Τι είναι το chemsex;
Ο όρος chemsex αναφέρεται στην ψυχαγωγική χρήση ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών πριν ή κατά την διάρκεια του σεξ ΑΣΑ, δηλαδή το σεξ που γίνεται μεταξύ δυο ανδρών (Bourne, Reid, Hickson και συν., 2015). Το φαινόμενο του chemsex δεν προέκυψε πρόσφατα, συνέβαινε και παλαιότερα και οι άνθρωποι που εμπλέκονταν σε αυτή την πρακτική ήταν κυρίως ομοφυλόφιλοι άντρες οι οποίοι μάλιστα αντιμετωπίζονταν με στιγματιστικό τρόπο. Μιλώντας για το φαινόμενο αυτό στο παρόν οφείλουμε να είμαστε απαλλαγμένοι από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις ώστε να μην εξαλειφθεί ο στιγματισμός αυτών τον ατόμων.
Πιο συγκεκριμένα, το chemsex δεν αφορά όλα τα είδη ουσιών αλλά κάποια πολύ συγκεκριμένα όπως είναι: η κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη, η μεθυλομεθανόλη, και το γ-υδροβουτηρικό οξύ και η γ-βουτηρογαλακτόνη (Bourne και συν., 2018). Οι δυο πρώτες ουσίες αυτές έχουν κυρίως ισχυρή διεγερτική δράση, ενώ η τρίτη κατασταλτική. Οι συγκεκριμένες ψυχοτρόπες ουσίες αυξάνουν την σεξουαλική διάθεση και οι αναστολές που ενδεχομένως υπήρχαν πριν την χρήση των συγκεκριμένων ουσιών αίρονται. Είναι πιθανόν να γίνεται χρήση και άλλων ουσιών όπως κάνναβη, κοκαΐνη κτλ. με σκοπό την αντιστάθμιση των αρνητικών αποτελεσμάτων που μπορεί να επιφέρει η χρήση μιας από τις παραπάνω ουσίες.
Όσον αφορά τον στόχο που έχει η πρακτική του chemsex, θα λέγαμε πως αποσκοπεί στο να ενισχυθεί παραπάνω η σεξουαλική διέγερση των ερωτικών συντρόφων, να διευκολυνθεί η διαδικασία καθώς οι ουσίες κάνουν τα άτομα να μην έχουν αναστολές, αλλά και να διερευνηθεί η σεξουαλική έμφυλη ταυτότητα του κάθε ατόμου (Amaro, 2016). H χρήση ουσιών κάνει την διαδικασία του σεξ να παίρνει μια άλλη τροπή η οποία μπορεί να περιορίζεται στην ενίσχυση και διεύρυνση της σεξουαλικής εμπειρίας όμως ενδεχομένως να συμπεριλαμβάνει και πρακτικές όπως το BDSM (bondage and discipline, dominance and submission, and sadism and masochism) αλλά και πολύωρες ή πολυήμερες σεξουαλικές συνευρέσεις μεταξύ δύο ή ακόμα και περισσότερων εραστών.
