Στη διάρκεια της ζωής μας ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες με τον θάνατο, καθώς αποτελεί την φυσική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Κάποιες φορές ενδέχεται να τον αναμένουμε, όταν π.χ. κάποιος είναι βαριά άρρωστος, ενώ κάποιες άλλες φορές έρχεται εντελώς ξαφνικά, μας βρίσκει απροετοίμαστους και απροετοίμαστες. Σε κάθε περίπτωση, ένας θάνατος μέσα στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον διαταράσσει την καθημερινότητά μας και μας αναγκάζει να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες. Για την προσαρμογή μας σε αυτή τη νέα καθημερινότητα χρειάζεται να περάσουμε από τα διάφορα στάδια του θρήνου, καθώς και να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο για τη διατήρηση των ισορροπιών μας μετά την απώλεια.
Αρχικά, θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών πένθος και θρήνος. Με την έννοια πένθος αναφερόμαστε στην ψυχολογική διεργασία, την φυσιολογική αντίδραση των ανθρώπων που χάνουν έναν δικό τους άνθρωπο. Το πένθος περιλαμβάνει μία σειρά ψυχολογικών, συναισθηματικών, σωματικών και κοινωνικών αντιδράσεων (π.χ. απελπισία, άγχος, ψυχοσωματικά συμπτώματα κλπ.). Από την άλλη πλευρά, ο θρήνος είναι μία καθαρά υποκειμενική κατάσταση και έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο κανείς προσαρμόζεται στην απώλεια. Σε αυτή τη φάση, το άτομο αναζητά και επιθυμεί την «επανένωση» με αυτόν που έχει «φύγει».
Τα στάδια από τα οποία διέρχεται το άτομο που έχει χάσει ένα σημαντικό για εκείνο πρόσωπο είναι τα εξής:
- Η φάση του μουδιάσματος: αυτή η φάση μπορεί να διαρκέσει από μερικές ώρες, έως και κάποιες εβδομάδες. Το άτομο δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του υποχρεώσεις, καθώς το μυαλό του και η σκέψη του είναι απασχολημένα με την απώλεια και αρνείται να δεχτεί την πραγματικότητα. Μπορεί να υπάρχουν ξεσπάσματα θυμού και στενοχώριας.
- Η φάση της επιθυμίας και της αναζήτησης της χαμένης φιγούρας, μπορεί να κρατήσει από κάποιες εβδομάδες έως και μήνες. Το στάδιο αυτό σχετίζεται με μία εσωτερική πάλη που βιώνει το άτομο, καθώς η ανάγκη για τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας της απώλειας συγκρούεται με την ανάγκη για την επιστροφή του χαμένου προσώπου.
- Η φάση της αποδιοργάνωσης και της απελπισίας. Το άτομο νιώθει αβοήθητο και συνειδητοποιεί την ασυμφωνία ανάμεσα στον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα (δηλ. το αγαπημένο πρόσωπο έχει «φύγει») και στον κόσμο όπως τον αντιλαμβάνεται το ίδιο (δηλ. ζει με την ψευδαίσθηση της ύπαρξης του χαμένου προσώπου).
- Η φάση της αναδιοργάνωσης. Το άτομο περιέρχεται στην τελική αυτή φάση, στη διάρκεια της οποίας επιτυγχάνεται μία μερική ή ολική αναδιοργάνωση. Πιο συγκεκριμένα, το άτομο προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια, δημιουργώντας έναν καινούργιο εαυτό και μία νέα ταυτότητα και επιστρέφει σταδιακά στην καθημερινότητά του.
Πιο εξελιγμένα στάδια του θρήνου είναι αυτό του μετασχηματισμού και αυτό της πραγμάτωσης. Η φάση του μετασχηματισμού αναφέρεται στην ψυχολογική αποσύνδεση από το άτομο που έχει πεθάνει και στη συνειδητοποίηση ότι ο εαυτός συνδέεται πλέον με την αγάπη και όχι με το ίδιο το άτομο, όπως όταν αυτό βρισκόταν εν ζωή. Η φάση της πραγμάτωσης σχετίζεται με μία διαδικασία ωρίμανσης, στη διάρκεια της οποίας κανείς δεν εστιάζει, πλέον, στην απώλεια αυτή καθαυτή, αντιθέτως, επικεντρώνεται στον εαυτό του, αναπτύσσει το δυναμικό του και μαθαίνει να ζει με τον καινούργιο του εαυτό.
Εκτός από αυτά τα στάδια, από τα οποία περνά ξεχωριστά το κάθε άτομο, η οικογένεια ως σύνολο θα πρέπει να βρει τρόπους ώστε, μετά την απώλεια, να μπορέσει να διατηρήσει τη δομή της και τη συνέχειά της στο χρόνο. Οι τρόποι για τη διατήρηση αυτής της ομοιόστασης είναι πολλοί και κανείς επιλέγει εκείνους ή εκείνον που θεωρεί περισσότερο κατάλληλο. Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι η «αντίδραση της επετείου», τα άτομα σε αυτή την περίπτωση θυμούνται και επιδίδονται σε τελετουργίες, κατά τη διάρκεια σημαντικών ημερομηνιών που σηματοδοτούν είτε τα γενέθλια του ατόμου που έχει χαθεί είτε την ημέρα που «έφυγε» από τη ζωή, είτε, γενικότερα, οποιαδήποτε ημερομηνία θεωρούν σημαντική και θέλουν να την τιμούν με κάποιο τρόπο. Ένας άλλος τρόπος διατήρησης της ομοιόστασης είναι η «μετατόπιση των συναισθημάτων». Τα άτομα σε αυτή τη φάση προσπαθούν, μέσω της μετατόπισης των συναισθημάτων του θυμού και των ενοχών που νιώθουν, να βρουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο, έναν άνθρωπο ή και έναν οργανισμό (πχ τον θεράποντα ιατρό ή και το ίδιο το νοσοκομείο), οποιονδήποτε στον οποίο μπορούν να επιρρίψουν τις ευθύνες για τον θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου. Αυτό λειτουργεί ως ένας μηχανισμός άμυνας, ο οποίος βοηθάει την οικογένεια να κρατηθεί ενωμένη, καθώς ο «φταίχτης» είναι κάποιος άλλος, δηλαδή η ευθύνη του θανάτου μετατοπίζεται σε κάποιον εξωτερικό παράγοντα.
Επιπλέον, σε αρκετές οικογένειες παρατηρούνται τα λεγόμενα «οικογενειακά μυστικά», δηλαδή τα μέλη της οικογένειας αποφεύγουν να μιλούν για το συμβάν του θανάτου του αγαπημένου τους προσώπου, διότι φοβούνται να εκφράσουν ανοιχτά τα συναισθήματά τους ή γιατί μεταφράζουν το συμβάν του θανάτου ως τιμωρία για κάποια δικιά τους αμαρτία. Με αυτόν τον τρόπο, ανεξάρτητα από το εάν στην πραγματικότητα επιβαρύνονται περισσότερο, διατηρούν τις ισορροπίες και τη δομή της οικογένειας. Ένας ακόμη πιο παθολογικός τρόπος διατήρησης της ισορροπίας είναι «η εμφάνιση σωματικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων», καθώς και συμπτωμάτων παρόμοιων με εκείνων που προκάλεσαν τον θάνατο ή που βίωνε το άτομο την περίοδο πριν τον θάνατό του. Τέτοια συμπτώματα μπορεί να είναι η εμφάνιση διαταραχών, όπως η αγοραφοβία, οι πονοκέφαλοι, η κόπωση, η απώλεια της όρεξης, οι ζαλάδες, οι εφιάλτες, οι ταχυκαρδίες, γυναικολογικά προβλήματα, η ανορεξία κλπ. Ενδέχεται, επίσης, να παρατηρηθούν αλλαγές στη συμπεριφορά, δηλαδή τα άτομα να είναι πιο αντικοινωνικά, να παλιμπαιδίζουν ή ακόμα και να έχουν αυτοκτονικές τάσεις. Μία ακόμα τακτική, που συχνά ακολουθείται από οικογένειες οι οποίες έχουν «χάσει» κάποιο παιδί, είναι αυτή της «αντικατάστασης/αναπλήρωσης». Οι γονείς ενδέχεται να υιοθετήσουν ένα παιδί ή να προσπαθήσουν να κάνουν ένα δικό τους· ο σκοπός είναι να αντικατασταθεί το παιδί που έχει πεθάνει με την εμφάνιση ενός νέου. Ο κίνδυνος που εγκυμονεί μία τέτοια απόφαση είναι να καλυφθεί ο θρήνος των γονιών με τον ερχομό του νέου παιδιού και να μην μπορέσει να εκφραστεί σωστά, δηλαδή με το να περάσει από όλα τα προαναφερθέντα στάδια. Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει τη συσσώρευση του θρήνου, ο όποιος, όταν εκφραστεί, μπορεί να καταστρέψει τη σχέση γονιού και (νέου) παιδιού, αφού αυτή θα βασίζεται σε σαθρά και παθολογικά θεμέλια.
Συμπερασματικά, η εμπειρία του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου αποτελεί από μόνης της ένα πολύ βαθύ τραύμα, το οποίο δεν μπορεί, σχεδόν ποτέ, να ξεπεραστεί ολοκληρωτικά. Πάντα θα υπάρχουν στη θύμηση μας εκείνοι που έφυγαν, εκείνοι που δεν θα είναι μαζί μας στις χαρές και τις λύπες μας, εκείνοι που δεν θα είναι κοντά μας, τουλάχιστον με τη φυσική παρουσία τους. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει και ο Parkes, το πένθος είναι μία αρρώστια και οι περισσότεροι άνθρωποι που υποφέρουν από κάποια μεγάλη απώλεια, καταλήγουν να ανακτούν δύναμη ή αλλιώς ανάρρωση, αποδοχή και επανένταξη.
Βιβλιογραφία:
- Bowlby-West, L. (1983). The impact of death on the family system. Journal of Family Therapy, 3(5), 279-294.
- https://www.therapia.gr/thlipsi-kai-penthos/