Τι είναι η διαταραχή μετατραυματικού στρες;
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες (ΔΜΤΣ) ορίζεται ως μια ακραία και έντονη αντίδραση σε έναν στρεσογόνο παράγοντα, η οποία ξεφεύγει από τις συνηθισμένες ανθρώπινες εμπειρίες του ατόμου και του προκαλεί άγχος, «μούδιασμα» των συναισθηματικών αντιδράσεων και τάση αποφυγής διάφορων ερεθισμάτων που συνδέονται με την τραυματική του εμπειρία. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων που εκτίθεται σε τραυματικές καταστάσεις και γεγονότα δεν αναπτύσσει ΔΜΤΣ, κάτι που μας ωθεί να συμπεράνουμε πως η διαταραχή αυτή αφορά την παθολογική αντίδραση του ατόμου σε ένα επίσης παθολογικό γεγονός.
Ποια είναι τα συμπτώματα που εκδηλώνει κάποιος με ΔΜΤΣ;
Ένα από τα κύρια συμπτώματα που εμφανίζει ο πάσχων από ΔΜΤΣ είναι η επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος καθώς και η αποφυγή των ερεθισμάτων που έχουν σχέση με αυτό. Ακόμη, το άτομο παρουσιάζει επίμονες εναλλαγές σε αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα και αυξημένη διεγερσιμότητα. Σύμφωνα με το DSM -V, η διάγνωση της ΔΜΤΣ γίνεται με βάση τα εξής κριτήρια.
Α. Έκθεση σε πραγματικό ή επαπειλούμενο θάνατο, βαρύ τραυματισμό ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας με έναν ή και περισσότερους τρόπους. Συγκεκριμένα, το άτομο πρέπει να βιώνει άμεσα το γεγονός αυτό , να έμαθε ότι αυτό το περιστατικό συνέβη σε στενό του πρόσωπο, να ήταν μάρτυρας ή και να βίωσε επαναλαμβανόμενη ή σε έντονο βαθμό έκθεση σε απεχθείς λεπτομέρειες του τραυματικού γεγονότος.
Β. Θα πρέπει να παρουσιάζει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω συμπτώματα που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός και επομένως εμφανίζονται μετά από αυτό:
1. Επαναλαμβανόμενες, ακούσιες και διεισδυτικές ενοχλητικές μνήμες του τραυματικού γεγονότος, οι οποίες προκαλούν ταραχή και ενόχληση στο άτομο
2. Επανειλημμένα ενοχλητικά όνειρα του γεγονότος που επίσης προκαλούν αναταραχή και υποκειμενική ενόχληση ( τα παιδιά μπορεί να βλέπουν τραυματικά όνειρα χωρίς αναγνωρίσιμο περιεχόμενο)
3. Αποσυνδετικές αντιδράσεις κατά τις οποίες το άτομο ενεργεί ή αισθάνεται σαν να έχει ξανά συμβεί το τραυματικό γεγονός
4. Έντονη ή παρατεταμένη ψυχολογική ενόχληση κατά την έκθεση σε εσωτερικούς ή εξωτερικούς υπαινιγμούς που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πτυχή του τραυματικού γεγονότος
5. Έκδηλες φυσιολογικές αντιδράσεις στους εσωτερικούς ή εξωτερικούς υπαινιγμούς που συμβολίζουν ή μοιάζουν με κάποια πλευρά του τραυματικού γεγονότος
Γ. Επίμονη αποφυγή των ερεθισμάτων που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός όπως φαίνεται από τρία ( ή περισσότερα )από τα εξής : 1) αποφυγή ή προσπάθειες για αποφυγή σκέψεων, συναισθημάτων και συζητήσεων που αφορούν το τραύμα, 2) προσπάθεια για αποφυγή των δραστηριοτήτων, των τοποθεσιών ή των ανθρώπων που φέρνουν στη μνήμη το τραυματικό γεγονός
Δ. Αρνητικές μεταβολές σε γνωστικές λειτουργίες και στη διάθεση, που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός όπως : ανικανότητα του ατόμου να θυμηθεί μια σημαντική πλευρά του γεγονότος, επίμονες και υπερβολικές αρνητικές πεποιθήσεις ή προσδοκίες για τον εαυτό του και τους άλλους ή τον κόσμο, επίμονες διαστρεβλωμένες γνωστικές λειτουργίες που αφορούν την αιτία ή τις συνέπειες του τραυματικού γεγονότος, επίμονα αρνητική συγκινησιακή κατάσταση, έντονη μείωση του ενδιαφέροντος ή της συμμετοχής σε σημαντικές δραστηριότητες, αίσθημα απομάκρυνσης/ αποστασιοποίησης ή αποξένωσης από τους άλλους, επίμονη αδυναμία του ατόμου να βιώσει θετικά συναισθήματα (π.χ. του συναισθήματος της αγάπης)
Ε . Εμφανείς αλλαγές στη διεγερσιμότητα και αντιδραστικότητα που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός , όπως : ευερεθιστότητα και εκρήξεις θυμού, ριψοκίνδυνη ή αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, υπερεπαγρύπνηση, αυξημένη αντίδραση ξαφνιάσματος, δυσκολία στη συγκέντρωση του ατόμου, στο να κοιμηθεί ή να παραμείνει κοιμισμένο.
