Ένα από το μεγαλύτερα μελήματα και ανησυχίες ενός γονέα είναι το πώς θα θέσει όρια στο παιδί του και συγχρόνως πως θα το βοηθήσει να είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο. Συχνά, αυτή η οριοθέτηση φαντάζει να έρχεται σε αντίθεση με την ανεξαρτησία του παιδιού.
Πως μπορεί ένα παιδί που μαθαίνει σε όρια που έχουν θεσπιστεί από άλλους να μπορέσει να πράξει με αυτόνομα με γνώμονα τις προσωπικές του δυνατότητες, λαμβάνοντας και τις ατομικές του ευθύνες;
Αρχικά, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι όσο τα παιδιά αναπτύσσονται και μεγαλώνουν τα όρια πρέπει να υπάρχουν, αλλά και ευέλικτα να αναδιαμορφώνονται ενσωματώνοντας και την οπτική του παιδιού στους νέους «κανόνες», τα «πρέπει» και τα «μη» που ισχύουν.
Στην συνέχεια, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ένα παιδί που έχει μάθει σε κανόνες και όρια, γνωρίζει ότι πρέπει να ακολουθεί κάποιες συγκεκριμένες πρακτικές και να λειτουργεί με κανονιστικές αρχές διότι η ίδια η κοινωνία που εντασσόμαστε θέτει ελευθερίες, υποχρεώσεις, όρια και δικαιώματα.
Ως γονείς έχουμε χρέος να εφοδιάσουμε κατάλληλατο παιδί για το τρόπο που θα αναζητά και θα αναγνωρίζει τις δυνατότητές του, τα όρια και το πεδίο εφαρμογής τους. Έχουμε υποχρέωση να δείξουμε στα παιδιά μας το προσωπικό και απαράβατο χώρο, μέσα στον οποίο λειτουργούμε σύμφωνα με τα θέλω αλλά και τα πρέπει. Σε ένα οριοθετημένο πλαίσιο, στο οποίο έχω συμβάλει για το χτίσιμό του, τα παιδιά μπορούν προστατευμένα να εξερευνήσουν, να δοκιμάσουν, να επιχειρήσουν, να μάθουν και να κατακτήσουν. Μπορούν να γνωρίσουν με βιωματική μάθηση, μια εμπειρία που θα εξελιχθεί σε στάση και τρόπο ζωής ότι τα όρια υπάρχουν για να με προστατεύουν και να προστατεύω. Η ύπαρξη των ορίων δεν συνεπάγεται τιμωρία, αλλά δηλώνει την συνέπεια, την συνέχεια, την παρουσία και την ασφάλεια της βαθύτερης γνώσης των προσωπικών επιθυμιών, των αξιών, των προσδοκιών αλλά και των προσδοκιών επί των προσδοκιών(τι να περιμένω από τους άλλους, σύμφωνα με εκείνα που εγώ θέλω, οριοθετώ και προβάλω ως θέλω).
Άραγε πόσο δύσκολο είναι για έναν άνθρωπο να θέσει όρια; Είτε προσωπικά, είτε σε άλλους;
Η δυσκολία έγκειται στην αδυναμία προσωπικής οριοθέτησης. Θέλοντας να θέσουμε και να καταδείξουμε τα όρια στους άλλους, στα παιδιά μας, οφείλουμε πρώτα να έχουμε εφαρμόσει τα προσωπικά μας όρια στην καθημερινότητα μας. Με αυτό τον τρόπο, τα παιδιά μιμούνται τις ενέργειες των μεγάλων, των σημαντικών τους άλλων και μαθαίνουν με τον πιο εύκολο και αποτελεσματικό τρόπο. Ωστόσο, τα παιδιά χρειάζονται διαρκή υπενθύμιση. Οριοθετούμε τα παιδιά μας, φροντίζοντας να τους μεταδίδουμε με σωστό τρόπο αξίες και αρχές, κανόνες και νόμους, θεσμούς και πλαίσια.
Χρυσός είναι ο κανόνας των 3 Σ: Σαφήνεια, Συνέπεια και Συνέχεια. Σημασία δεν έχει μόνο τι θα πω, αλλά πως θα το πω, πόσο ξεκάθαρα θα το διατυπώσω, πόσο σωστά θα το επεξηγήσω, ώστε να γίνει κατανοητό από το παιδί. Αφού εξηγήσω τα λεγόμενά μου, φροντίζω να παραμείνω πιστός σε αυτά. Ακόμη, τα λεγόμενά μου θα πρέπει να έχουν μια συνέχεια στην πορεία του χρόνου.
Πιο Συγκεκριμένα:
Σαφήνεια: Σε οτιδήποτε συζητάμε με το παιδί, η σαφήνεια και η επεξήγηση είναι αναγκαία. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χρησιμοποιούμε λέξεις και προτάσεις που το παιδί γνωρίζει πλήρως την σημασία τους για να αναγνωρίζει και να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συζητάτε και για ποιο λόγο έχει την συνέπεια που του προσάπτεται. Πχ Δεν αρκεί να πούμε στο παιδί ότι δεν θα ξαναπαίξεις με το tablet αν δεν διορθώσεις την συμπεριφορά σου, αλλά οφείλουμε να συζητήσουμε μαζί του ποιες από τις ενέργειες του νοούνται ως εσφαλμένη συμπεριφορά και ποιες ενέργειες πρέπει να κάνει ώστε να βελτιώσει την συμπεριφορά του. Συγκεκριμενοποιούμε πάντοτε τα λεγόμενά μας και θέτουμε χρονικά όρια στα οποία πρέπει να γίνει εφαρμογή τους. Πχ Περιμένω να δω βελτίωση στην συμπεριφορά σου και για αυτό έχεις δύο βδομάδες.
