Πείραμα φυλάκισης του Stanford: μια απεικόνιση της ισχύος των ρόλων στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Πείραμα φυλάκισης του Stanford: μια απεικόνιση της ισχύος των ρόλων στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.

Πείραμα φυλάκισης του Stanford: μια απεικόνιση της ισχύος των ρόλων στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.


Υπό ποιες συνθήκες οι άνθρωποι ταυτίζονται με τις ομάδες υπαγωγής τους; Μπορούν οι άνθρωποι να απελευθερωθούν από τους περιορισμούς της κοινωνίας; Ποια είναι η φύση και η πηγή του «κακού»; Τί κάνει τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που κάνουν; Τέτοια ερωτήματα προσπαθούν να απαντηθούν μέσα από διάφορα πειράματα στον επιστημονικό χώρο. Ένα από αυτά τα πειράματα ήταν το κοινωνικό-ψυχολογικό πείραμα φυλάκισης του Stanford.

Το πείραμα φυλάκισης του Stanford διεξήχθη το 1971 από τον Philip Zimbardo. Ο Zimbardo ενδιαφερόταν για το πώς ένα άτομο προσαρμόζεται σε ένα καινούριο περιβάλλον και υπό έναν συγκεκριμένο ρόλο. Το κύριο ενδιαφέρον του επικεντρωνόταν στην διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι υιοθετούν κοινωνικούς ρόλους που καθοδηγούν την συμπεριφορά τους. Ο ίδιος πίστευε πως η συμπεριφορά του ατόμου προκύπτει σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της επιταγής των ρόλων και όχι βάσει της προσωπικότητας στα πλαίσια ανάληψης ρόλων. Αυτήν την πεποίθησή του επιδίωκε να θεμελιώσει μέσω μιας προσομοίωσης φυλακής που έλαβε χώρα στις 15 Αυγούστου 1971. Το πείραμα αποτελούσε μια διερευνητική μελέτη για να τεκμηριωθεί όσο το δυνατόν πληρέστερα η εμφάνιση ενός περιβάλλοντος φυλακής, σε σχέση με τους ρόλους και τη συμπεριφορά.

Οι συμμετέχοντες

Τα άτομα που συμμετείχαν στο πείραμα φυλάκισης του Stanford ήταν φοιτητές πανεπιστημίου, οι οποίοι απάντησαν σε ένα διαφημιστικό της τοπικής εφημερίδας που αναζητούσε εθελοντές φοιτητές για μια διερευνητική μελέτη της ζωής στην φυλακή. Η διάρκεια της μελέτης θα ήταν μέχρι 2 εβδομάδες με αμοιβή των 15$ ημερησίως. Οι περισσότεροι φοιτητές προέρχονταν από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ και φυσικά από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Η αρχική ομάδα των συμμετεχόντων που συλλέχθηκε περιλάμβανε 70 φοιτητές οι οποίοι ανταποκρίθηκαν θετικά να λάβουν μέρος στο πείραμα. Στην συνέχεια κλήθηκαν να “περάσουν” από μια σειρά ψυχολογικών τεστ και τελικά από αυτούς επιλέχθηκαν οι 24, ως οι πιο “φυσιολογικοί” σε όλες τις ψυχολογικές διαστάσεις επί των οποίων αξιολογήθηκαν. Ο Zimbardo είχε ενεργό δράση καθ’ όλη την διαδικασία διεξαγωγής του πειράματος. Είχε αναλάβει τον ρόλο του επιθεωρητή της φυλακής και ήταν και ο βασικός ανακριτής των συμμετεχόντων. Οι ρόλοι που ανατέθηκαν να υιοθετήσουν οι συμμετέχοντες ήταν δύο: ο ρόλος του δεσμοφύλακα και ο ρόλος του κρατούμενου. Η ανάθεση των ρόλων έγινε με τυχαίο τρόπο με σκοπό να εξαλειφθούν τόσο οι συστηματικές διαφορές μεταξύ των συμμετεχόντων, όσο και οι συστηματικές προτιμήσεις για την ανάθεση αυτών των ρόλων. Οι συμμετέχοντες είχαν συμφωνήσει στο να παρατηρηθεί η συμπεριφορά τους, να “περνούν” από συνεντεύξεις, να κάνουν ψυχολογικά τεστ και να προβληθούν αποσπάσματα της μελέτης, υποθέτοντας ότι το περιεχόμενο θα είχε επιστημονική αξία.