Το chemsex είναι μια πρακτική η οποία λόγω της φύσης των ψυχοτρόπων ουσιών ενέχει αρκετούς κινδύνους. Αρχικά, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να αναπτυχθεί ανοχή στις ουσίες και να χρειάζεται το άτομο κάθε φορά μεγαλύτερη δόση, επομένως είναι πολύ πιθανό να εμφανιστεί κατάχρηση αλλά και εξάρτηση από τις ουσίες αυτές. Οι ουσίες αυτές είναι ιδιαίτερα εθιστικές λόγω της απελευθέρωσης νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο και το επερχόμενο αίσθημα ευφορίας που δημιουργούν το οποίο είναι όμως εφήμερο. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε οι αναστολές και οι επιφυλάξεις που μπορεί να έχουν τα άτομα εκλείπουν όταν δεν είναι νηφάλια, γεγονός που δείχνει πως δεν έχουν πλήρη συνείδηση και έλεγχο των πράξεων τους. Όταν κανείς εμπλέκεται στο chemsex, συνήθως επιθυμεί να ξεπεράσει τα όρια και να νιώσει για λίγο σαν “παραβάτης” καθώς βγαίνει από τον χώρο της σεξουαλικής κανονικότητας του και είναι ανοιχτός σε νέες εμπειρίες. Το ζήτημα που μπορεί να προκύψει με αυτού του είδους την “παραβίαση” ορίων είναι η σχετικότητα που αποκτά η έννοια της συναίνεσης. Οι πρακτικές που ακολουθούνται συνήθως έχουν στόχο ο παρτενέρ να παραβιάσει τα όρια είτε μέσα από ακραίες, συγκριτικά με το συνηθισμένο, δραστηριότητες ή BDSM εμπειρίες (Παπαθανασίου & Χρηστίδη, 2020). Τέλος, πολλά άτομα τα οποία διαγνώστηκαν με τον ιό του HIV περνάνε μια περίοδο κατά την οποία αντιμετωπίζουν με φοβία το σεξ αποφεύγοντας τις σεξουαλικές συνευρέσεις και η επαναφορά τους σε αυτό γίνεται μέσω του chemsex και ίσως να έχουν κάποιοι από αυτούς την λανθασμένη και στιγματιστική εντύπωση πως “όλοι εκεί είναι οροθετικοί” και βασιζόμενοι σε αυτό δεν διαπραγματεύονται ζητήματα όπως η προφύλαξη ή το τι είναι αμοιβαία επιθυμητό (Παπαθανασίου & Χρηστίδη, 2020). Επομένως, είναι πιθανή η μετάδοση σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων λόγω της σεξουαλικής συνεύρεσης χωρίς την χρήση προφυλακτικού.
Συμπερασματικά, η χρήση ουσιών κατά την διάρκεια του σεξ είναι ένα φαινόμενο που φαίνεται να υπάρχει και στην εποχή μας. Ο ορισμός του προβληματικού chemsex δεν είναι εφικτός καθώς ο κάθε άνθρωπος που εμπλέκεται με αυτό διαφέρει από τον άλλον και οι σχέσεις που διαμορφώνονται δεν είναι οι ίδιες σε όλες τις περιπτώσεις. Μερικές από τις ενδείξεις πως το chemsex είναι προβληματικό είναι, να μην αντλεί το άτομο ευχαρίστηση από άλλες δραστηριότητες, να μην απολαμβάνει το σεξ εάν δεν έχει προηγηθεί η λήψη ψυχοτρόπων ουσιών, η απώλεια του ελέγχου της χρήσης αλλά και η αρνητική επίδραση που μπορεί να προκληθεί στην κοινωνική του ζωή και την δική του ψυχική υγεία (Παπαθανασίου & Χρηστίδη 2020).
Βιβλιογραφία
Amaro, R. (2016). Taking chances for love? Reflections on love, risk and harm reduction in gay slamming subculture. Contemporary Drug Problems, 43 (3), 216-217
Bourne, A., Reid, D., Hickson, F., Torres-Rueda, S., & Weatherburn, P. (2015). Illicit drug use in sexual settings (chemsex) and HIV/STI transmission risk behaviour among mean in South London: findings from a qualitative study. Sexual Transmisson Infections, 91, 564-568
Bourne, A., Onj, J., & Pakianathan, M. (2018). Sharing solutions for a reasoned and evidence-based response: chemsex/party and play among gay and bisexual men. Sexual Health, 15, 99-101.
Παπαθανασίου, Ν., & Χρηστίδη, Ε. (2020). Συμπερίληψη & Ανθεκτικότητα: Βασικές αρχές ψυχοκοινωνικές στήριξης σε θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης και χαρακτηριστικών φύλου. Αθήνα: Gutenberg.
Η εικόνα ανακτήθηκε από mishal ibrahim στο unsplash.com