ορισμένη ικανοποίηση και ευχάριστη. Το σύστημα της ανταμοιβής θα διεγερθεί αλλά με την πάροδο του χρόνου απορρυθμίζεται. Με άλλα λόγια, πυροδοτούνται οι ντοπαμινεργικοί νευρώνες του κοιλιακού καλυπτρικού πεδίου με αποτέλεσμα την απελευθέρωση ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα και σε άλλες μεταιχμιακές περιοχές. Ωστόσο, εάν αυτή η ανταμοιβή καθιστεί προβλέψιμη, το άτομο αναπτύσσει τη λεγόμενη αντοχή ως προς το πρωταρχικό ερέθισμα που σηματοδοτεί την ανταμοιβή και κατά συνέπεια οι ίδιοι οι νευρώνες δεν αυξάνουν τον ρυθμό πυροδότησή τους.
Έτσι, ο φαύλος κύκλος που δημιουργείται οδηγεί το άτομο σε μία αέναη προσπάθεια αυτοτροφοδότησης ,ωστόσο χωρίς να του παρέχεται η ίδια ευφορία και ευχαρίστηση. Γι’ αυτό, πλέον, παρατηρείται μία σύγχυση ως προς τα κίνητρα που ωθούν τη δράση της συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον Maslow οι ανάγκες του ανθρώπου ιεραρχούνται έτσι ώστε στη βάση της κινητοποίησης του καθενός να εντοπίζονται οι βιολογικές ανάγκες, όπως η ανάγκη για τροφή, νερό, ύπνο και στην κορυφή της πυραμίδας οι περισσότερο κοινωνικέςψυχολογικές ανάγκες, με ύψιστη αυτή της αυτοπραγμάτωσης, την αίσθηση της πληρότητας που απορρέει από την εκπλήρωση των δυνατότητων και των ικανοτήτων του ατόμου.
Παρά ταύτα, το άτομο λόγω της έντονης υπερπληροφόρησης και της οικονομικής κρίσης η οποία εξελίχθηκε σε κρίση συνείδησης έχει απομακρυνθεί από τον εσωτερικό του εαυτό, δεν αφουγκράζεται τις βαθιές του επιθυμίες αλλά προχωρά εγκολπώνοντας άκριτα ό,τι επιβάλλεται από την εφήμερη εποχή. Κάπως, έτσι, όμως, εγκαθίσταται στη ρίζα του κοινωνικού γίγνεσθαι η άγνοια, η οποία με τη σειρά της γεννά την αβεβαιότητα που ταλανίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Η συλλογική δυσφορία, λοιπόν, που βιώνει η κοινωνία του σήμερα πηγάζει από τη γύμνια ενός συγκεχυμένου εγώ που δυσκολεύεται να πορευτεί και να ζήσει. Έτσι, η εξηγείται η χρεία της επικούρειας φιλοσοφίας από ανθρώπους όλων των εποχών παρά τα 2.500 χρόνια που έχουν διέλθει. Αν και τα πρώτα σπέρματα της θεωρητικής ψυχολογίας τίθονται από τον Αριστοτέλη στο έργο του ‘Περί ψυχής’ στο οποίο εισαγάγει τη θεωρία του ενισμού σε αντίθεση με την προϋπάρχουσα δυαρχία του Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης αναφέρει στα ‘Μετά τα Φυσικά’ την ψυχήν ως ‘μιαν εν τω σώματι ενοικούσαν αρχήν, η οποία κινεί το σώμα ως όργανό της. Η ψυχή, επομένως, είναι για το σώμα τόσο η μορφή όσο και ο σκοπός (το τέλος) της ύπαρξής του. Αυτήν τη διαδικασία μετασχηματισμού της ύλης σε μορφή ονομάζει ο Αριστοτέλης εντελέχεια, όρος που αποτελεί δική του επινόηση και ο οποίος προέρχεται από το ρήμα έχω και τη λέξη τέλος. Η ψυχή, λοιπόν, είναι εντελέχεια του σώματος, η τελειοποίηση και η πλήρωσή του.
