Τι είναι η Δυσπραξία;
Η Δυσπραξία είναι μία διαταραχή που ανήκει στην κατηγορία των αναπτυξιακών διαταραχών. Η εμφάνισή της έχει αντίκτυπο κυρίως στην ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων και εκδηλώνεται ως μια διακριτή εξασθένιση των μηχανισμών της πράξης. Δύναται να επηρεάζει την ικανότητα του σχεδιασμού, της οργάνωσης και του συντονισμού των κινήσεων με αποτέλεσμα την πρόκληση δυσκολιών στο λόγο και την κίνηση. Πρόκειται για μια διαδεδομένη διαταραχή που κάνει την εμφάνισή της συχνά στη σχολική κοινότητα, καταλαμβάνοντας το ποσοστό του 6% του πληθυσμού των παιδιών.
Ως ταυτόσημοι χρησιμοποιούνται οι όροι: σύνδρομο αδέξιου παιδιού, και αναπτυξιακή δυσπραξία, καθώς και ο περιφραστικός όρος παιδιά με αντιληπτικο-κινητικές δυσκολίες. Η Αμερικανική Ψυχιατρική εταιρία έρχεται να δώσει τον ‘επίσημο’ ορισμό υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μια διαταραχή με κύριο χαρακτηριστικό σοβαρή βλάβη στην ανάπτυξη του κινητικού συντονισμού, μόνο εάν η βλάβη επηρεάζει σημαντικά τα ακαδημαϊκά επιτεύγματα ή τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής και χωρίς να οφείλεται σε κάποια ιατρική κατάσταση. Επίσης, τα κριτήρια για την εν λόγω διαταραχή δεν πληρούνται εάν υπάρχει νοητική καθυστέρηση ή κάποια άλλη σωματική ανεπάρκεια.
Οι εκδηλώσεις της διαταραχής ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία και την ανάπτυξη. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι τα περισσότερα παιδιά με δυσπραξία έχουν φυσιολογική νοημοσύνη. Πολλές από τις συγκεκριμένες μαθησιακές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, δεν οφείλονται στη γνωστική καθυστέρηση αλλά σε συγκεκριμένα προβλήματα που αφορούν την οργάνωση και επεξεργασία των εισερχόμενων πληροφοριών στον εγκέφαλο. H δυσπραξία μπορεί να διακριθεί σε τρεις κύριους τύπους:
- Δυσπραξία με προβλήματα στον συντονισμό των σωματικών κινήσεων και σε τομείς όπως γραφή, ντύσιμο, περπάτημα κ.τ.λ.
- Λεκτική δυσπραξία, με προβλήματα που παρουσιάζονται στον λόγο και συγκεκριμένα στην παραγωγή ομιλίας. Συνήθως αυτά τα παιδιά μιλούν αργά και με συχνές παύσεις.
- Δυσπραξία με προβλήματα στις κινήσεις του στόματος και της γλώσσας και δυσκολίες με το φαγητό και την κατάποση.
Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της Δυσπραξίας;
Οι πρώτες ανησυχητικές ενδείξεις που αφορούν την κίνηση αρχίζουν να εμφανίζονται στη νηπιακή ηλικία και συνεχίζονται, όταν το παιδί ξεκινήσει το σχολείο. Στην νηπιακή ηλικία παρατηρούμε το παιδί να καθυστερεί να κατακτήσει κινητικά ορόσημα όπως το περπάτημα, βαδίζει πολύ λίγο ή και καθόλου, αργεί να μπουσουλίσει και δυσκολεύεται στο ανέβασμα της σκάλας. Επιπροσθέτως, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους τα παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον τομέα της λειτουργικής ενασχόλησης που αφορά δραστηριότητες αυτοσυντήρησης και δραστηριότητες καθημερινής ζωής. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν δεν τους επιτρέπουν να ανεξαρτητοποιηθούν εφόσον είναι αναγκαίες για την φροντίδα του εαυτού και την κοινωνική αλληλεπίδραση, επικοινωνία και κινητικότητα. Μερικά από τα συμπτώματα που μπορούν να εμφανιστούν ανά τομέα λειτουργικής ενασχόλησης είναι:
Αυτοεξυπηρέτηση: Ο τομέας της αυτοεξυπηρέτησης είναι σημαντικός για την αυτονομία του παιδιού και για την μετέπειτα ζωή του ως ενήλικας. Ένα παιδί με δυσπραξία συχνά καθυστερεί να κατακτήσει δεξιότητες για την εκτέλεση δραστηριοτήτων που αφορούν την προσωπική υγιεινή. Επιπλέον δυσκολίες παρουσιάζονται στις δραστηριότητες που αφορούν τη σίτιση, όπως μάσηση και κατάποση, καθώς και την εκμάθηση δεξιοτήτων ένδυσης/υπόδυσης, λόγω μειωμένης λεπτής κινητικότητας.