ΣΤ. Η διάρκεια της διαταραχής ξεπερνάει τον 1 μήνα
Ζ. Η διαταραχή προκαλεί κλινικά σημαντική υποκειμενική ενόχληση ή έκπτωση στον κοινωνικό, επαγγελματικό και άλλους σημαντικούς τομείς λειτουργικότητας.
Στα παιδιά κάτω των πέντε ετών, τα συμπτώματα που ενδέχεται να εμφανιστούν είναι: άγχος αποχωρισμού, παλινδρόμηση και αντίδραση που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αυτήν των γονιών τους.
Η διάγνωση στην ηλικιακή ομάδα των 6-12 ετών μπορεί να γίνει με βάση τα εξής κριτήρια: Τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν απόσυρση, διάσπαση προσοχής, διαταρακτική συμπεριφορά, να βλέπουν εφιάλτες και να παρουσιάζουν γενικότερα προβλήματα στον ύπνο, να είναι ευερέθιστα και να διακατέχονται από αισθήματα θυμού, θλίψης, άγχους, ενοχής και συναισθηματικής απάθειας. Μπορεί επίσης να παρουσιάζουν προβλήματα στη σχολική τους φοίτηση.
Για τους έφηβους, τα συμπτώματα φαίνεται να είναι τα παρακάτω: εφιάλτες, συναισθηματική αστάθεια, προβλήματα στη συμπεριφορά τους και στη σχολική τους απόδοση, απόσυρση , καταθλιπτικά συμπτώματα και συμπτώματα αναβίωσης ( flashbacks).
Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως υπάρχει κίνδυνος υποδιάγνωσης της ΔΜΤΣ, διότι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί μπορεί να μην είναι ενήμεροι για τις δυσκολίες που παρουσιάζει το παιδί , επειδή αυτές δεν εμφανίζονται στο σχολικό πλαίσιο καθώς και επειδή τα συμπτώματα του συναισθηματικού μουδιάσματος αναγνωρίζονται δύσκολα. Οι αναπτυξιακές αποκλίσεις είναι ακόμη ένας παράγοντας που επηρεάζει την εκδήλωση συμπτωμάτων ΔΜΤΣ στα παιδιά. Είναι αναγκαίο να ρωτάμε απευθείας το παιδί για τα συμπτώματα του διότι οι υποκλινικές περιπτώσεις ΔΜΤΣ προκαλούν εξίσου σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργικότητα του ατόμου.
Ποιοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την απόκριση των παιδιών σε τραυματικά γεγονότα;
Υπάρχει πληθώρα παραγόντων που καθορίζουν την απόκριση του κάθε παιδιού σε μια τραυματική εμπειρία. Μερικοί από αυτούς είναι η χαμηλή κοινωνική υποστήριξη, η αντιλαμβανόμενη απειλή για τη ζωή, ο περιτραυματικός φόβος, η απώθηση, η κοινωνική απόσυρση, η παρουσία άλλης ψυχοπαθολογίας καθώς και η χαμηλή λειτουργικότητα της οικογένειας. Ακόμη ένας παράγοντας που επηρεάζει την απάντηση του παιδιού σε μια τραυματική εμπειρία είναι τα διαπροσωπικά τραύματα, όπως για παράδειγμα η σεξουαλική κακοποίηση, τα οποία είναι πιθανότερο να δημιουργήσουν ΔΜΤΣ σε σχέση με τα τραύματα που προέρχονται από φυσικές καταστροφές ή από τροχαία ατυχήματα.
Σε ατομικό επίπεδο, τα προνοσηρά χαρακτηριστικά ή η προϋπάρχουσα ψυχοπαθολογία του παιδιού φαίνεται να συνδέονται με την εμφάνιση της ΔΜΤΣ. Τα παιδιά με προβλήματα στη συμπεριφορά ή στο συναίσθημα (π.χ. Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, κατάθλιψη, άγχος κτλ.) έχουν επίσης περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν συμπτώματα της ΔΜΤΣ, διότι είναι συνήθως πιο ευάλωτα στο τραύμα και έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκτεθούν σε βία.
