Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία & Κρίσεις Πανικού
ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn

Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία & Κρίσεις Πανικού

1. Πώς προσεγγίζει η ΓΣΘ τις κρίσεις πανικού;

Η ΔΠ (με ή χωρίς αγοραφοβία) χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες προσβολές πανικού, που είναι συνήθως απροσδόκητες και διαρκούν για λεπτά (σπανίως ξεπερνούν τη μία ώρα). Το άτομο με ΔΠ είναι συχνά ανήσυχο μεταξύ των προσβολών, καθώς έχει συνήθως το φόβο της πιθανής επανάληψης της προσβολής. Τα συμπτώματα της κατάθλιψης και της αγοραφοβίας είναι ιδιαίτερα συχνά, ενώ το άγχος του αποχωρισμού (separation anxiety), η ξαφνική αποκοπή της κοινωνικής υποστήριξης, ή η λήξη μιας προσωπικής σχέσης μπορεί να συνιστούν προδιαθετικούς παράγοντες (Reid & Wise, 1989).

Η κεντρική θέση του γνωσιακού μοντέλου της ΔΠ υποστηρίζει την άποψη ότι η προσβολή  πανικού είναι το αποτέλεσμα της καταστροφικής παρερμηνείας από το άτομο των φυσιολογικών οργανικών συμπτωμάτων. Οι Beck και Emery (1985) προτείνουν ότι οι προσβολές πανικού υποδηλώνουν ένα αίσθημα απόγνωσης, το οποίο είναι το αποτέλεσμα κάποιου εσωτερικού μηχανισμού που οδηγεί το άτομο να πιστέψει ότι βρίσκεται παγιδευμένο σε μια επικίνδυνη κατάσταση ή ότι έχει κατακλυστεί από μια εσωτερική διαταραχή. Ο φόβος για την ίδια την ευπάθεια συνδυάζεται με άλλες ψυχολογικές αντιδράσεις, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο. Ο Beck (1988) παρουσιάζει τις βασικές θέσεις του γνωσιακού μοντέλου του πανικού στα εξής:

  • Τα άτομα με τάσεις πανικού είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε εσωτερικά αισθήματα (σωματικά ή νοητικά), που δε φαίνονται να είναι φυσιολογικά.
  • Τα άτομα αυτά έχουν την τάση να επαγρυπνούν, αναζητώντας την εμφάνιση αυτών των αισθημάτων, και συγκεντρώνουν την προσοχή τους σε αυτά εάν δεν μπορούν να βρουν μια μη παθολογική ερμηνεία, ή εάν μπορούν να τα ερμηνεύσουν ως εκδήλωση κάποιας επικείμενης βιολογικής (θάνατος), πνευματικής (παραφροσύνη ή απώλεια των αισθήσεων), ή συμπεριφοριστικής (απώλεια του ελέγχου) καταστροφής.
  • Η επικέντρωση της προσοχής στα αισθήματα που οδηγούν στη γένεση του πανικού είναι ακούσια και ενισχύει την ιδέα του ασθενούς γι κάποιον επικείμενο κίνδυνο, γεγονός το οποίο οδηγεί στην αυξημένη ενεργοποίηση του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
  • Με την αλληλεπίδραση των καταστροφικών παρερμηνειών των αισθημάτων δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που αυξάνει την ένταση των συμπτωμάτων άγχους.
  • Το επόμενο στάδιο, που είναι σημαντικό για την εξέλιξη του πανικού, σε αντίθεση με το οξύ άγχος, είναι η έλλειψη ικανότητας του ασθενή να εκτιμήσει τα συμπτώματα ρεαλιστικά, γεγονός το οποίο σχετίζεται με την προσήλωση στα συμπτώματα. Σε αυτό το σημείο ο ασθενής είναι πάρα πολύ φοβισμένος .

