Το μωρό δεν υπάρχει από μόνο του, είναι μέρος μίας σχέσης.
Μητέρα, μαμά, μανούλα…μία λέξη τόσο μικρή, μία λέξη, όμως, τόσο απέραντα δυνατή. Από την αρχαιότητα, η μητέρα θεωρείτο το πρόσωπο που είχε ως κύριο ρόλο την ανατροφή των παιδιών. Η προσοχή εστιαζόταν κατά κύριο λόγο στη σίτιση του παιδιού και δεν δινόταν καμία σημασία στη συναισθηματική ανάπτυξη μεταξύ μητέρας και παιδιού. Σήμερα αναγνωρίζουμε ότι η παρουσία της μητέρας (ή η απουσία της), επηρεάζει σε πολύ σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη του παιδιού. ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του, όπου όλα είναι κρίσιμα και καθοριστικά για τη μετέπειτα ζωή του.
Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους συμβάλλει στην προσωπικότητα και τον χαρακτήρα που θα αναπτύξει το παιδί στο μέλλον. Η σχέση μας με το κύριο πρόσωπο φροντίδας, είναι το πιο βασικό συστατικό για μία υγιή σχέση.
Μια από τις σπουδαιότερες θεωρίες που έχουν αναπτυχτεί αναφορικά με τη συναισθηματική σχέση μεταξύ της μητέρας και του βρέφους είναι αυτή του Bowlby (1969).
Η θεωρία αυτή αναφέρεται στη συναισθηματική σχέση που δημιουργούν τα παιδιά με τα άτομα που τα φροντίζουν ή, με άλλα λόγια, στην τάση του βρέφους και του μικρού παιδιού να στηρίζεται στον γονέα ή το πρόσωπο φροντίδας του για ασφάλεια, παρηγοριά, υποστήριξη όταν βιώνει φόβο, στρες ή ασθένεια (θεωρία δεσμού).
Η έρευνα για τη συγκεκριμένη θεωρία βασίστηκε στο έργο της Mary Ainsworth, σε παρατηρήσεις, δηλαδή, ζευγαριών μητέρας-βρέφους και στον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι μητέρες με τα βρέφη στη διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου χρόνου της βρεφικής ηλικίας.
Ο δεσμός αυτός εκδηλώνεται με οργανωμένες και συστηματικές συμπεριφορές οι οποίες πυροδοτούνται από την εμφάνιση μιας δυνητικής απειλής ή ενός στρεσογόνου παράγοντα. Στόχος τους είναι η επιλεκτική εγγύτητα με ένα πρόσωπο φροντίδας.
Οι παραπάνω συμπεριφορές διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες: η σηματοδότηση/επικοινωνία, δηλαδή το κλάμα του βρέφους για να καταλάβει η μητέρα ότι την καλεί το παιδί της, η προσέγγιση, δηλαδή το μπουσούλημα ή το περπάτημα προς το μέρος της μητέρας, η διατήρηση επαφής δηλαδή το γάντζωμα πάνω στη μητέρα και τέλος. η παρακολούθηση του περιβάλλοντος και της διαθεσιμότητας του προσώπου φροντίδας. Αξίζει να τονιστεί, ότι μέσα από τις σχέσεις δεσμού, τα παιδιά αναπτύσσουν εσωτερικά μοντέλα που καθοδηγούν τη σκέψη, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά τους. Επιπλέον, ενδεχόμενες σοβαρές δυσκολίες ή ανεπάρκειες κατά τη διαμόρφωση και την εγκατάσταση του μακροπροθέσμου συναισθηματικού δεσμού, οδηγούν σε διαταραχές δεσμού αργότερα.
Η διαδικασία για την εύρεση και διάκριση των συναισθηματικών δεσμών έγινε σε μια εργαστηριακή αίθουσα παιχνιδιού. Το παιδί παρατηρείται σε τέσσερα χρονικά στάδια: όταν η μητέρα είναι παρούσα, όταν μένει μόνο του με έναν ξένο, όταν μένει εντελώς μόνο του και όταν ξανά συναντιέται με τη μητέρα του. Ο σκοπός της έρευνας ήταν να παρατηρηθεί η συμπεριφορά και η αντίδραση του παιδιού σε κάθε ένα από τα παραπάνω χρονικά στάδια. Οι αντιδράσεις του παιδιού κωδικοποιούνται, βαθμολογούνται και ταξινομούνται σε τέσσερις τύπους δεσμού.
Ο πρώτος τύπος δεσμού είναι ο ασφαλής δεσμός, όπου το παιδί αξιοποιεί τον γονέα ως μια ασφαλή βάση για εξερεύνηση του περιβάλλοντος και ως πηγή παρηγοριάς όταν χρειάζεται. Όταν η μητέρα είναι παρούσα, το παιδί παίζει άνετα με τα παιχνίδια του στην αίθουσα παιχνιδιού και αντιδρά θετικά όταν μένει του με τον ξένο. Όταν η μητέρα φεύγει από το δωμάτιο, αναστατώνεται εμφανώς, φωνάζει και αδυνατεί να παρηγορηθεί από τον ξένο. Το παιδί έχει ξεκάθαρη επίγνωση, επομένως, της απουσίας της μητέρας του κατά τον αποχωρισμό. Κατά την ανεύρεση, την υποδέχεται προσεγγίζοντας την με χαμόγελο, με κάποιο νεύμα ή λεκτική έκφραση, σκαρφαλώνει στην αγκαλιά της και συνεχίζει το παιχνίδι με ηρεμία. Αυτή η επαφή, είναι ανακουφιστική και το παιδί νιώθει ξανά ασφάλεια. Αυτός ο τύπος δεσμού αντανακλά υγιή ισορροπία μεταξύ της επιθυμίας να είναι το παιδί σε στενή επαφή με τη μητέρα και της επιθυμίας για διερεύνηση του περιβάλλοντος. Το ποσοστό του ασφαλούς δεσμού ή ασφαλούς προσκόλλησης αγγίζει το 65% του πληθυσμού.
Εν συνεχεία, υπάρχει ο ανασφαλής δεσμός- όπου το παιδί φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για το περιβάλλον παρά για τον γονέα, αδιαφορεί για το πού κάθεται η μητέρα. Όταν η μητέρα το αποχωρίζεται, ενδέχεται να κλάψει, δεν είναι όμως σίγουρο. Σε περίπτωση που κλάψει, ο ξένος μπορεί να τα καθησυχάσει, σε αντίθεση με τον ασφαλή δεσμό. Όταν επιστρέφει στο δωμάτιο η μητέρα, το παιδί αγνοεί ή αποφεύγει την επαφή μαζί της.
Ο αμφιθυμικός δεσμός αναφέρεται στον τύπο παιδιών που προτιμούν να διατηρήσουν την επαφή με την γονέα παρά να εξερευνήσουν το περιβάλλον και να παίξουν με τα παιχνίδια τους, άλλα αισθάνονται άγχος ακόμη και όταν είναι κοντά σε αυτές. Αναστατώνονται όταν η μητέρα αποχωρεί από το δωμάτιο, αλλά δεν ηρεμούν όταν εκείνη επιστρέφει.
Ο τελευταίος τύπος δεσμού είναι ο αποδιοργανωμένος, ο οποίος αναφέρεται σε όποια παιδιά δεν έχουν οργανωμένο τρόπο να αντιμετωπίσουν το στρες που αισθάνονται. Μερικά παιδιά κλαίνε πολύ δυνατά όταν προσπαθούν να ανέβουν στην αγκαλιά της μητέρας τους, άλλα παιδάκια μπορεί να αρνούνται να την κοιτάξουν, άλλα παιδιά περιμένουν στην πόρτα όταν φεύγει και κάποια άλλα απομακρύνονται όταν επιστρέφει.
Μακροπρόθεσμα, με την πάροδο του χρόνου, έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά που αναπτύσσουν ασφαλή δεσμό παρουσιάζουν συνεργασία με τους γονείς, συμμορφώνονται καλυτέρα σε κανόνες και οδηγίες. Επίσης, αντλούν ευχαρίστηση μέσα από την ενασχόληση με αγαπημένες δραστηριότητες, δε θυμώνουν εύκολα και έχουν την ικανότητα να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους. Επιπλέον, εμφανίζουν περιέργεια και δίψα για μάθηση, θέτουν στόχους στη ζωή τους, δημιουργούν σχέσεις και φιλίες, εμφανίζουν ενσυναίσθηση και κατανόηση προς τους άλλους.
Όσον αφορά τα παιδιά με ανασφαλή δεσμό, αυτά συνδέονται με αρνητικά συναισθήματα και συμπεριφορές: θυμώνουν και αντιδρούν εύκολα, είναι κοινωνικά και συναισθηματικά αποτραβηγμένα, αναπτύσσουν λιγότερες φιλίες, έχουν χαμηλή αυτογνωσία. Ακόμη, παρουσιάζουν εχθρική και επιθετική συμπεριφορά.
Γίνεται, επομένως, σαφές ότι η σχέση που αναπτύσσεται, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του βρέφους με το κύριο πρόσωπο φροντίδας, που είναι συνήθως η μητέρα, διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα ζωή του. Επηρεάζει τη συμπεριφορά και τη στάση του, διαμορφώνει τη προσωπικότητα του.
Επομένως, προτείνεται η ζεστασιά, η αγάπη, η φροντίδα, η ψυχολογική υποστήριξη στα βρέφη και στα παιδιά για να τα προστατεύουμε και να μεγαλώσουν με τον καλύτερο και όσο πιο υγιή δυνατό τρόπο. Να μη ξεχνάμε, όμως, και τις μανούλες που δίνουν όλο τους το είναι για τη φροντίδα και το μεγάλωμα του παιδιού. Και ας μη ξεχνάμε,
Υγιή βρέφη, υγιείς ενήλικες!!
Βιβλιογραφία:
Ψυχοπαθολογία, A. KRING, G. DAVINSON, J. NEALE, S.JOHNSON
Σύγχρονη ψυχιατρική παιδιού και εφήβου, ΓΕΡ. ΚΟΛΑΊΤΗΣ & Συγγραφείς
Η ανάπτυξη των παιδιών, C. LIGHTFOOT, M. COLE- S.R. COLE
Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων Αναπτυξιακή προσέγγιση, Ευθύμιος Κάκουρος, Κατερίνα Μανιαδάκη.