Οι μετατραυματικές αντιδράσεις των παιδιών, πολλές φορές επηρεάζονται από τις αντίστοιχες των γονέων, χωρίς βέβαια να είναι ταυτόσημες. Αυτό συμβαίνει διότι οι γονείς που έχουν επηρεαστεί από ένα τραυματικό γεγονός αναφέρουν περισσότερα συμπτώματα στα παιδιά. Συνεπώς, η εμφάνιση συμπτωμάτων ΔΜΤΣ επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό και από οικογενειακούς παράγοντες.
Επιπλέον, η σωματική και ιδιαίτερα η ψυχολογική εγγύτητα των παιδιών στο τραυματικό γεγονός , παίζει καθοριστικό ρόλο διότι όσο πιο κοντά βρίσκεται ένα παιδί στο τραυματικό γεγονός και όσο πιο στενές σχέσεις έχει με θύματα του γεγονότος, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα να εμφανίσει συμπτώματα της ΔΜΤΣ.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι προστατευτικοί παράγοντες που βοηθούν στην αποφυγή έκθεσης του ατόμου σε τραυματικές εμπειρίες ή στη μείωση επιπτώσεων της διαταραχής. Η νοημοσύνη και η ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος αποτελούν δύο από αυτούς τους παράγοντες.
Θεραπευτική αντιμετώπιση της Διαταραχής Μετετραυματικού Στρες
Παρά το γεγονός του ότι η εμπειρία για τη διαχείριση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση για την ΔΜΤΣ είναι ακόμα περιορισμένη, υπάρχουν σημαντικές εξελίξεις για την αποτελεσματικότητα διάφορων θεραπευτικών προσεγγίσεων. Η Γνωσιακή- Συμπεριφορική θεραπεία με εστίαση στο τραύμα ενδείκνυται σε μεγαλύτερο βαθμό καθώς στοχεύει στη διαχείριση του άγχους, στην αντιμετώπιση του θυμού και σε παρεμβάσεις βασισμένες στην έκθεση. Τα βασικά στοιχεία της Γνωσιακής-Συμπεριφορικής θεραπείας για τη διαχείριση της ΔΜΤΣ είναι : η εκπαίδευση και στοχοθέτηση ( παροχή πληροφοριών, φυσιολογικοποίηση αντιδράσεων, σαφήνεια στους στόχους και εντοπισμός μετρήσιμων στόχων), η ανάπτυξη δεξιοτήτων αντιμετώπισης ( αναγνώριση των καταστάσεων που πυροδοτούν αντιδράσεις, αύξηση της κυριαρχίας και μείωση της αποφυγής, ανάπτυξη κλίμακας υποκειμενικής ενόχλησης), η έκθεση (in vivo, μέσω ζωγραφικής και παιχνιδιού κ.α.) και η πρόληψη υποτροπών.
Επίσης κυρίως όσον αφορά τα παιδιά, η οικογενειακή θεραπεία είναι αρκετά βοηθητική διότι εστιάζει στην αναγνώριση αναγκών των παιδιών που δεν έχουν την κατάλληλη συναισθηματική υποστήριξη από την οικογένεια τους. Ακόμη η ομαδική ψυχοθεραπεία είναι αρκετά σημαντική σε περιπτώσεις που υπάρχουν πολλαπλά θύματα (π.χ. φυσικές καταστροφές). Η προαναφερθείσα μπορεί να γίνει παράλληλα ή μετά την ολοκλήρωση της ατομικής θεραπείας.
Επίσης, η χρήση διάφορων τεχνικών συνέντευξης είναι πολύ βοηθητική στη φυσιολογικοποίηση των αντιδράσεων, στον εντοπισμό των τραυματικών παραγόντων που θυμίζουν το περιστατικό στο άτομο και στην αποσαφήνιση των παραμορφώσεων.
Σε μερικές περιπτώσεις γίνεται βραχεία θεραπεία, η οποία έχει ως στόχο τη θεραπευτική εργασία με το τραύμα, δηλαδή την ελεγχόμενη επανέκθεση του ατόμου στο τραύμα και την προσέγγιση του σαν μια σειρά από τραυματικές στιγμές.
Άλλες φορές, η μακροχρόνια θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις έκθεσης σε μαζική βία.