Ο Επίκουρος, όμως, ταυτίζει την εντελέχεια της ανθρώπινης ύπαρξης με την ηδονή. Όχι, όμως, τις ηδονές του ασώτου αλλά την ευδαιμονία που προέρχεται από την απουσία σωματικού πόνου και ψυχικής ταραχής. Η επικούρεια, λοιπόν, φιλοσοφία καλεί το άτομο να ζήσει επιλέγοντας το αγαθό, την ευχαρίστηση, και αποφεύγοντας το δεινόν, τον πόνο δηλαδή. Οι Επικούρειοι είναι πρόδηλο πως απολαμβάνουν τη ζωή και ζουν στο τώρα γι’αυτό, άλλωστε, το ισχυρότερό τους επιχείρημα έναντι του φόβου του θανάτου, ο οποίος αποτελεί σημαντική πηγή άγχους σύμφωνα με τον Freud, είναι πως μετά τον θάνατο παύουμε να υπάρχουμε, συνεπώς δεν είναι απαραίτητο να μας απασχολεί ούτε να υποφέρουμε με την προσδοκία του. Να ζει λοιπόν κανείς χωρίς πόνο, φόβο και ταραχή. Να θέτει τον εαυτό του σε αρμονία όπως υποστήριζαν οι στωικοί, επιλέγοντας την ισορροπία μεταξύ ευπάθειας και εμπάθειας, επιτυγχάνοντας την απάθεια. Αυτό γιατί η ελευθερία βούλησης ενυπάρχει εγγενώς στον καθένα ώστε να είναι ικανός να ασκηθεί στην αρετή και χρησιμοποιώντας τη φρόνηση να διαλέγει είτε το καλό είτε το κακό.
Ο άνθρωπος, επομένως, έχει τον πλήρη έλεγχο των παθών του. Χαίρεται ή υποφέρει αναλόγως του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει μία κατάσταση. Ακριβώς, αυτή η αλληλεπίδραση ατόμου – περιβάλλοντος περιγράφεται στο σύστημα του στρες, το οποίο κατανοήθηκε καλύτερα ως έννοια και καθιερώθηκε τον 20ο αιώνα. Το στρες εντοπίζει την ετυμολογική του προέλευση στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα -str και κατ’ επέκταση στις λατινικές λέξεις ‘strictus’ και ‘stringere’, οι οποίες σχετίζονται με την έννοια της πίεσης και αποδίδονται στα ελληνικά με το ρήμα στραγγαλίζω και σφίγγω. Αποτελεί μία φυσιολογική αντίδραση του ουργανισμού, έναν μηχανισμό επιβίωσης που συνδέεται με το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, και ενεργοποιείται ως απάντηση του οργανισμού σε συνθήκες απειλής – κινδύνου.
Ειδικότερα, ο W. Canon εισαγάγοντας για πρώτη φορά την έννοια της ομοιόστασης, της δυναμικής ισορροπίας του οργανισμού, αναφέρθηκε στο μοντέλο αντίδρασης ‘εφόρμησης ή απόδρασης’ ως μηχανισμό απάντησης σε στρεσογόνες συνθήκες. Το άτομο, δηλαδή, βιώνει μία πληθώρα σωματικών και ψυχικών αλλαγών λόγω της διαταραχής της ομοιόστασης του από ένα ερέθισμα το οποίο εκλαμβάνει ως απειλητικό, ώστε να προετοιμαστεί για την επικείμενη μυϊκή δραστηριότητα, είτε της πάλης, είτε της φυγής. Συνεπώς, η διέγερση αυτή του ατόμου θα παραμείνει έως ότου το στρεσογόνο ερέθισμα αντιμετωπιστεί επιτυχώς και το σώμα επανέλθει σε κατάσταση φυσιολογικής ηρεμίας. Ιδιαίτερος λόγος, μάλιστα , έγινε για τις αλλαγές που βιώνει το άτομο, εφόσον εκτεθεί σε στρεσογόνους παράγοντες. Ο H. Selye, πατέρας του στρες όπως χαρακτηρίζεται, συνεχίζοντας το έργο του Canon, πραγματοποίησε πειράματα σε ζώα και μελέτησε ασθενείς, εστιάζοντας στις φυσιολογικές αποκρίσεις του σώματος σε συνθήκες στρες. Όπως διαπίστωσε υπήρχε μία συντονισμένη αντίδραση του οργανισμού η οποία παρέμενε ίδια ανεξάρτητα από τον τύπο και την ένταση του στρεσογόνου ερεθίσματος, θεσπίζοντας, έτσι, το λεγόμενο σύνδρομο γενικής προσαρμογής.