Λόγος και ομιλία: Τα παιδιά με δυσπραξία παρουσιάζουν καθυστέρηση στην κατάκτηση του λόγου, παρά το καλό επίπεδο κατανόησης του, σε σύγκριση με παιδιά ίδιας ηλικίας. Η ομιλία τους δεν είναι εντελώς σαφής και κατανοητή, τα λάθη αυξάνονται ανάλογα με το μήκος και την πολυπλοκότητα της λέξης που θα εκφέρουν.
Παιχνίδι: Τα παιδιά με δυσπραξία παρουσιάζουν δυσκολίες όσο αφορά το παιχνίδι και πιο συγκεκριμένα σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τρέξιμο, άλματα και ισορροπία. Δυσκολεύονται να χειριστούν το ποδήλατο και αποφεύγεται το σκαρφάλωμα και τα κατασκευαστικά παιχνίδια όπως τουβλάκια και πάζλ.
Δευτερεύουσες συμπεριφορές: Οι δευτερεύουσες συμπεριφορές απορρέουν από το αίσθημα αποτυχίας που συχνά αισθάνεται ένα παιδί με δυσπραξία. Χαρακτηριστική είναι η μειωμένη αυτοπεποίθηση καθώς και η έλλειψη αυτοεκτίμησης, με αποτέλεσμα να αποφεύγει συγκεκριμένες δραστηριότητες που απαιτούν κινητικό συντονισμό.
Tο σχολικό περιβάλλον: Το παιδί με δυσπραξία εμφανίζει ακαδημαϊκές δυσκολίες στην αριθμητική, την ορθογραφία και το γραπτό λόγο. Συχνά αποφεύγει να συμμετέχει σε δραστηριότητες ή παιχνίδια που απαιτούν κινητικό συντονισμό, παρουσιάζει δυσκολίες στο λόγο, την συγκέντρωση, την προσοχή και δυσκολεύεται στην επικοινωνία και οργάνωση στο βαθμό που τα καταφέρνουν οι συνομήλικοι του.
Η δυσπραξία δεν αποτελεί μια διαταραχή που εξαλείφεται στο βάθος των χρόνων. Τα παιδιά με δυσπραξία στο μέλλον λαμβάνουν το ρόλο του ενήλικα με δυσπραξία. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαταραχή η οποία δεν θεραπεύεται αλλά δύναται να μειωθεί σε ένταση κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής. Η αντιμετώπιση των δυσκολιών, αφού γίνει η διάγνωση, γίνεται από ειδικούς, πάντα με τις κατάλληλες και εξειδικευμένες ασκήσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κάθε ατόμου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Addy, L. (2003). How to Understand and Support Children with Dyspraxia. Nottingham, UK: LDA.
Baxter, P. (2011). Developmental coordination disorder and motor dyspraxia. Developmental Medicine & Child Neurology, 54(1), 3-3.
Eckersley, J. (2010). Coping with Dyspraxia. London: SPCK
Kirby, A., Peters, L. (2012). 100 ideas for Supporting Pupils with Dyspraxia and DCD. New York: Continuum International Publishing Group.
Miyahara, M., & Möbs, I. (1995). Developmental dyspraxia and developmental coordination disorder. Neuropsychology Review, 5(4), 245-268.