Οι ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπισης της ΔΜΤΣ έχουν κάποια κοινά σημεία. Ειδικότερα, όλες οι προσεγγίσεις που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της ΔΜΤΣ εστιάζουν στην ψυχοεκπαίδευση, στη συναισθηματική ρύθμιση και τις δεξιότητες αντιμετώπισης, στην έκθεση στη φαντασία, στη γνωστική επεξεργασία, στην αναδόμηση ή/και νοηματοδότηση, στα συναισθήματα και στις διαδικασίες μνήμης.
Ωστόσο, για τη διαχείριση της ΔΜΤΣ υπάρχει και η δυνατότητα χρήσης φαρμακευτικών παρεμβάσεων. Συγκεκριμένα, η φαρμακοθεραπεία εστιάζει περισσότερο στην αντιμετώπιση των ενοχλητικών συμπτωμάτων (π.χ. αϋπνία, υπερεγρήγορση) και στην υποστήριξη των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων. Η χρήση των φαρμάκων είναι καλό να γίνεται σταδιακά. Η πρώτη επιλογή φαρμάκων για την αντιμετώπιση της διαταραχής αυτής είναι οι SSRI’s (εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης), διότι είναι αρκετά αποτελεσματικοί στην αντιμετώπιση των βασικών συμπτωμάτων της ΔΜΤΣ καθώς και στη διαχείριση συχνών συνοσηρών καταστάσεων ( άγχος, κατάθλιψη), ενώ παράλληλα βελτιώνουν τη λειτουργικότητα του ασθενούς.
Άλλα φάρμακα όπως η κλονιδίνη και η προπανόλη μπορούν είτε από μόνα τους είτε σε συνδυασμό με τους SSRI’s να μειώσουν τα συμπτώματα που αφορούν την οργανική αστάθεια και την αυξημένη εγρήγορση.
Σε περιπτώσεις που υπάρχει σοβαρή συναισθηματική αστάθεια , προτείνονται σταθεροποιητές διάθεσης ενώ σε καταστάσεις που το άτομο εμφανίζει σοβαρή αυτοτραυματική συμπεριφορά, αποσύνδεση, ψύχωση ή και επιθετικότητα χρησιμοποιούνται άτυπα νευροληπτικά.
Πώς μπορούμε όμως να διακρίνουμε πότε κάποιος έχει ΔΜΤΣ ή Διαταραχή από Οξύ Στρες;
Για να κατανοήσουμε και να διαχωρίσουμε τη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες από την Διαταραχή από Οξύ Στρες οι οποίες έχουν παρόμοια συμπτωματολογία, θα πρέπει να εστιάσουμε αρχικά στη χρονική διάρκεια . Εάν τα συμπτώματα που εμφανίζει ο ασθενής εκδηλώνονται από δύο ημέρες έως και έναν μήνα μετά από το τραυματικό γεγονός, τότε αναφερόμαστε στη Διαταραχή από Οξύ Στρες. Τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για τη διάγνωση της Διαταραχής από Οξύ Στρες με βάση το DSM-IV-TR είναι τα εξής : Το άτομο αρχικά θα πρέπει να έχει εκτεθεί σε ένα τραυματικό γεγονός , το οποίο προκαλεί έντονο φόβο, αβοηθησία και φρίκη. Ακόμη, ο πάσχων παρουσιάζει διασχιστικά συμπτώματα κατά τη διάρκεια ή μετά το περιστατικό αυτό, επαναβιώνει το γεγονός αυτό με παρεισφρητικό τρόπο, αποφεύγει ερεθίσματα που συνδέονται με το τραύμα και δείχνει να παρουσιάζει αυξημένη διέγερση και άγχος. Τα συμπτώματα όμως θα πρέπει να εμφανίζονται μέσα στον πρώτο μήνα μετά το τραυματικό γεγονός.
Ωστόσο, η Διαταραχή από Οξύ Στρες θεωρείται αρκετά αμφιλεγόμενη. Συγκεκριμένα, ασκείται κριτική διότι πιστεύεται πως παθολογικοποιεί βραχύχρονες αντιδράσεις σε σοβαρά τραυματικά γεγονότα, ενώ στην πραγματικότητα φαίνεται να αποτελούν απλώς συνηθισμένες αντιδράσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Κολαϊτης Α. Γεράσιμος και συν (2020). Σύγχρονη Ψυχιατρική παιδιού & εφήβου. Αθήνα: Εκδόσεις ΒΗΤΑ
- American Psychiatric Association, & American Psychiatric Association. (2013). DSM 5. American Psychiatric Association, 70.
- Kring A.M. και συν (2010). Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Εκδόσεις GUTENBERG.