ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑ
Ποια είναι τα κριτήρια διάγνωσης της ψυχογενούς ανορεξίας;
Προσπαθώντας να κατανοήσουμε τον όρο της ψυχογενούς ανορεξίας αρχικά είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε πως η συγκεκριμένη διαταραχή τείνει να επικρατεί στον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα σε μεσοαστικές οικογένειες. Ο επιπολασμός της νόσου αυτής βρίσκεται στο 0,5-3,7% και υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση ως προς το φύλο, αφού η αναλογία μεταξύ γυναικών- ανδρών είναι από 6:1 έως και 10:1 αντίστοιχα. Τα συμπτώματα της ψυχογενούς ανορεξίας ξεκινούν κατά 75% πριν από τα 25 έτη και η κορύφωση αυτών συναντάται σε ηλικίες 14-19 ετών. Οι μισοί από τους ασθενείς με ψυχογενή ανορεξία συχνά παρουσιάζουν και συμπτώματα ψυχογενούς βουλιμίας. Τα άτομα που φαίνεται να εμφανίζουν τη νόσο αυτή είναι κυρίως τα παιδιά/έφηβοι τα οποία είναι υπάκουα, φιλόδοξα, με πολλές ικανότητες και επιτυχίες, με εξαιρετική σχολική επίδοση, αλλά και που είναι αρκετά εσωστρεφή , με δυσκολίες στη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων (καθώς αποστασιοποιούνται από αυτές). Ακόμη ένα χαρακτηριστικό των ατόμων με ψυχογενή ανορεξία είναι πως αρνούνται την παθολογική διατροφική συμπεριφορά τους, ασχολούνται επίμονα με το πώς θα χάσουν περισσότερο βάρος και προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα, αποφεύγουν την τροφή.
Τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η διάγνωση της ψυχογενούς ανορεξίας είναι τα εξής:
1.Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) του ατόμου είναι <17.5, δηλαδή το σωματικό βάρος του ατόμου είναι κατά 85% μικρότερο από αυτό που αναμένεται. Στα παιδιά χαρακτηριστική είναι και η αδυναμία αύξησης του βάρους τους.
2.Ο/Η ασθενής προσπαθεί να διατηρήσει το χαμηλό βάρος του/της, αποφεύγοντας τροφές που συμβάλλουν στην αύξηση του. Επίσης, παρουσιάζει συμπεριφορές κάθαρσης (εμετούς, καθαρτικές, διουρητικές ουσίες, διαιτητικά χάπια ή/και έντονη σωματική άσκηση).
3.Η αντίληψη του ατόμου για την εικόνα του σώματος του είναι διαταραγμένη και ο φόβος για αύξηση βάρους είναι υπέρμετρος, κάτι που ωθεί την/τον ασθενή σε έντονη επιθυμία διατήρησης του σημαντικά χαμηλού της/του βάρους.
Τύποι της ψυχογενούς ανορεξίας :
Η ψυχογενής ανορεξία διακρίνεται σε δύο τύπους με βάση το DSM-IV-TR: τον τύπο υπερφαγίας-κάθαρσης (καθαρτικός) και τον περιορισμένο τύπο. Με βάση τον τύπο υπερφαγίας-κάθαρασης , το άτομο εμφανίζει συχνά συμπεριφορές υπερφαγίας ( πρόσληψης μεγάλων ποσοτήτων τροφής) και κάθαρσης (αυτοπροκαλούμενοι εμετοί, διουρητικά, διαιτητικά χάπια και έντονη σωματική άσκηση). Ασθενείς με τον συγκεκριμένο τύπο ψυχογενούς ανορεξίας είναι πιθανότερο να έχουν διαταραχές προσωπικότητας , να έχουν παρορμητική συμπεριφορά και να εμπλέκονται σε κλοπές, κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών καθώς και να εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά κοινωνικής απόσυρσης και απόπειρας αυτοκτονίας. Ο περιορισμένος τύπος της ψυχογενούς ανορεξίας αναφέρεται στον υπερβολικό περιορισμό λήψης τροφής, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η απώλεια βάρους.