Ο Clark (1990) προτείνει ότι, παρόλο που η ταχυκαρδία, η μείωση της αναπνοής και η ζαλάδα είναι τυπικά αισθήματα που συνδέονται με κανονικές αντιδράσεις στο άγχος, στην περίπτωση της ΔΠ τα παραπάνω ερμηνεύονται ως ενδείξεις κάποιας επικείμενης φυσικής ή πνευματικής καταστροφής. Στο γνωσιακό μοντέλο του Clark (1986, 1988, 1989, 1990) προτείνονται μια σειρά από γεγονότα τα οποία λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια μιας προσβολής πανικού: ένα ερέθισμα (trigger stimulus), εσωτερικό ή εξωτερικό, μπορεί να γίνει αντιληπτό ως απειλή. Ως αποτέλεσμα, επικρατεί μια κατάσταση ανησυχίας, που συνοδεύεται από ένα ευρύ φάσμα σωματικών αισθημάτων (body sensations), τα οποία μπορεί να ερμηνευθούν ως καταστροφικά. Αυτή η παρερμηνεία οδηγεί στην περαιτέρω αύξηση της ανησυχίας, κ.ο.κ.

Ο Clark υποστηρίζει ότι το μοντέλο αυτό μπορεί να ερμηνεύσει τόσο τις προσβολές που ακολουθούν μια περίοδο αυξημένου άγχους, όσο και αυτές που μοιάζουν να εκδηλώνονται «εν αιθρία» (ξαφνικές). Η πρόβλεψη μιας επερχόμενης προσβολής (ένα σημαντικό γνωσιακό γνώρισμα που συνδέεται με τις προσβολές πανικού) από τα άτομα που έχουν βιώσει μια προσβολή στο παρελθόν διαδραματίζει ξεχωριστό ρόλο ανάμεσα στα διάφορα είδη των προσβολών. Εάν δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία, τότε το ερέθισμα για την προσβολή φαίνεται να είναι η παρερμηνεία των σωματικών αισθημάτων. Όταν ο ασθενής δεν μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα στα ερεθίσματα και την προσβολή που ακολουθεί, τότε η προσβολή εκλαμβάνεται ως ξαφνική.

-Γνωσιακό μοντέλο και φόβος του φόβου

 Ο φόβος του φόβου (fear-of-fear) είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαταραχών του άγχους, ιδιαίτερα εκείνων που συνοδεύονται από αγοραραφοβία και πανικό. Ο φόβος του φόβου έχει εξεταστεί από πολλούς ερευνητές τα τελευταία χρόνια. Οι Goldstein και Chambless (1978) προτείνουν ότι ο φόβος του φόβου μπορεί να είναι βασισμένος σε μια παβλοβιανού τύπου εξάρτηση μάθηση):

Ο πανικός είναι μια τρομακτική εμπειρία, η οποία, όταν συνταιριάζεται με χαμηλό επίπεδο αυτοπεποίθησης, ενισχύει την πεποίθηση ενός αγοραφοβικού ατόμου ότι κάποιος πρέπει να το προσέχει. Αυτό δίνει το έναυσμα για την έναρξη ενός ανατροφοδοτικού κύκλου ηττοπάθειας στον οποίο οι προσβολές αυξάνουν τα αισθήματα της εξάρτησης και της απόγνωσης, τα οποία με τη σειρά τους αυξάνουν την περίπτωση προσήλωσης σ΄ αυτή τη σύγκρουση, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται περισσότερες προσβολές. Έχοντας βιώσει περισσότερες προσβολές, τα άτομα βρίσκονται σε επαγρύπνηση και ερμηνεύουν τα αισθήματα κάποιου ήπιου ή μέτριου άγχους ως σημάδια επικείμενων προσβολών, αντιδρώντας με τέτοιο τρόπο που η προσβολή δεν μπορεί να αποφευχθεί

Η υπόθεση του φόβου του φόβου έχει γίνει αντικείμενο μεγάλης κριτικής. Σε πειραματικό επίπεδο, ο Ley (1987) υποστηρίζει ότι αυτή η υπόθεση: (α) δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον ο φόβος αυξάνεται από τις οργανικές συνέπειες του ίδιου του φόβου. (β) δεν μπορεί να ερμηνεύσει την έναρξη της προσβολής ή την παραγωγή της σε πειράματα. και (γ) δεν μπορεί να εξηγήσει τη λήξη της προσβολής.