Το σκηνικό του πειράματος

Ο Zimbardo και οι συνεργάτες του δημιούργησαν μία προσομοίωση φυλακής στο υπόγειο του κτηρίου Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Το πειραματικό σκηνικό ήταν ένας διάδρομος χωρίς παράθυρα ή φυσικό φως. Οι πόρτες των “κελιών” ήταν εξοπλισμένες με σιδερένιες ράβδους και οι ντουλάπες μετατράπηκαν σε σκοτεινές περιοχές απομόνωσης. Η “αυλή” ήταν ένας διάδρομος μήκους μόλις 30 ποδιών μπροστά από τα τρία κελιά των κρατουμένων, όπου πριν ήταν μικρά γραφεία του προσωπικού του πανεπιστημίου. Επιπλέον τρία γραφεία δημιουργήθηκαν σε ένα διπλανό διάδρομο, ένα για τους δεσμοφύλακες ως χώρος αποδυτηρίων, ένα για Zimbardo και του συνεργάτες του και ένα για τον φύλακα που επιτηρούσε τους συμμετέχοντες. Τα τρόφιμα και τα καλύμματα πληρούσαν ελάχιστες προδιαγραφές όσον αφορά την διατροφή και την υγιεινή. Οι ιατρικές και ψυχιατρικές εγκαταστάσεις ήταν προσβάσιμες.

Το πείραμα

Οι κρατούμενοι την ημέρα του πειράματος “συνελήφθησαν” στα σπίτια τους από την τοπική αστυνομία και μεταφέρθηκαν στο χώρο της “φυλακής”. Όταν έφθασαν εκεί, φόρεσαν ένα ριχτό φόρεμα σαν ρούχο χωρίς εσώρουχο και πολλοί από αυτούς για να καλύψουν τα μακριά μαλλιά τους ήταν αναγκασμένοι να φορούν ένα νάιλον δίχτυ από γυναικείο καλτσόν στο κεφάλι. Στην συνέχεια ενημερώθηκαν για τους κανόνες της φυλακής και έπειτα καλούνταν να τους απομνημονεύσουν κατά λέξη όπως ήταν διατυπωμένοι. Σε σύντομο χρονικό διάστημα (εντός του πρώτου 24ώρου) οι κανόνες αυτοί ενσωματώθηκαν πλήρως στην νοοτροπία των συμμετεχόντων, τόσο για τους φύλακες που θα έπρεπε να τους επιβάλλουν, όσο και για τους κρατούμενους που θα έπρεπε να συμμορφώνονται σε αυτούς. Γρήγορα όμως τα πράγματα πήραν μια απρόσμενη τροπή, καθώς οι δεσμοφύλακες κακοποιούσαν με κτηνώδεις τρόπους τους κρατούμενους στο βαθμό που πολλοί εξ αυτών ήθελαν να αποσυρθούν από το πείραμα. Ένας από τους κρατούμενους δήλωσε πως δεν άντεχε πλέον να συμμετάσχει, θέλoντας να αποχωρίσει από το πείραμα και κατηγόρησε τον Zimbardo ότι παραβίαζε τη συμφωνία που είχε υπογράψει. Εκείνος για να τον πείσει να μείνει του έκανε μια προσφορά: οι δεσμοφύλακες θα σταματούσαν τον ενοχλούσαν και θα συνέχιζε να πληρώνεται εάν συνεργαζόταν μαζί του με αντάλλαγμα την παροχή πληροφοριών. Ο κρατούμενος αποδέχθηκε αυτήν την προσφορά, ωστόσο ο Zimbardo αργότερα δήλωσε πως θα επέτρεπε στον συγκεκριμένο κρατούμενο να αποχωρίσει οικειοθελώς, αν και παρά την μεταγενέστερη συμφωνία τους ο τελευταίος εξακολουθούσε να μη θέλει να συμμετέχει στο πείραμα. Αυτό το παράδειγμα αποτελεί ένα επαναστατικό ξέσπασμα προς την συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων, όμως πολύ σύντομα οι κρατούμενοι έγιναν παθητικοί κι πειθήνιοι. Εμφάνισαν σημάδια ψυχολογικής κατάρρευσης και σε πιο ακραίο βαθμό οξεία απώλεια επαφής με την πραγματικότητα.

Σύμφωνα με τη θεωρία κοινωνικής ταυτότητας (Tajfel & Turner 1979) και τη θεωρία αυτο-κατηγοριοποίησης οι άνθρωποι δεν δρουν αυτόματα με βάση τις ομάδες υπαγωγής ή τους ρόλους που υπαγορεύονται από τους άλλους. Αντίθετα το κατά πόσο θα κάνουν κάτι τέτοιο ή όχι εξαρτάται από το βαθμό εσωτερίκευσης των συγκεκριμένων υπαγωγών ως μέρος της έννοιας του εαυτού τους. Όπως υποστηρίζουν οι Reicher και Haslam (2006) οι συμμετέχοντες ήρθαν αντιμέτωποι με μια κατάσταση που δεν ήξεραν, βιώνοντας συναισθήματα ατομικής αβεβαιότητας και για να κατευνάσουν αυτά τα αρνητικά συναισθήματα εσωτερίκευσαν τις ταυτότητες των ρόλων του πειράματος (των δεσμοφυλάκων και των κρατούμενων) υιοθετώντας τις ανάλογες συμπεριφορές.

Τα ευρήματα του πειράματος

Το πείραμα αυτό έδειξε πως και μόνο η ανάθεση του ρόλου του φύλακα και αντίστοιχα του κρατουμένου είχε ως συνέπεια οι μεν πρώτοι να γίνουν βαθμιαία βίαιοι με κτηνώδη τρόπο και οι δε δεύτεροι να καταστούν παθητικοί εκδηλώνοντας σημάδια ψυχολογικής διαταραχής. Η σοβαρότητα αυτών των φαινομένων ήταν τόσο μεγάλη που η ερευνητική μελέτη αν και προγραμματισμένη για 2 εβδομάδες διήρκησε μόλις 6 μέρες. Τα ευρήματα του πειράματος έδωσαν την εξήγηση ότι η επιθετικότητα των φυλάκων «εκλήφθηκε» ως “φυσική” συνέπεια του ότι φορούσαν τη στολή του δεσμοφύλακα και επιδείκνυαν την ισχύ που έχει εγγενώς αυτός ο ρόλος. Η υπαγωγή στην ομάδα θεωρείται ότι υπονομεύει του ενδοιασμούς που έχουν κανονικά οι άνθρωποι όταν δρουν ως άτομα, καθώς και οι ομάδες που έχουν στην διάθεσή τους την εξουσία θεωρείται ότι ενθαρρύνεται η ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά.

BBC Prison Study

Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι Alexander Haslam και Stephen Reicher σε συνεργασία με το BBC πραγματοποιήσαν το 2002 μια εκδοχή του πειράματος φυλάκισης του Stanford, αλλά σημαντικά διαφορετική από αυτό με ηθικές διαδικασίες που εξασφάλιζαν ότι η μελέτη δεν θα έβλαπτε τους συμμετέχοντες. Το πείραμα γυρίστηκε από το BBC και προβλήθηκε στην τηλεόραση. Έγινε γνωστό ως BBC Prison Study. Στο διάστημα 8 ημερών η μελέτη εξέτασε τη συμπεριφορά 15 ανδρών που τοποθετήθηκαν σε μια κοινωνική ιεραρχία δεσμοφυλάκων και κρατουμένων σε έναν ειδικά διαμορφωμένο περιβάλλον. Σκοπός της μελέτης δεν ήταν να προσομοιώσει μια φυλακή, όπως στο πείραμα του Stanford, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν πρακτικά αδύνατο, αλλά περισσότερο να δημιουργήσει ένα θεσμικό πλαίσιο που έμοιαζε με φυλακή ως τόπο διερεύνησης της συμπεριφοράς άνισων ομάδων από την άποψη της εξουσίας, της κοινωνικής θέσης και των πόρων. Το κρίσιμο σημείο ήταν ότι δημιούργησε ανισότητες μεταξύ των ομάδων πολύ πραγματικές για τους συμμετέχοντες. Το ζητούμενο ήταν να χρησιμοποιηθεί ένα διαφορετικό σύστημα διομαδικής ανισότητας για να επανεξετασθούν τα εννοιολογικά ζητήματα που έγειρε το πείραμα του Zimbardo. Σε αντίθεση με τον Zimbardo, ο Haslam και ο Reicher δεν κατείχαν ηγετικό ρόλο στη μελέτη και δεν ανάθεσαν στους δεσμοφύλακες να υποτάξουν τους κρατουμένους με τον τρόπο που το έκαναν στο πείραμα φυλάκισης του Stanford. Στο πείραμα του BBC τόσο η συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων όσο και των κρατουμένων διέφερε σημαντικά από το πείραμα φυλάκισης του Stanford. Υπό το πρίσμα αυτό, ενισχύεται το επιχείρημα ότι για το αποτέλεσμα του πειράματος του Stanford οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ηγεσία του Zimbardo και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς που επιδίωξε να υιοθετήσουν οι δεσμοφύλακες και οι κρατούμενοι.

Το πείραμα φυλάκισης του Stanford έχει επικριθεί καθ’ ολοκληρίαν, καθώς παραβίαζε σε μεγάλο βαθμό τον κώδικα της ερευνητικής δεοντολογίας. Ωστόσο σηματοδότησε την κορύφωση των μεταπολεμικών ερευνών πεδίου, την ίδια όμως στιγμή οδήγησε και στον τερματισμό τους. Από το 1971 και μετά η κοινωνική ψυχολογία κυριαρχείται όλο και περισσότερο από εργαστηριακά πειράματα, στα οποία εντοπίζεται ελάχιστη αλληλεπίδραση μεταξύ των συμμετεχόντων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Hogg, M. A., & Vaughan, G. M. (2010). ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εκδόσεις Gutenberg (σελ.378).

Zimbardo, P. G., Maslach, C., & Craig, H. (2000). Reflections on the Stanford Prison Experiment: Genesis, transformations, consequences. Σε βιβλίο: Obedience to Authority: Current Perspectives on the Milgram Paradigm Chapter:11, Publisher: Lawrence Erlbaum, Editors: T. Blass.

Griggs, R. A. (2014). Coverage of the Stanford Prison Experiment in Introductory Psychology Textbooks. Teaching of Psychology,41(3):195-203.

Reicher, S., Haslam, S. A., & Hopkins, N. (2005). Social identity and the dynamics of leadership: Leaders and followers as collaborative agents in the transformation of social reality. The Leadership Quarterly, 16(4), 547–568.

Haslam, S. A., & Reicher, S. D. (2012). Contesting the “Nature” Of Conformity: What Milgram and Zimbardo’s Studies Really Show. PLoS Biol 10(11).

Reicher, S., & Haslam, S. A. (2006). Rethinking the psychology of tyranny: The BBC prison study. British Journal of Social Psychology, 45(1), 1–40.

Perlstadt, Η. (2018). How to get out of the Stanford Prison Experiment: Revisiting Social Science Research Ethic. Journal of social sciences, 1(2): 45-59.

 

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com