Τα όνειρα αποτελούνται από μία σειρά αισθητηριακών ερεθισμάτων όπως εικόνες ή ήχους, αλλά και από συναισθήματα, τα οποία δημιουργούν ιστορίες κατά τη διάρκεια του ύπνου και έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων από την αρχαιότητα ακόμα. Πολλούς αιώνες πριν θεωρούταν πως πρόκειται για μηνύματα από τους θεούς, οιωνούς για το μέλλον, προφητείες ακόμη και προϊόντα του διαβόλου. Ποιες είναι όμως οι απόψεις της σύγχρονης επιστήμης για τα όνειρα και ποιος είναι ο ρόλος στους στη ψυχική λειτουργία των ανθρώπων;
Είναι αλήθεια πως όλοι οι άνθρωποι ονειρεύονται και η προσωπική συνιστώσα των ονείρων που τα καθιστά μία αρκετά υποκειμενική εμπειρία σίγουρα κάνει τη μελέτη και επιστημονική τους ανάλυση εξαιρετικά δύσκολη. Ωστόσο είναι γενικά αποδεκτό επιστημονικά ότι πρόκειται για μία διαφοροποιημένη κατάσταση της συνείδησης που προκαλείται από τη λειτουργία του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια του ύπνου. Τα όνειρα έχουν εξελικτική προέλευση καθώς έχουν διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια εξέλιξης του ανθρώπου και φαίνεται πως είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την ανάπτυξη και προσαρμογή διάφορων γνωστικών λειτουργιών.
Μερικά βασικά χαρακτηριστικά των ονείρων είναι ότι συμβαίνουν με μία άκριτη αποδοχή, χωρίς να φαντάζουν εκείνη τη στιγμή αλλόκοτα ή περίεργα αλλά και το γεγονός ότι οι συγκινησιακές καταστάσεις που παρουσιάζονται είναι αρκετά έντονες, κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως ζούμε τη μεγαλύτερη χαρά, τη τέλεια ευτυχία ή το μεγαλύτερο τρόμο που έχουμε βιώσει. Επιπλέον αρκετές φορές στα όνειρα δεν υπάρχει συνέχεια του χρόνου, του τόπου ή των προσώπων με αποτέλεσμα να μετακινούμαστε από το ένα μέρος στο άλλο χωρίς συνοχή, ή τα πρόσωπα να αλλάζουν ταυτότητα από τη μία στιγμή στην άλλη. Συχνό φαινόμενο είναι επίσης να μη μπορούμε να θυμηθούμε εύκολα τα όνειρά μας ή να τα ξεχνάμε τελείως. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ονείρων είναι οπτικά, ακολουθούν τα ακουστικού περιεχομένου όνειρα, έπειτα αυτά που περιέχουν αίσθηση κίνησης και τέλος τα πιο σπάνια είναι τα όνειρα απτικού περιεχομένου.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ονείρων που μπορούμε να θυμηθούμε συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου REM. Πρόκειται για περιόδους κατά τη διάρκεια του ύπνου όπου παρατηρούνται ταχείες οφθαλμικές κινήσεις των βλεφάρων (Rapid Eye Movements – REM). Η εγκεφαλική δραστηριότητα στον ύπνο REM παρουσιάζει παρόμοιο πρότυπο με όταν είμαστε ξύπνιοι, ενώ οι κεντρικοί μύες παραλύουν, εκτός από τους μύες των ματιών. Αξίζει να αναφερθεί όμως ότι όνειρα μπορούν να υπάρξουν και στα υπόλοιπα στάδια του ύπνου τα οποία ονομάζονται non REM (NREM). Έρευνες έχουν δείξει πως τα άτομα που ξυπνούν από ύπνο REM μπορούν να εξιστορήσουν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τα όνειρα που είδαν και να θυμηθούν πιο εύκολα το περιεχόμενό τους σε αντίθεση με άτομα που ξυπνούν από τον ύπνο NREM. Είναι λοιπόν πιθανό ο λόγος που δε μπορούμε να θυμηθούμε αρκετά όνειρά μας να είναι το γεγονός ότι συνέβησαν κατά τη διάρκεια του NREM ύπνου (που ουσιαστικά είναι ο πιο “βαθύς” ύπνος).