Ο Clark (1988) υποστηρίζει ότι, εκτός από λίγες ομοιότητες, υπάρχουν δύο σημαντικές διαφορές μεταξύ του μοντέλου του φόβου του φόβου και του γνωσιακού μοντέλου. Πρώτον, το πρώτο μοντέλο υποστηρίζει ότι οι ασθενείς μπορεί να έχουν μια προσβολή όταν αντιληφθούν συμπτώματα άγχους, ενώ το δεύτερο μοντέλο υποστηρίζει ότι η προσβολή παρουσιάζεται όταν αυτά τα συμπτώματα ερμηνεύονται με καταστροφικό τρόπο (η επίγνωση για τη φύση της προσβολής μπορεί να αποτρέψει κάτι τέτοιο). Δεύτερον, το μοντέλο του φόβου του φόβου υποστηρίζει ότι η προσβολή είναι το αποτέλεσμα μιας αντίδρασης που υποκινείται από το άγχος, ενώ το γνωσιακό μοντέλο υποστηρίζει ότι τα σωματικά συμπτώματα μπορεί να οφείλονται και σε άλλα γεγονότα, πέρα από το άγχος. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών που αναφέρουν την εμπειρία προσβολών χωρίς έντονο φόβο. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται ως μη φοβική διαταραχή πανικού (non-fearful panic disorder).

2. Πώς θα με βοηθήσει η ΓΣΘ;

Οι τεχνικές της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας για τη διαταραχή πανικού άρχισαν να αναπτύσσονται σχετικά πρόσφατα (Rapee & Barlow, 1988). Οι λανθασμένες εκτιμήσεις του κινδύνου, οι καταστροφικές ερμηνείες των σωματικών συμπτωμάτων και οι σχετικές αυτόματες σκέψεις παίζουν σημαντικό ρόλο στους γνωσιακούς φαύλους κύκλους που χαρακτηρίζουν το γνωσιακό μοντέλο της ΔΠ. Έτσι, η αναγνώριση και η διόρθωσή τους είναι τα δύο πιο σημαντικά μέρη της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας. Μαζί με τη γνωσιακή αναδόμηση, δύο άλλα σημαντικά μέρη είναι η εκπαίδευση στην αναπνοή (χαλάρωση μυών, έλεγχος  της διαφραγματικής αναπνοής κ.λπ.) και η τεχνική της έκθεσης (εκούσιος υπεραερισμός, κράτημα της αναπνοής, έκθεση κ.ά.), που μπορεί να είναι τόσο θεραπευτικά  όσο και βοηθητικά στη γνωσιακή αναδόμηση (Rapee & Barlow 1988). Παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα από την έρευνα των Salkovskis, Clark και Hackmann (1991) έδειξαν ότι η γνωσιακή θεραπεία από μόνη της, δηλαδή χωρίς την εκπαίδευση στην αναπνοή και χωρίς την έκθεση στο ερέθισμα, μπορεί να μειώσει τις προσβολές πανικού. Γενικότερα, όλο και περισσότερο κυριαρχεί η άποψη ότι η επιτυχία της θεραπείας της διαταραχής πανικού μπορεί να βασιστεί σε μεγάλο βαθμό σε γνωσιακές τεχνικές.

Σύμφωνα με την Greenberg (1989), η φύση των πεποιθήσεων που σχετίζονται με τον πανικό έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

  • Ευπάθεια (π.χ. «είμαι ευπαθής στον κίνδυνο»),
  • Κλιμάκωση (π.χ. «τα συμπτώματα θα εξελιχθούν σε κάτι άσχημο»),
  • Ανικανότητα (π.χ. «δεν μπορώ να ελέγξω τα συμπτώματα ή να αντιμετωπίσω το πρόβλημα μόνος μου»).