Ποιες είναι οι οργανικές επιπτώσεις που προκαλούνται από τη ψυχογενή ανορεξία;
Οι επιπτώσεις που προκαλούνται σε οργανικό επίπεδο λόγω της ψυχογενούς ανορεξίας είναι σημαντικές. Η νόσος αυτή προκαλεί ωχρότητα, αδυναμία-κόπωση, αμηννόροια, απώλεια σεξουαλικού ενδιαφέροντος/ σεξουαλική ανικανότητα στους άνδρες, ενδοκρινολογικές διαταραχές που οφείλονται στην ασιτία, σημαντική καθυστέρηση της ανάπτυξης ( κυρίως για τα παιδιά/εφήβους), δέρμα ψυχρό και αφυδατωμένο και παγωμένα άκρα. Ακόμη, παρατηρείται μειωμένος μεταβολισμός, (λευκοπενία, θρομβοπενία, υποθερμία, υποκαλιαιμία, υποπρωτεϊναιμία κ.α.) , αναιμία, χαμηλός σίδηρος καθώς και καρδιολογικά προβλήματα ( υπόταση ,φλεβοκομβική βραδυκαρδία, αρρυθμία κ.α.). Οι επιπτώσεις της ψυχογενούς ανορεξίας επηρεάζουν ακόμη και το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (απάθεια, αδυναμία συγκέντρωσης, γνωσιακά ελλείμματα, ευερεθιστότητα, διαταραχές ύπνου). Τέλος, η νόσος αυτή φαίνεται να έχει σημαντικές συνέπειες τόσο στο μυοσκελετικό σύστημα (οστεοπενία κτλ.) όσο και στο γεννητικό (υπογοναδισμό, χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης στα αγόρια και καθυστέρηση εμμηναρχής στα κορίτσια).
Ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην εμφάνιση της ψυχογενούς ανορεξίας;
Η αιτιολογία της ψυχογενούς ανορεξίας είναι πολυπαραγοντική. Συγκεκριμένα, η ασθένεια αυτή φαίνεται να πηγάζει τόσο από βιολογικούς παράγοντες (γενετική προδιάθεση) , όσο και από ψυχολογικούς , οικογενειακούς και κοινωνικούς παράγοντες. Στους ψυχολογικούς παράγοντες συγκαταλέγονται τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ( εξαρτητικότητα, ανωριμότητα σε συναισθηματικό επίπεδο, γνωσιακά ελλείμματα) καθώς και διάφορα στρεσογόνα γεγονότα ζωής. Οι οικογενειακοί παράγοντες, όπως η υπερεμπλοκή και η υπερπροστατευτικότητα, η ενασχόληση της οικογένειας με δίαιτες και η επιμονή για την εικόνα του σώματος και την υγιεινή διατροφή συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην εμφάνιση της νόσου. Ακόμη, οι κοινωνικοί παράγοντες λ.χ. τα υπερβολικά αδύνατα πρότυπα και η προβολή αυτών (μέσω ΜΜΕ κ.α.), παίζουν αρκετά σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία της ψυχογενούς ανορεξίας.
ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑΣ
Η διαταραχή της υπερφαγίας χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπερφαγίας (μία φορά την εβδομάδα για τουλάχιστον τρεις μήνες), με ταυτόχρονη αίσθηση απώλειας ελέγχου κατά τη διάρκεια των επεισοδίων αυτών . Άλλα χαρακτηριστικά είναι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφής με μεγάλη ταχύτητα και σε μικρό χρονικό διάστημα (λ.χ. εντός 2 ωρών) ,η τάση του ατόμου να τρώει μόνο του (κρυφά) και η εμφάνιση καταθλιπτικών συναισθημάτων, ενοχής, ντροπής, αηδίας για τον εαυτό και δυσφορίας . Η διαταραχή αυτή είναι πιο διαδεδομένη από τη ψυχογενή ανορεξία και από τη ψυχογενή βουλιμία και φαίνεται να είναι συχνότερη στις γυναίκες. Επίσης, εμφανίζεται προς τα τέλη της 2ης δεκαετίας.
Η διαταραχή της υπερφαγίας διακρίνεται από τη ψυχογενή ανορεξία λόγω του ότι στην πρώτη περίπτωση οι ασθενείς τείνουν να είναι παχύσαρκοι (ΔΜΣ >30) και από τη ψυχογενή βουλιμία λόγω του ότι στη διαταραχή υπερφαγίας δεν υπάρχουν αντισταθμιστικές συμπεριφορές.
Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της διαταραχής αυτής είναι η παχυσαρκία κατά την παιδική ηλικία, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα επικριτικά σχόλια για το αυξημένο βάρος του ατόμου, η κατάθλιψη, καθώς και η σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία.
Επίπεδα βαρύτητας ανάλογα με τη συχνότητα της υπερφαγίας:
Ήπια: 1-3 επεισόδια υπερφαγίας ανά εβδομάδα
Μέτρια: 4-7 επεισόδια υπερφαγίας ανά εβδομάδα
Βαριά: 8-13 επεισόδια υπερφαγίας ανά εβδομάδα
Εξαιρετικά βαριά : >14 επεισόδια υπερφαγίας ανά εβδομάδα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κολαϊτης Α. Γεράσιμος και συν (2020). Σύγχρονη Ψυχιατρική παιδιού & εφήβου. Αθήνα: Εκδόσεις ΒΗΤΑ.
- Kring A.M. και συν (2010). Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Εκδόσεις GUTENBERG.
- American Psychiatric Association, & American Psychiatric Association. (2013). DSM 5. American Psychiatric Association, 70.