Το μοντέλο αυτό, αποτελείται από τρία διαδοχικά στάδια. Αρχικά, στο πρώτο στάδιο εντοπίζεται η μεταβολή του οργανισμού λόγω της ενεργοποιημένης αντίδρασης συναγερμού, η οποία καλεί το άτομο να επιτεθεί ή να αμυνθεί απέναντι στο απειλητικό ερέθισμα, συμμετέχοντας τόσο το νευρικό όσο και το ενδοκρινικό τμήμα του οργανισμού. Στη συνέχεια, κατά το δεύτερο στάδιο, γνωστό ως αντίσταση, το σώμα καταβάλλει προσπάθειες ώστε να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση της φυσιολογικής του ηρεμίας, επιτυγχάνοντας αφενός την υποχώρηση των συμπτωμάτων και αφετέρου την επάνοδο της ομοιόστασης. Τέλος, στο τρίτο στάδιο, το αποκαλούμενο της εξάντλησης, το σώμα αδυνατεί να συνεχίσει την παραγωγή ορμονών όπως στο πρώτο, διότι έχει επέλθει μια εμφανής αδυναμία λόγω των προσπαθειών να ανταπεξέλθει σε μεταβολικές διαδικασίες καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργοποίησής του. Έτσι, ο οργανισμός οδηγείται σε εξουθένωση και ενεργειακή κάμψη.
Επιπροσθέτως, αξιοσημείωτη αναφορά στην εκδήλωση του μηχανισμού του στρες είναι εκείνη του καθηγητή Γ. Χρούσου. Αποτελεί, δε, και τον τελευταίο ορισμό που έχει δοθεί, σύμφωνα με τον οποίο το στρες ορίζεται ως η κατάσταση απειλής ή θεωρούμενης απειλής της ομοιόστασης, η οποία αποκαθίσταται μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα συμπεριφορικών και φυσιολογικών αποκρίσεων προσαρμογής του οργανισμού.  Εάν ο οργανισμός επανέλθει σε συνθήκες υγειούς ομοιόστασης εξαλείφοντας την ένταση που του προκάλεσε κάποιος εξωγενής ή ενδογενής στρεσογόνος παράγων, οδηγείται σε εύσταση, εξασφαλίζοντας έτσι τον συγχρονισμό των σωματικών λειτουργιών του.
Εν αντιθέσει, στην περίπτωση που δεν ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις των αλληλεπιδράσεων με το περιβάλλον, ο οργανισμός δεν επανέρχεται στην προγενέστερη κατάσταση, και κατά συνέπεια καταλήγει σε νέα ιδιάζουσα θέση, στην αλλόσταση ή κακόσταση όπως ονομάζεται, με αποτέλεσμα να προκληθούν ψυχοσωματικά προβλήματα στο άτομο και αύξησης της πιθανότητας λοίμωξης και καρκινογένεσης στον οργανσιμό.
