Θα μπορούσε να διατυπωθεί σχεδόν με βεβαιότητα πως όλοι οι άνθρωποι έχουν πει έστω και μία φορά ψέματα στη ζωή τους και πως τα κίνητρα πίσω από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να είναι πάρα πολλά. Το να λέει κανείς ψέματα είναι συνήθως φυσιολογικό και ενδεχομένως αντιπροσωπευτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, που μπορεί να αποσκοπεί μεταξύ άλλων στην εξαπάτηση, τη χειραγώγηση, τη πιο ευνοϊκή αντιμετώπιση ή την απόκρυψη αληθινών γεγονότων, σκέψεων και συναισθημάτων. Θα μπορούσε όμως η συγκεκριμένη συμπεριφορά να ξεφεύγει σε ορισμένες περιπτώσεις από τη σφαίρα του φυσιολογικού; Πότε μπορούμε να πούμε πως συμβαίνει αυτό και για ποιους λόγους; Πως μπορούμε να ξεχωρίσουμε ένα άτομο που απλώς ψεύδεται αρκετά, από ένα άτομο του οποίου η συμπεριφορά ψεύδους ενέχει παθολογικά στοιχεία;
Αυτού του είδους τα ερωτήματα έχουν απασχολήσει διάφορους ειδικούς ανά τα χρόνια όπως για παράδειγμα ο Anton Delbrück, ο οποίος το 1891 χρησιμοποίησε τον όρο “φανταστική ψευδολογία” για να αναφερθεί σε άτομα που ψεύδονταν σε υπερβολικό βαθμό και σχεδόν παρορμητικά. Έκτοτε πολλοί όροι χρησιμοποιούνται εναλλάξ για να περιγράψουν τη συγκεκριμένη κατάσταση όπως μυθομανία, ψευδομανία, παθολογικό ψεύδος/ψευδολογία. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός της συμπεριφοράς και δε περιλαμβάνεται ως επίσημη διαγνώσιμη διαταραχή σε κάποιο επιστημονικό εγχειρίδιο. Πρόκειται για μία αμφιλεγόμενη κατάσταση που έχει διχάσει θεωρητικούς και ερευνητές σχετικά με το εάν αποτελεί μία ξεχωριστή ψυχική διαταραχή ή ένα σύμπτωμα άλλων ψυχικών διαταραχών. Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει στη παραμέληση της παθολογικής ψευδολογίας, η οποία παραμένει υπομελετημένη και μη επαρκώς κατανοητή στα πλαίσια της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής.
Έρευνες ωστόσο έχουν πραγματοποιηθεί, με σκοπό να διαλευκάνουν τη κατάσταση και σύμφωνα με αυτές τα άτομα με παθολογική ψευδολογία λένε ψέματα με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ότι ο γενικός πληθυσμός. Συγκεκριμένα λένε κατά μέσο όρο 10 ψέματα ημερισίως, σε σχέση με άλλα άτομα όπου παρατηρούνται το πολύ 1-2 ψέματα την ημέρα. Επιπλέον αναφέρουν πως αρκετές φορές λένε ψέματα χωρίς συγκεκριμένο λόγο και πως συχνά τα ψέματά τους προέρχονται ή αναπτύσσονται από ένα αρχικό ψέμα. Η μέση ηλικία πρώτης εμφάνισης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι η εφηβεία, ενώ πιο πολλά ψέματα παρατηρούνται στη διαπροσωπική επικοινωνία σε σχέση με τη τηλεφωνική ή γραπτή επικοινωνία. Επιπρόσθετα αναφέρουν ότι η συμπεριφορά τους έχει θέσει στο παρελθόν τους ίδιους ή κάποιον άλλο σε κίνδυνο και ότι αδυνατούν να την ελέγξουν. Το μεγαλύτερο ποσοστό παρ’ όλα αυτά εάν αναγκαστεί να έρθει αντιμέτωπο με τα ψέματά του, μπορεί να παραδεχτεί τη προβληματική φύση της συμπεριφοράς και αναφέρει ανησυχίες ή τύψεις ως αποτέλεσμα.