Ίσως η πιο γνωστή θεωρία για τα όνειρα είναι αυτή του Sigmund Freud, ο οποίος στο βιβλίο του “Η ερμηνεία των ονείρων” (1899), ανέφερε πως τα όνειρα αναδύονται από το ασυνείδητο μέρος του ψυχισμού και είναι ο καλύτερος τρόπος να έρθουμε σε επαφή με αυτό. Πίστευε πως τα όνειρα εκφράζουν απαράδεκτες επιθυμίες, ορμές, σκέψεις ή συναισθήματα τα οποία λογοκρίνονται από το συνειδητό μέρος του ψυχισμού, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται στο όνειρο με ένα συμβολικό τρόπο. Αυτή η συγκάλυψη θεωρούσε πως συμβαίνει με σκοπό να μην έρθουν τα άτομα σε επαφή με το πραγματικό περιεχόμενο των ονείρων και άρα του ασυνειδήτου, γεγονός που θα ήταν εξαιρετικά ψυχοφθόρο και τραυματικό. Ο ίδιος εξέταζε ενδελεχώς τα όνειρα των ασθενών του, μέσω τεχνικών όπως ο ελεύθερος συνειρμός (ζητούσε δηλαδή από τα άτομα να πουν ό,τι τους έρχεται στο μυαλό σχετικά με το όνειρό τους), με σκοπό να κατανοήσει καλύτερα τη ψυχοσύνθεσή τους.
Μία από τις πρώτες θεωρίες της νευροεπιστήμης για τα όνειρα ήταν αυτή της ενεργοποίησης-σύνθεσης, η οποία διατυπώθηκε από τους Hobson και McCarley (1977). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία τα όνειρα προέρχονται από τη τυχαία ενεργοποίηση των κυττάρων του εγκεφαλικού στελέχους (κατώτερη περιοχή του εγκεφάλου που συμβάλει στη ρύθμιση του ύπνου), η οποία οδηγεί στη δημιουργία αισθητηριακών ερεθισμάτων, τα οποία ο φλοιός (ο “λογικός” εγκέφαλος) συνθέτει και προσπαθεί να ερμηνεύσει ως μία ιστορία. Αν και η συγκεκριμένη θεωρία εξηγεί εν μέρει την αλλόκοτη φύση των ονείρων, καταρρίφθηκε μετά το εύρημα ότι άτομα με βλάβες στο εγκεφαλικό στέλεχος (που δε μπορούσαν να πραγματοποιήσουν αυτή τη τυχαία ενεργοποίηση κατά τη διάρκεια του ύπνου) συνεχίζουν να έχουν όνειρα. Επιπλέον δεν εξηγεί επαρκώς το λόγο που πολλές φορές τα όνειρά μας έχουν να κάνουν με καταστάσεις και πρόσωπα της καθημερινής ζωής, με τρόπο που δεν είναι τυχαίος, αλλά δημιουργεί μία συνοχική πλοκή.
Αρκετοί επιστήμονες έχουν υποστηρίξει ότι τα όνειρα συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ενίσχυση της μνήμης. Σύμφωνα με τον Jie Zhang (2005) τα όνειρα συμβάλλουν στην επεξεργασία, κωδικοποίηση και μεταφορά δεδομένων από τη βραχύχρονη μνήμη στη μακρόχρονη, ενώ σύμφωνα με τον Ernest Hartmann (2011) βασική λειτουργία των ονείρων είναι η σύνδεση παλιών μνημονικών δεδομένων με καινούργια και η αναδιοργάνωση της μνήμης που καθοδηγείται από το συναίσθημα. Άλλη θεωρία σχετικά με τα όνειρα και τη μνήμη είναι αυτή του Robert Stickgold (2001), ο οποίος αναφέρει πως οι παράλογες τοποθεσίες, χαρακτήρες και ροή των ονείρων βοηθούν τον εγκέφαλο να ενδυναμώσει τη σημασιολογική μνήμη, δηλαδή τη μνήμη μας για έννοιες, αρχές και γενικές γνώσεις για τον κόσμο που δεν συνοδεύεται από πληροφορίες για το πότε ακριβώς ή πως αποκτήθηκαν.