Τα χρονικά όρια και γενικώς τα όρια τίθενται πάντοτε αναλογιζόμενοι την ηλικία των παιδιών, τις γνώσεις και τις υποχρεώσεις τους. Ζητάμε πάντοτε από τα παιδιά να μας πουν αν κατάλαβαν τον λόγο της συνέπειάς τους, μεταθέτοντάς τους την ατομική τους ευθύνη ως ξεχωριστές προσωπικότητες παρά το νεαρό της ηλικίας τους.
Συνέπεια: Η συνέπεια είναι απαραίτητη στην διαδικασία οριοθέτησης των παιδιών μας. Οφείλουμε να παραμείνουμε σταθεροί στην συνέπεια που αποδώσαμε, βοηθώντας τα παιδιά να αναγνωρίσουν την σημαντικότητα του «αρνητικού» που έκαναν, ενώ συγχρόνως μαθαίνουν ότι κάθε πράξη έχει και μια συνέπεια και όλες οι συνέπειες(θετικές & αρνητικές)* είναι απόρροια των πράξεων μας και τις επωμιζόμαστε προσωπικά. Πχ Λόγω του ότι άργησες και δεν τήρησες την συμφωνία μας, όπως είχαμε συζητήσει και συμφωνήσει, δεν θα βγεις το επόμενο Σάββατο. Παρασκευή το βράδυ το παιδί έρχεται μετανιωμένο, δίνοντας τον λόγο του ότι δεν θα ξαναργήσει και πήρε το μάθημά του, ασκώντας επίκληση στο συναίσθημα για να επηρεάσει τον γονέα. Ο γονέας, αποφασίζει να ανακαλέσει την συνέπειά του και να επιτρέψει στο παιδί να βγει. Συγχρόνως όμως με αυτή την ανάκληση, ακυρώνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό και δημιουργούμε την ψευδαίσθηση ότι πάντοτε με τέτοιους τρόπους και «μαλαγανιές» θα κατορθώνει το σκοπό του και να ξεφεύγει των επιπτώσεών του. Δεν υπάρχει πράξη και συνέπεια από την οποία μπορούμε να ξεφύγουμε και ακριβώς όπως θέλουμε να χαιρόμαστε τις θετικές συνέπειες-χωρίς αναβολές- έτσι οφείλουμε να δεχόμαστε και τις αρνητικές. Με γνώμονα αυτό, τα παιδιά από πολλή μικρή ηλικία αναλαμβάνουν ευθύνες και δρουν ανάλογα με το ύψος που οι περιστάσεις και οι ευθύνες απαιτούν.
Συνέχεια: Η διαδικασία της οριοθέτησης είναι μια δια βίου διαδικασία. Οι άνθρωποι ερχόμαστε αντιμέτωποι των πράξεων μας καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας. Συνεπώς, σε όλη την διάρκεια, ανάλογα με τις δραστηριότητες μας στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική ζωή θέτονται νέα όρια και νέοι κανόνες που συνταιριάζουν με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και την δραστηριοποίησή μας. Για τον λόγο αυτό, φροντίζουμε να επαναπροσδιορίζουμε τα όρια που θέτουμε στα παιδιά μας. Πχ Έχω δύο παιδιά ηλικίας 12 και 18. Τα όριά τους ως προς μια βραδινή έξοδο δεν θα είναι τα ίδια λόγω διαφορετικής ηλικίας, εμπειριών , ωριμότητας κ.α.
Σε κάθε περίπτωση και για κάθε περίπτωση όριο πρέπει υπάρχει, αλλά να αναδιαμορφώνεται, εμπεριέχοντας τις διαφορετικές δυναμικές και συνθήκες.
Η διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού είναι ένα δύσκολο έργο, μια απαιτητική πορεία, μια δυναμική διαδικασία και μια συνεχής στάση ζωής, πρωτοφανής και για τα δύο μέρη(γονείς & παιδιά).
Ωστόσο, είναι εφικτό μέσα από την αποκάλυψη της ανθρώπινης φύσης, των κατά τα άλλα παντοδύναμων και απυρόβλητων γονέων, να προβάλουμε με ειλικρίνεια συναισθήματα, απόψεις, θέλω, μπορώ, και κάνω, να προετοιμαστούμε και καταφέρουμε να «γονατίσουμε»…Να βρεθούμε στο πλάι των παιδιών μας, ως ενεργητικοί ακροατές και ένθερμοι υποστηρικτές τους… Να δημιουργήσουμε τις συνθήκες….Να αποτελέσουμε την ώθηση…Να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τους αυτοβούλως, έχοντας ως θεμέλιους λίθους τις διδαχές, τις ηθικές αρχές, τις αξίες εμπειρίες με τις οποίες έχουν εμποτιστεί στην βρεφική, νηπιακή, παιδική και εφηβική τους ηλικία.
*Γράφει η Γερακάκη Ελένη
Κοινωνική Επιστήμονας
Οικογενειακή Σύμβουλος
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Εκπαιδευόμενη στη Συστημική Ψυχοθεραπεία