Όπως προαναφέρθηκε, το γεγονός ότι η παθολογική ψευδολογία δεν έχει αναγνωριστεί ως επίσημη ψυχική διαταραχή, οδηγεί πολλές φορές τους ειδικούς να διαγιγνώσκουν τα άτομα με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά με άλλες ψυχικές διαταραχές. Οι συχνότερες είναι οι διαταραχές προσωπικότητας και κυρίως η ναρκισσιστική, η οριακή και η αντικοινωνική, διότι πρόκειται για τυπικές καταστάσεις όπου τα άτομα μπορεί να επιδίδονται σε ψευδολογικές συμπεριφορές. Ωστόσο τα ψέματα που παρατηρούνται στα πλαίσια των διαταραχών της προσωπικότητας έχουν ξεκάθαρους σκοπούς και οφέλη (πχ χειραγώγηση, εξαπάτηση, αποκόμιση χρηματικού κέρδους, αποφυγή εγκατάλειψης, απόκρυψη πληροφοριών) και συνήθως σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο θέμα ή γεγονός. Επιπλέον τα άτομα με διαταραχές της προσωπικότητας δε λένε ψέματα τόσο συχνά ή με τρόπο παρορμητικό, αλλά τείνουν να σκέπτονται και να σχεδιάζουν περισσότερο τα ψέματά τους. Τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι πρόκειται για ξεχωριστές καταστάσεις που είναι απαραίτητο να διαφοροποιούνται από τους ειδικούς.
Ορισμένες διαταραχές που επίσης δε πρέπει να συγχέονται με τη παθολογική ψευδολογία είναι οι διαταραχές της μνήμης, η διαταραχή προσποίησης και οι ψυχώσεις/σχιζοφρένεια. Σε περιπτώσεις διαταραχών της μνήμης για παράδειγμα δε μπορούμε να πούμε πως τα άτομα ψεύδονται, αφού δε προσπαθούν σκόπιμα να μας εξαπατήσουν. Από την άλλη, τα ψέματα που μπορεί να διατυπώνονται στα πλαίσια της σχιζοφρένειας, περιλαμβάνουν ιστορίες πλήρως αλλόκοτες και εκτός πραγματικότητας, τις οποίες τα άτομα πιστεύουν ακράδαντα και χωρίς να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν ότι πρόκειται για προβληματική συμπεριφορά. Η σκέψη και ο λόγος δεν είναι κατακερματισμένα στη παθολογική ψευδολογία, κάτι που ωστόσο παρατηρείται στη σχιζοφρένεια. Τέλος στη διαταραχή προσποίησης έχουμε σκόπιμη υπόκριση σωματικών ή ψυχικών συμπτωμάτων από τα άτομα, σε αντίθεση με τη παθολογική ψευδολογία όπου τα ψέματα σχετίζονται με διάφορα θέματα και δε περιορίζονται μόνο στη προσποίηση κάποιας ασθένειας.
Οι ερευνητές λοιπόν και ειδικά όσοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή διαταραχή, έχουν προσπαθήσει να δώσουν κάποια κριτήρια- συμπτώματα της παθολογικής ψευδολογίας. Θεωρούν ότι εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 8-13% στο γενικό πληθυσμό και αναφέρουν πως πρόκειται για:
- Ένα επίμονο μοτίβο συμπεριφοράς που περιλαμβάνει συχνά ψέματα/διήγηση μύθων τα οποία δε φαίνεται να σχετίζονται με κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο ή όφελος.
- Οι ιστορίες είναι συχνά δραματικές, υπερβολικά λεπτομερείς ή περίπλοκες και είναι δυσανάλογες με τα γεγονότα της πραγματικότητας. Συνήθως απεικονίζουν το άτομο ως το θύμα ή τον ήρωα και δίνουν μία αίσθηση ότι επιδιώκουν τη συμπόνια ή το θαυμασμό.
- Τα άτομα έχουν επίγνωση ότι εξαπατούν τους άλλους και ίσως κατά διαστήματα να πιστεύουν ορισμένα από τα ψέματά τους, δε φτάνουν όμως σε σημείο η πραγματικότητά τους να διαστρεβλώνεται εντελώς.
- Η συμπεριφορά επηρεάζει τη καθημερινή λειτουργικότητα, ιδιαίτερα σε κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο.
- Η συμπεριφορά έχει διάρκεια 6 μήνες ή περισσότερο.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η δυσκολία ελέγχου της συμπεριφοράς και η έντονα παρορμητική της φύση έχουν οδηγήσει στη διατύπωση ότι πρόκειται μάλλον για μία διαταραχή ελέγχου των παρορμήσεων.
