Τι γίνεται με τα παιδιά, όταν δύο γονείς αποφασίσουν να πάρουν διαζύγιο; Αλλάζει ριζικά η ζωή τους ή τα πάντα συνεχίζουν να είναι όπως πριν; Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το έτος 2017 καταγράφηκαν 19.190 διαζύγια έναντι του 2016 που ήταν μόλις 11.013. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ότι το ποσοστό όσο περνάνε τα χρόνια αυξάνεται όλο και περισσότερο. Τελικά, πώς προσαρμόζονται τα παιδιά σε αυτήν την κατάσταση;
Αρχικά, ας αναφερθούμε σε πέντε θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με την επίδραση του διαζυγίου στα παιδιά. Πρώτη είναι η προσέγγιση με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά, που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο και ευπάθεια. Είναι δηλαδή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο των ενηλίκων όσο και των παιδιών, που μπορούν να επηρεάσουν τη προσαρμοστικότητά τους σε αντίξοες συνθήκες. Η δεύτερη αφορά τη σύνθεση της οικογένειας και συνήθως την απουσία του ενός γονέα, η οποία αυτομάτως τονίζεται το πόσο σημαντική κρίνεται η παρουσία και των δύο στον οικογενειακό κύκλο, ώστε να διαμορφώνεται όσο καλύτερα γίνεται η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Μάλιστα, λόγω του ότι η πιο συνήθης μορφή, στη σημερινή εποχή, αποτελεί η πυρηνική οικογένεια, δύο βιολογικοί γονείς και τα τέκνα, οποιαδήποτε απόκλιση από αυτή, θεωρείται επιβλαβής για την κοινωνικοποίηση των παιδιών και μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα αυτών , εξαιτίας της ελλιπούς ταύτισης τους με έναν από τους δύο γονείς. Η τρίτη προσέγγιση αναφέρεται στη δυσμενή μεταβολή της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας μετά το διαζύγιο. Σε συνάρτηση με τη “εξαφάνιση” του ενός γονέα, η οικογένεια παύει να ανήκει στην πυρηνική κατηγορία και μετατρέπεται σε μονογονική. Αυτό έχει ως συνέπεια, να υπάρξουν κάποιες δυσκολίες στην αρχή, αφού αν η μητέρα ή ο πατέρας, που έχει αναλάβει την κηδεμονία, δε δουλεύει, θα πρέπει να ψάξει για εργασία, έτσι ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των παιδιών, όσο τον δυνατόν καλύτερο τρόπο. Αυτό συνεπάγεται πως τα ανήλικα άτομα είτε θα πρέπει να μένουν μόνα τους στο σπίτι είτε σε κάποιον συγγενή, αν υπάρχει, είτε σε παιδικό σταθμό και έτσι να αισθάνονται παραμελημένα, δυσχεραίνοντας την ψυχική τους υγεία. Η τέταρτη προσέγγιση επικεντρώνεται στην επιβαρυμένη ψυχολογική κατάσταση των χωρισμένων γονέων απέναντι στα παιδιά. Πιο συγκεκριμένα, οι γονείς που έχουν αποφασίσει να “χαράξουν” διαφορετικά μονοπάτια, τον πρώτο καιρό βρίσκονται σε ευάλωτη ψυχική κατάσταση και αυτό έχει ως απότοκο να μη δίνουν την απαραίτητη προσοχή στα παιδιά και μην μπορούν να ανταποκριθούν στον γονικό τους ρόλο. Ταυτόχρονα, το στρες που κυριαρχεί τους γονείς εκείνην την περίοδο, κρίνεται το πιο καθοριστικό για την προσαρμογή, αλλά και την ανάπτυξη των παιδιών από το ίδιο το στρες, αφού ο γονέας πιθανόν να ξεχάσει μία υποχρέωση τους ή ακόμη και τα ίδια τα παιδιά να παραδειγματίζονται από εκείνους και να θεωρούν την αγχωτική ζωή ως κάτι φυσιολογικό μεγαλώνοντας. Η πέμπτη και τελευταία θεωρητική προσέγγιση σχετίζεται με τη λειτουργία της οικογένειας. Αναλυτικότερα, αναφέρεται στις μεταβολές των σχέσεων τόσο μεταξύ των πρώην συζύγων όσο και των γονέων με τα παιδιά, καθώς αυτά, πλέον, σε καθημερινή βάση βλέπουν μόνο τον ένα γονέα, ενώ τον άλλον μία με δύο φορές εβδομαδιαίως. Επίσης, αν οι σύζυγοι δεν έχουν πάρει διαζύγιο κάτω από ειρηνικές συνθήκες, υπάρχει ένα ενδεχόμενο να διαταραχθούν αρκετά οι σχέσεις τους και αυτό να επηρεάσει κατά πολύ τις επαφές των παιδιών και έτσι, να βρίσκονται σε σύγχυση, διότι ο ένας γονιός δύναται να κατηγορεί τον άλλον σε εκείνα.