Το στρες, λοιπόν, αν και είναι απαραίτητος προσαρμοστικός μηχανικός για την επιβίωση και την ανέλιξη του ανθρώπου, διαταράσσει την υγεία του και αποτελεί το κύριο αίτιο σημαντικών μη μεταδιδόμενων παθήσεων, όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία, οι καρδιοπάθειες, οι δερματοπάθειες, η κατάθλιψη κ.ο.κ., εφόσον η διαχείριση του δεν είναι επαρκής και άμεση. Ωστόσο, διακρίνεται σε τρεις υποκατηγορίες, το distress, το neustress και τέλος το eustress. Το νοσογόνο στρες (distress) εμφανίζεται ως απόρροια της παθογένειας και της δυσλειτουργίας που προκύπτει από την ανισορροπία και το υπερβολικό στρες. Ο οργανισμός δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει τους στρεσογόνους παράγοντες, εμφανίζοντας, έτσι, συμπτώματα (συμπεριφορικά ή και σωματικά) ως ένδειξη συναγερμού. Η δεύτερη υποκατηγορία είναι το ουδέτερο στρες το οποίο αποτελεί μία αισθητήρια αντίδραση χωρίς ωστόσο να διακατέχεται από κάποια ορισμένη θετική ή αρνητική επίδραση. Τέλος το αποδοτικό στρες αναφέρεται σε μια κινητήρια δύναμη που ενισχύει το άτομο ώστε να αντιδράσει και να αποδώσει το μέγιστο των ικανοτήτων του. Επομένως, το άτομο καθίσταται εύλογα πιο λειτουργικό και δημιουργικό, αφού βρίσκεται ολιστικά σε μια εγρήγορση.
Από τα προαναφερθέντα, καθίσταται σαφές πως το στρες απαντάται ως ερέθισμα, ως αντίδραση και ως μία αμφίδρομη σχέση μεταξύ ατόμου και περιβάλλοντος. Ουσιαστικά, λοιπόν, το στρες ως ερέθισμα εστιάζει στην περιβαλλοντική πραγματικότητα η οποία συνδέεται με ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου. Το άτομο εκτίθεται σε μεταβλητές προερχόμενες από το φυσικό περιβάλλον (πχ υπερβολικός θόρυβος), από μείζονα γεγονότα ζωής (πχ απώλεια) ή από την καθημερινότητα (πχ κυκλοφορική συμφόρηση) στις οποίες πρέπει να προσαρμοστεί επιτυχώς ώστε να εξαλειφθεί η απειλή και να αποκατασταθούν τα επίπεδα των ορμονών του στρες. Από την άλλη, όταν το στρες εκλαμβάνεται ως αντίδραση, επικεντρώνεται κανείς στις βιολογικές και ψυχολογικές εκβάσεις που αναδύονται ως επακόλουθο της νέας συνθήκης που απορρύθμισε τον οργανισμό από τη φυσιολογική του ισορροπία. Ενώ, στην ιδέα ανάδειξης μίας σχέσης ανάμεσα στο ερέθισμα και στην αντίδραση του ατόμου, το στρες προκύπτει ως μία αναντιστοιχία των διαθέσιμων πόρων του ατόμου να αντιμετωπίσει το ερέθισμα που απαιτεί από τον ίδιο να αξιολογηθεί και στη συνέχεια να ξεπεραστεί, επιτυγχάνοντας την προσαρμογή σε νέα δεδομένα και την προοπτική οφέλους.

 

Βιβλιογραφία:

Chrousos G., Gold PW. (1992). The concepts of stress and stress system disorders. Overview of physical and behavioral homeostasis. Jama. 267(9):1244-52 16.

Juster R., Mcewen BS., Lupien SJ. (2010). Allostatic load biomarkers of chronic stress and impact on health and cognition. Neurosci Biobehav Rev. 35(1):2-18 17.

Karademas E., Christopoulou S., Dimostheni A., & Pavlu F. (2008). Health anxiety and cognitive interference: Evidence from the application of a modified Stroop task in two studies. Personality and Individual Differences, 44(5), 1138–1150 18.

Γιαννέλου Π., Λουκάτος Γ. (2016). Σύγχρονη ψυχολογία. Εκδόσεις Ευρωεκδοτική, Αθήνα

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories