«Πώς με βλέπουν οι άλλοι;»! Ο καθένας μας θέλει να φαίνεται αρκετά καλός στους γύρω του, να πετυχαίνει στα πράγματα που κάνει, να έχει μια γενικά καλή απόδοση. Άραγε, αυτό μπορεί να πάψει να είναι βοηθητικό και να μετατραπεί σε μη λειτουργικό; Όταν αρχίζουμε να βάζουμε υπερβολικά υψηλά στάνταρ στον εαυτό μας, κυνηγώντας το τέλειο και αδυνατώντας να δεχτούμε τίποτα λιγότερο από αυτό, τότε μιλάμε πλέον για την κλινική τελειοθηρία. Προκαλείται δυσφορία στο άτομο και δυσλειτουργία στην καθημερινότητά του. Ας δούμε, όμως, την περίπτωση αυτή λίγο πιο αναλυτικά.
Η τελειοθηρία / τελειομανία είναι μια κατάσταση στην οποία το άτομο έχει μια άκαμπτη εμμονή σε μη ρεαλιστικά, υψηλά και ανελαστικά κριτήρια σχετικά με επιδιώξεις γύρω από τον εαυτό και τους άλλους. Αυτή η εμμονή συνοδεύεται από έντονο φόβο για λάθη, σύγκριση με διάφορα πρότυπα, συνεχή αίσθηση αμφιβολίας για το κατά πόσο μια επίδοση ήταν πράγματι ικανοποιητική, ακρίβεια και τάξη, αλλά και αναβλητικότητα: μια πράξη είναι καλύτερο να αποφεύγεται από το να ολοκληρώνεται με μη ικανοποιητικό τρόπο. Από κάποιους περιγράφεται ως «η τυραννία των πρέπει». Κεντρική πεποίθηση των ατόμων με τελειομανία είναι: «για να έχω αξία, θα πρέπει να είμαι τέλειος». Το άτομο κινείται προς έναν στόχο ορμώμενο από ένα φόβο αποτυχίας, παρά από μια ανάγκη για επίτευξη. Επικεντρώνεται σε αυτό που είναι λάθος και σπάνια σε ό,τι είναι σωστό. Ακόμη και μία λεπτομέρεια να έχει παραληφθεί, του στερεί την ικανοποίηση ότι ένα έργο διεκπεραιώθηκε επιτυχώς. Ζει τη ζωή του «σαν να ήταν επιθεωρητής στο τέλος μίας γραμμής παραγωγής», καθώς πιστεύει ότι κρίνεται από αυτό που κάνει και όχι για αυτό που είναι.
Είναι πιθανόν η τελειοθηρία να ξεκινά ανταμείβοντας ένα άτομο, αλλά στην πορεία να γίνεται δυσλειτουργική για διαφόρους λόγους. Πρώτον, με την πάροδο του χρόνου η τελειοθηρική συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες, όπως κόπωση και μείωση της συγκέντρωσης. Δεύτερον, αν μια τελειοθηρική συμπεριφορά δεν οδηγήσει στην ικανοποίηση ενός πολύ υψηλού στόχου, όπως η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, το άτομο μπορεί να αποπειραθεί να κυνηγήσει έναν ακόμα πιο υψηλό στόχο με δυσχερή κατάληξη. Τέλος, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε επιτευχθεί κάτι μπορεί να έχουν αλλάξει, καθιστώντας δύσκολη, ακόμα και αδύνατη, την επανάληψη της επιτυχίας.
Οι τελειοθηρικές συμπεριφορές δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος με την πάροδο των χρόνων ενεργοποιείται αυτόματα: (α) Το άτομο θέτει μη ρεαλιστικούς στόχους σχετικά με ένα έργο. (β) Αποτυγχάνει στην επίτευξη τους, γιατί οι στόχοι είναι εξαρχής αδύνατο να επιτευχθούν. (γ) Η συνεχής πίεση για την επίτευξη της τελειότητας και η αναπόφευκτη αποτυχία λόγω λιγοστού χρόνου μειώνει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα. (δ) Το άτομο οδηγείται σε αυτοκατηγορία, η οποία μειώνει την αυτοπεποίθηση και αυξάνει το άγχος. Στο σημείο αυτό, μπορεί να εγκαταλείψει εντελώς τους στόχους του και να θέσει νέους στόχους με βάση την ακόλουθη σκέψη: «αυτή τη φορά θα προσπαθήσω πιο σκληρά και θα πετύχω». Αυτό το σκεπτικό θέτει τον φαύλο κύκλο σε επαναλειτουργία. Μετά από κάθε αρνητική εμπειρία, η τελειοθηρική διάθεση γίνεται εντονότερη. Ακόμη και στην περίπτωση που ένας στόχος έχει επιτευχθεί, τα αρχικά κριτήρια επαναξιολογούνται, θεωρούμενα χαμηλά. Τότε, η ικανοποίηση μειώνεται, μιας και ο στόχος είναι σαν να μην έχει ποτέ επιτευχθεί.
Τα άτομα με τελειοθηρικές τάσεις φαίνεται να έμαθαν από νωρίς ότι οι άλλοι τους αξιολογούν ανάλογα με αυτά που έχουν πετύχει. Συχνά προέρχονται από οικογένειες που λειτουργούσαν ως πρότυπα υποδειγματικών συμπεριφορών, είχαν αυξημένες απαιτήσεις από τα μέλη τους και δεν ικανοποιούνταν ποτέ ολοκληρωτικά από την επίδοσή τους. Οι συγκεκριμένοι γονείς έχουν μεταδώσει στα παιδιά τους, λεκτικά ή μη, την αίσθηση πως η αγάπη κερδίζεται με υψηλές αποδόσεις σε όλα τα επίπεδα. Αποτέλεσμα αυτών είναι πως ακόμα και ως ενήλικες μπορεί να ανησυχούν αρκετά για το αν κατάφεραν τελικά να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των γονιών τους. Η εκτίμηση του εαυτού γίνεται με βάση την αποδοχή των άλλων, δηλαδή η αυτοπεποίθηση βασίζεται κυρίως σε εξωτερικούς παράγοντες. Αυτό τους καθιστά υπερβολικά ευαίσθητους στην κριτική και, προκειμένου να προφυλαχθούν, συνήθως αποφασίζουν ότι το να είναι τέλειοι είναι η μόνη τους άμυνα απέναντι στην απόρριψη. Αναζητούν συνεχώς την αποδοχή και λόγω των σκληρών πεποιθήσεών τους δυσκολεύονται να δεχτούν τον έπαινο και τη θετική ανατροφοδότηση. Τους είναι δύσκολο να δεχθούν ότι μία κατάλληλη αποκάλυψη θα επέτρεπε στους οικείους τους να τους δουν ως πιο γνήσιους και συμπαθείς. Παράλληλα, συχνά έχουν υψηλές προσδοκίες από αυτούς, με αποτέλεσμα να γίνονται επικριτικοί όταν εκείνοι δεν καταφέρνουν να τις ικανοποιήσουν, και χάνουν την εμπιστοσύνη τους. Φυσικό επακόλουθο είναι οι δυσκολίες στην ανάπτυξη εγγύτητας και, τελικά, οι μη ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις.
Επιπρόσθετα, στη σκέψη των τελειοθηρικών συναντάμε και κάποια ακόμα στοιχεία. Ένα από αυτά είναι η λεγόμενη «διπολική / διχότομη σκέψη», όπως ονομάζεται στη γνωσιακή προσέγγιση. Η απόδοσή τους πιστεύουν ότι μπορεί να έχει μόνο δύο επιλογές: ή να είναι τέλεια ή να είναι αποτυχία. Σ’ αυτήν την κατηγορία εντάσσεται και η άποψη του «όλα ή τίποτα». Οτιδήποτε ενδιάμεσο απορρίπτεται. Ακόμη, η σκέψη τους λειτουργεί με βάση την επιλεκτική προσοχή, δηλαδή την παρατήρηση του αρνητικού και την απόρριψη του θετικού. Δίνουν όλη τους την προσοχή στο παραμικρό λάθος που μπορεί να κάνουν και αγνοούν τα θετικά σημεία της απόδοσής τους. Τέλος, είναι πολύ πιθανόν τα άτομα αυτά να έχουν διπλά στάνταρ: άλλα στάνταρ για τον εαυτό τους και άλλα για τους υπόλοιπους, λόγου χάριν οι άλλοι δεν πειράζει να κάνουν κάποιο λάθος στη δουλειά τους αλλά εγώ δεν πρέπει ποτέ να κάνω.
Στην καθημερινότητα, αυτός ο τρόπος σκέψης μπορεί να γίνει εξουθενωτικός. Εφόσον το άτομο μπορέσει να παρατηρήσει τη συμπεριφορά του και ν’ αντιληφθεί, σ’ έναν αρχικό βαθμό, την τελειομανία του τότε μπορεί να αναζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού. Μέσα από την παρέμβαση και τη θεραπευτική σχέση θα είναι πιο εύκολο να επαναπροσδιορίσει την έννοια του τέλειου, να αρχίσει να διαμορφώνει πιο ρεαλιστικά στάνταρ για τη ζωή του και να θέτει με πιο σωστό τρόπο τους στόχους του. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να μάθει ν’ ανταμείβει τον εαυτό του όχι μόνο όταν φτάνει στο τέλειο, αλλά για κάθε βήμα που κάνει προς το καλό.
Μερικές σκέψεις που προτείνονται είναι οι εξής:
• Δεν μπορώ να περιμένω ότι θα ολοκληρώνω πάντοτε οτιδήποτε σχεδιάζω.
• Καλύτερα να συγκεντρωθώ σε αυτά που έχω ήδη κάνει, αντί σε αυτά που δεν έκανα.
• Εάν τα λάθη είναι ανθρώπινα, γιατί εγώ θα πρέπει να αποτελώ εξαίρεση;
• Εάν φοβάμαι σε υπερβολικό βαθμό να κάνω λάθος, υπάρχει τρόπος να ξεπεράσω τη φοβία μου αν δεν επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνει λάθη;
• Ο μόνος σίγουρος τρόπος να μην κάνω λάθη είναι να μην κάνω τίποτα· μήπως αυτό θα ήταν μεγαλύτερο λάθος;
Τέλος, μπορεί το άτομο από μόνο του να κάνει μια μέρα «ατελειότητας – μη τελειότητας». Μια ολόκληρη μέρα να προσπαθεί όσα κάνει να είναι μη τέλεια. Έτσι, θα αρχίσει να συνειδητοποιεί πως ο κόσμος δεν τελειώνει όταν τα πράγματα δεν είναι τέλεια.
Ας μη ξεχνάμε: είμαστε άνθρωποι – κάνουμε λάθη. Όταν αυτές οι στιγμές μη τελειότητας εμφανίζονται, ας πάρουμε μια στιγμή να γελάσουμε με τον εαυτό μας και ας θυμηθούμε πως είναι στην ανθρώπινη φύση μας. Μόνο να μας διδάξουν μπορούν, όχι να μας μειώσουν.
Kανείς δεν είναι τέλειος, γι’ αυτό τα μολύβια έχουν γόμες. | Αγγλική παροιμία.
Perfection is like chacing the horizon. Keep moving. | Neil Gaiman.
And now that you don’ t have to be perfect, you can be good. | John Steinbeck
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Fetzer M. (2017). What’s Wrong With Perfectionism? Ανακτήθηκε στις: 26/11/2020. Διαθέσιμο στο: https://www.tlnt.com/whats-wrong-with-perfectionism/
Λιάκου Α. (2018). Κλινική τελειοθηρία: τι είναι, ποιες συνέπειες έχει και πώς αντιμετωπίζεται. Ανακτήθηκε στις: 24/11/2020. Διαθέσιμο στο: https://www.psychology.gr/obsessive-compulsing-disorder/2984-kliniki-teleiothiria.html
Σπαθάρη Μ. . Παλεύοντας με την τελειομανία. Ανακτήθηκε στις: 24/11/2020. Διαθέσιμο στο: https://www.maryspathari.gr/post/paleuontas-me-tin-teleiomania?fbclid=IwAR1TXcym3GoOpDVPUAJwXUmuZHj-mjY562o09RT_-4gW_jyor5Coqaq2pKA
Παπαδομαρκάκη Ε., Πορτινού Σ. (2012). Κλινική τελειοθηρία και γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία. Ψυχιατρική 23 (1), 2012, 61-71.