Άλλη μία άποψη για τα όνειρα που έχει υποστηριχθεί από αρκετούς επιστήμονες είναι ότι βοηθούν στην επεξεργασία και ρύθμιση των συναισθημάτων. Κατά τη διάρκεια του ύπνου, τα συναισθηματικά κέντρα του εγκεφάλου είναι ιδιαίτερα ενεργά, κάτι που υποδεικνύει πως το συναίσθημα επηρεάζει πάρα πολύ τα όνειρα. Σύμφωνα με τον Martin Seligman (1987) τα όνειρα επεξεργάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό συναισθηματικά συμβάντα και αναμνήσεις που είναι σημαντικά για εμάς σε σχέση με όσα δεν είναι. Επιπλέον τα όνειρα είναι πιθανό να βοηθούν στη ρύθμιση της διάθεσης και του συναισθηματικού ελέγχου απέναντι σε καταστάσεις που μας δημιουργούν δυσφορία, μία άποψη που ενστερνίστηκε και ο Freud. Τέλος σύμφωνα με τον Stickgold (2009), όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε ένα όνειρο που είδαμε, προσπαθούμε να κατανοήσουμε καλύτερα εσωτερικές συναισθηματικές συγκρούσεις στις οποίες μπορεί να μην είχαμε πρόσβαση με άλλο τρόπο. Οι παραπάνω θεωρίες ίσως εξηγούν το λόγο που πάρα πολλά όνειρά μας έχουν ένα αρνητικό συναισθηματικό περιεχόμενο.
Πολλοί ερευνητές έχουν προτείνει πως τα όνειρα εξασκούν τη γνωστική ικανότητα της επίλυσης προβλημάτων. Σύμφωνα με τους Greenberg και Pearlman (1975) τα όνειρα συχνά σχετίζονται με άλυτα προβλήματα της καθημερινότητας και δεν μοιάζει περίεργο ο εγκέφαλος να προσπαθεί να μας δώσει μία άλλη οπτική για να τα επιλύσουμε, βοηθώντας μας έτσι να σκεφτούμε πιο δημιουργικά και ανοιχτόμυαλα. Αυτό συμβαίνει καθώς τα όνειρα απομακρύνονται από τη κοινή λογική σκέψη προς μία περισσότερο εσωτερική λογική η οποία βασίζεται πιο έντονα στο συναίσθημα. Ο Patrick McNamara (2002) διατύπωσε πως τα όνειρα θα μπορούσαν να αποτελούν μία διαδικασία μάθησης εκ του αποτελέσματος. Θεώρησε ότι μας προετοιμάζουν καλύτερα για την αντιμετώπιση απειλών στη καθημερινή ζωή, προσομοιώνοντας διαφορετικούς τρόπους διαχείρισης των καταστάσεων που παραβιάζουν τις νόρμες της σκέψης και τεστάρουν σενάρια του τύπου “τι θα γινόταν αν”. Φαίνεται λοιπόν πως οι παραπάνω απόψεις προσδίδουν στοιχεία στο λόγο που έχουμε περισσότερα όνειρα που προκαλούν δυσφορία ή φόβο, καθώς σε καταστάσεις απειλητικές είναι που χρειαζόμαστε ιδιαίτερα αποτελεσματικούς μηχανισμούς επίλυσης προβλημάτων.