Εν συνεχεία, ένα διαζύγιο για το παιδί ενδέχεται να έχει από περιορισμένες αρνητικές επιπτώσεις έως και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ανάπτυξή του. Ίσως ένας καθοριστικός παράγοντας, για να αποφασιστεί σε ποια από τις δύο κατηγορίες εντάσσεται το παιδί, να αποτελεί η ηλικιακή του βαθμίδα. Πιο αναλυτικά, στη βρεφική ηλικία (0-2 ετών) που αφορά από τη σύλληψη μέχρι και τη γέννηση, το βρέφος ανταποκρίνεται στις συναισθηματικές αντιδράσεις το ανθρώπου που του παρέχει φροντίδα. Αν, λοιπόν, η μητέρα του είναι σε περίεργη ψυχολογική κατάσταση, τότε κι εκείνο είναι περισσότερο πιθανό να κλαίει περισσότερο, να είναι παραπάνω ανήσυχο, να αντιμετωπίζει προβλήματα με το άγχος και τον ύπνο του και όλα αυτά να έχουν επιπτώσεις στην γενικότερη ανάπτυξή του! Στην προσχολική ηλικία(2-5 ετών) τα παιδιά διακατέχονται από προβλήματα ύπνου, παλινδρομήσεις, διαταραχές φαγητού, φόβο, άγχος, θλίψη. Παράλληλα, έχουν μία επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε όλους, νιώθουν ενοχές και κατηγορούν τον εαυτό τους για το διαζύγιο των γονιών τους, πράγμα που τα καθιστά και πιο ευάλωτα λόγω της χαμηλής γνωστικής τους ικανότητας να κατανοήσουν τον κύριο λόγο που χωρισμού. Έπειτα, στη σχολική ηλικία( 6-11 χρονών) τα παιδιά συνεχίζουν να αισθάνονται φόβο, θλίψη, να κατηγορούν τον εαυτό τους, να αποσύρονται από τις δραστηριότητες τους και να ξεσπούν τόσο σε άτομα στον οικογενειακό τους κύκλο, όσο και σε άτομα στο σχολικό περιβάλλον. Θεωρείται μία αρκετά κρίσιμη ηλικιακή βαθμίδα, διότι το παιδί έχει την ανάγκη να διασφαλίσει την αγάπη και των δύο γονιών του και αρχίζει να έχει ως πρότυπο έναν από τους δύο γονείς, αναλόγως το φύλο του, οπότε αν δεν υπάρχει ο συγκεκριμένος στη ζωή του, τότε έχει έντονο θυμό, θεωρώντας πως πρέπει να επιλέξει έναν από τους δύο και, επιπλέον, βρίσκεται και ένα στάδιο πριν την εφηβεία. Τέλος, στην εφηβική ηλικία(12-18 χρονών) ο χωρισμός για ένα παιδί μπορεί να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από ότι στις άλλες ηλικίες, επειδή, αισθανόμενο μοναξιά και ανασφάλεια, να οδηγηθεί σε κατάθλιψη και να εκφράσει με παραπτωματικές ενέργειες , όπως κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ή να παρατήσει το σχολική του πορεία και να μην τον ενδιαφέρει το μέλλον του ή ακόμη και να ξεκινήσει από νωρίς τις σεξουαλικές επαφές με διαφορετικό άτομο κάθε φορά. Οι έφηβοι αισθάνονται δυνατό ψυχικό πόνο, θλίψη και αυτό τους επηρεάζει και στις διαπροσωπικές και στις ενδοοικογειακές σχέσεις τους, αλλά και στις μετέπειτα προσωπικές σχέσεις τους, γιατί θα πιστεύουν ότι δε θα έχουν διάρκεια κι θα υπάρχει καχυποψία.
Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι πως, όσο δύσκολη και αν είναι η περίοδος του χωρισμού, τα παιδιά είναι και αυτά ανθρώπινα όντα με ανάγκες και ανησυχίες και για αυτό είναι απαραίτητο να τα στηρίζουμε και να είμαστε δίπλα τους. Και να θυμόμαστε ότι ο χρόνος τα θεραπεύει όλα και τα παιδιά μετά από κάποιο διάστημα θα προσαρμοστούν στην καινούργια κατάσταση, αρκεί να τους δώσουμε το απαραίτητο χρονικό περιθώριο που χρειάζεται το καθένα για να επιτευχθεί αυτό.