Σχετικά με την αιτιολογία εμφάνισης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς έχει προταθεί πως η θεωρία του Donald Winnicott για την ανάπτυξη του ψευδή εαυτού μπορεί να έχει εφαρμογή. Ο ψευδής εαυτός αναπτύσσεται κατά τη παιδική ηλικία, όταν το παιδί αναγκάζεται να καταπνίξει τις πραγματικές του ανάγκες ή απόψεις (αληθινός εαυτός), για να γίνει αποδεκτό από τους φροντιστές του, υιοθετώντας χαρακτηριστικά που εκείνοι θεωρούν ιδανικά. Η ύπαρξη του ψευδή εαυτού είναι προσαρμοστική σε ορισμένες καταστάσεις, ωστόσο εάν οι φροντιστές συνεχώς ενισχύουν τα χαρακτηριστικά του, το παιδί μπορεί σταδιακά να αποκρύψει και να αποξενωθεί από το πραγματικό του εαυτό. Δημιουργείται λοιπόν χαμηλή αυτοεκτίμηση και μία εντύπωση μελλοντικά ότι για να είναι κοινωνικά αποδεκτό χρειάζεται συνεχώς να κρύβει τον αληθινό του εαυτό και να αναδεικνύει το ψευδή του χαρακτηριστικά. Ο ψευδής εαυτός συνήθως χαρακτηρίζεται από στοιχεία όπως τελειοθηρία, μεγαλοπρέπεια, κοινωνικότητα ή υπερβολική αυτοπεποίθηση, τα οποία είναι εύκολο να παρατηρηθούν και στο περιεχόμενο των ψεμάτων που λένε τα συγκεκριμένα άτομα (πχ συνήθως ψεύδονται για την επαγγελματική τους επιτυχία, την οικονομική τους κατάσταση, το κοινωνικό status ή τις ερωτικές τους επιτυχίες). Μέσω λοιπόν της ψευδομανιακής συμπεριφοράς αντλείται εσωτερική ικανοποίηση και γίνεται μία ασυνείδητη προσπάθεια να διαφυλαχθεί η αυτοεκτίμηση.
Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη διαταραχή δεν είναι επαρκώς διερευνημένη, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν αρκετά στοιχεία για το είδος της ψυχοθεραπείας που μπορεί να βοηθήσει. Επιπλέον η διάγνωση των ατόμων με παθολογική ψευδολογία με άλλου είδους διαταραχές, επιφυλάσσει διάφορους κινδύνους, όπως για παράδειγμα η εφαρμογή λανθασμένης θεραπείας ή η αδυναμία τροποποίησης της συμπεριφοράς. Παρ’ όλα κατά τη θεραπεία είναι αναγκαίο να γίνει εκούσια προσπάθεια και να υπάρχει κίνητρο από τη πλευρά του ατόμου να μάθει να ελέγχει τη συμπεριφορά του και να μη χρησιμοποιεί τα ψέματα ως τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Ορισμένοι ερευνητές έχουν προτείνει πως η διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα, ενώ έχει υποστηριχθεί επιπλέον πως όταν η συμπεριφορά ψεύδους ενέχει στοιχεία παρορμητικότητας και καταναγκασμού, μπορούν να χρησιμοποιηθούν φαρμακευτικές αγωγές που χορηγούνται γι’ αυτές τις καταστάσεις. Είναι λοιπόν αναγκαίο η παθολογική ψευδολογία να μελετηθεί περισσότερο, ώστε να δημιουργηθούν και τα κατάλληλα διαγνωστικά και θεραπευτικά πλαίσια για την αντιμετώπισή της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Curtis, A. D. & Hart, L. C. (2020). Pathological Lying: Theoretical and Empirical Support for a Diagnostic Entity. Psychiatric Research and Clinical Practice, 2(2), 62-69. https://doi.org/10.1176/appi.prcp.20190046
Curtis, A. D. & Hart, L. C. (2021). Pathological Lying: Psychotherapists’ Experiences and Ability to Diagnose. American Journal of Psychotherapy, 1-6. https://doi.org/10.1176/appi.psychotherapy.20210006
Grubin, D. (2005). Commentary: Getting at the Truth about Pathological Lying. The Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 33(3), 350-353. PMID: 16186199
Muzinic, L., Kozaric-Kovacic, D. & Marinic I. (2016). Psychiatric aspects of normal and pathological lying. International Journal of Law and Psychiatry, 46, 88-93. https://doi.org/10.1016/j.ijlp.2016.02.036
Thom, R., Teslyar, P. & Friedman, R. (2017). Pseudologia Fantastica in the Emergency Department: A Case Report and Review of the Literature. Case Reports in Psychiatry, 2017, Article ID 8961256. https://doi.org/10.1155/2017/8961256