Ένα λιγότερο συχνό ονειρικό φαινόμενο που ονομάζεται συνειδητό όνειρο (lucid dream) λαμβάνει μέρος όταν τα άτομα καταλαβαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου πως ονειρεύονται. Ως αποτέλεσμα τα άτομα αναφέρουν ότι έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν και να ελέγχουν συνειδητά τον κόσμο του ονείρου και σύμφωνα με έρευνες μπορούν ακόμη και να ενημερώσουν την ώρα που κοιμούνται τους ερευνητές στο εργαστήριο ότι βλέπουν ένα συνειδητό όνειρο, κάνοντας ένα σήμα με τους μύες τους που έχει προαποφασιστεί πριν πέσουν για ύπνο. Κατά τη διάρκεια ενός συνειδητού ονείρου μελέτες απεικόνισης του εγκεφάλου έχουν δείξει πως περιοχές του φλοιού που σχετίζονται με λειτουργίες όπως η λογική σκέψη, η αυτοπαρατήρηση, η λήψη αποφάσεων και η συνειδητή επεξεργασία πληροφοριών είναι ιδιαίτερα ενεργές, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του ύπνου δεν είναι ενεργές. Τα άτομα που έχουν συνειδητά όνειρα συχνά αναφέρουν πως πρόκειται για μία διαδικασία που συμβάλει στη ψυχική τους ευεξία, στη μείωση των εφιαλτών, στη διασκέδαση κατά τη διάρκεια του ύπνου αλλά και στην αυτογνωσία, καθώς πολλοί τα θεωρούν μία πνευματική εμπειρία παρόμοια με τον διαλογισμό.
Συμπερασματικά τα όνειρα φαίνεται πως εξυπηρετούν κάποιους σκοπούς και δε πρόκειται για μία τυχαία διαδικασία που συμβαίνει χωρίς λόγο. Όπως προαναφέρθηκε συμβάλλουν στην εξέλιξη και ενδυνάμωση των γνωστικών λειτουργιών (μνήμη, διαχείριση συναισθημάτων, επίλυση προβλημάτων, δημιουργική σκέψη) και με αυτό το τρόπο διατηρούν την έννοια του εαυτού απαρτιώνοντας ενδεχομένως ασυνείδητες και συνειδητές πτυχές του ψυχισμού. Ο ρόλος τους στην ενίσχυση αυτών των λειτουργιών πιθανόν συμβάλλει στη κοινωνική συμπεριφορά και νόηση, αφού οι γνωστικές αυτές λειτουργίες σχετίζονται πολύ έντονα με την επίλυση συγκρούσεων και τη κοινωνική κρίση, που αναμφίβολα είναι εξαιρετικής σημασίας όχι μόνο στη σύγχρονη εποχή αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια εξέλιξης του ανθρώπινου είδους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Baird, B., Mota-Rolim, A. S., & Dresler, M. (2019). The cognitive neuroscience of lucid dreaming. Neuroscience & Biobehavioral Reviews, 100, 305-323. https://doi.org/10.1016/j.neubiorev.2019.03.008
Franklin, S. M., Zyphur, J. M. (2005). The Role of Dreams in the Evolution of the Human Mind. Evolutionary Psychology, 3, 59-78. https://psycnet.apa.org/doi/10.1177/147470490500300106
Hoss, J. R. (2013). The Neuropsychology of Dreaming: Studies and Observations. Published online by author.
McNamara, P., Andresen, J., Arrowood, J., & Messer, G. (2002). Counterfactual Cognitive Operations in Dreams. Dreaming, (12)3, 121-133. https://doi.org/10.1023/A:1020181607842
Pinel, P. J. J. (2011). Ύπνος, Όνειρα και Κιρκαδιανοί Ρυθμοί. Σε Α. Καστελλάκης & Σ. Γιακουμάκη (Επιμ.), Βιοψυχολογία (σελ. 396-399). Αθήνα: Εκδόσεις Έλλην.