Ταξινομήσεις όπως αυτή (η οποία δε διαφέρει σημαντικά από τις γενικότερες αρχές των γνωσιακών μοντέλων του άγχους) μπορούν να βοηθήσουν το θεραπευτή να εκτιμήσει, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, όλα τα δυσλειτουργικά πιστεύω και τις αυτόματες αρνητικές σκέψεις που σχετίζονται με τις προσβολές πανικού, και στα οποία μπορεί να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Ο Beck έχει συνοψίσει τα βήματα της θεραπείας της διαταραχής πανικού στα ακόλουθα:

  • Ερμηνεία της μη παθολογικής φύσης των συμπτωμάτων.
  • Επανεξέταση των αισθημάτων που γεννούν πανικό και των ιδιοσυγκρασιακών εξηγήσεων και ερμηνειών τους.
  • Απόσπαση των αυτόματων σκέψεων και εικόνων που σχετίζονται με τον πανικό.
  • επαναξιολόγηση των συμπτωμάτων και των αντιδράσεων στις αυτόματες σκέψεις.
  • Χαλάρωση και ασκήσεις αναπνοής.
  • Προβολή σε μικροπανικούς με υπεραερισμό, άσκηση, εικόνες, κ.λπ.
  • Απόσπαση της προσοχής.
  • Συστηματική έκθεση.
  • Χρήση καρτών.

3. Γιατί να την επιλέξω;

-Βασίζεται στο γνωσιακό μοντέλο των ψυχολογικών διαταραχών. Έχει σύντομη χρονική διάρκεια.

-Θεωρεί τη σωστή θεραπευτική σχέση ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεραπεία. Βασίζεται στη συνεργασία θεραπευτή και θεραπευόμενου.

-Χρησιμοποιεί κατά βάση τη σωκρατική μέθοδο. Είναι μεθοδική και καθοδηγητική.

-Επικεντρώνεται στο πρόβλημα.

-Βασίζεται σ΄ ένα εκπαιδευτικό μοντέλο.

-Στηρίζει τη θεωρία και τις στρατηγικές της σε μια επαγωγική μέθοδο.

-Υιοθετεί τη μέθοδο της εργασίας για το σπίτι και τη θεωρεί κεντρικό χαρακτηριστικό της θεραπείας.

-Η βασική τεχνική για τη γνωσιακή αναδόμηση παρουσιάζεται επιπλέον μέσα από τρία βασικά ερωτήματα:

-Ποιες είναι οι αποδείξεις;

-Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να δούμε (εξετάσουμε) την ίδια κατάσταση;

– Τι θα γίνει εάν συμβεί όντως αν η κατάσταση που φοβόμαστε;

Παρόλο που η εφαρμογή της γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας για τη διαταραχή πανικού είναι σχετικά πρόσφατη, τα αποτελέσματα από σχετικές έρευνες, που εξετάζουν τη γνωσιακή θεραπεία μόνη της ή σε συνδυασμό με φαρμακοθεραπεία, είναι ενθαρρυντικά. Οι Rapee και Barlow (1988) αναφέρουν ότι η εν λόγω θεραπεία μπορεί να επιφέρει βελτίωση (με πλήρη παύση των πολύ έντονων προσβολών) σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 80% των ασθενών με αυτή τη διαταραχή, η οποία βελτίωση διατηρείται για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Barlow κ.σ. (1984), Waddell κ.σ. (1984), Pecknold (1987), Beck (1988), Sokol κ.σ. (1989), Barlow (1990), Barrows (1990), Michelson κ.σ. (1990), Michelson & Marchione (1991), Margraf, Barlow, Craske & Telch (1993).
  • Clark, Salkovskis & Chalkley (1985), Salkovskis, Jones & Clark (1986), Ost (1988), Wells (1990).
  • Beck (1988), Clark (1988), Rachman, Levitt & Lopatka (1988), Greenberg (1989), Moras, Craske & Barlow (1990).
  •  Goldstein & Chambless (1978), Chambless, Caputo, Bright & Gallagher (1984), Adler, Craske, Kirshenbaum & Barlow (1989), Chambless & Gracely (1989), McFadyen (1989), Donell & McNally (1990), McNally (1990), Clum & Knowles (1991)
ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Γραμμένο από
Παναγοπούλου Ειρήνη, Κλινική Ψυχολόγος, MSc.

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com