Νοητική υστέρηση: μία ιδιαίτερη συμπεριφορά
photo by Unsplash.com

Νοητική υστέρηση: μία ιδιαίτερη συμπεριφορά

Ήταν παραμονές Πρωτοχρονιάς όταν χτύπησε η πόρτα του γραφείου μου και όταν άνοιξε μπήκε μέσα ένα έφηβο κορίτσι. Είχε έρθει μαζί με άλλα παιδιά και συνοδούς από το Δρομοκαΐτειο ίδρυμα και πουλούσε διάφορες κατασκευές που είχαν φτιάξει. Με τα χρήματα που θα συγκέντρωναν, θα πήγαιναν στον Άγιο Πανορμίτη στη Σύμη. Θα είχαν πάει ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι,  αλλά είχαν πολλές θεραπείες που έπρεπε να ολοκληρώσουν, λογοθεραπείες, εργοθεραπείες και άλλες σχετικές. Είχε μια σπιρτάδα στο βλέμμα της, ήταν χαρούμενη, επικοινωνιακή, ευγενική,  το όνομά της ήταν Ευανθία και όταν τη ρώτησα πόσο χρονών είναι,  μου απάντησε “η κυρία Κατερίνα μου έχει πει ότι είμαι 15”. Εκεί ακριβώς ήταν που μούδιασε το μυαλό μου και κράτησα την ανάσα μου. Για τους περισσότερους από εμάς, είναι δεδομένο πως γνωρίζουμε την ηλικία μας. Ακόμα κι ένα μικρό παιδί αν το ρωτήσεις, είναι σε θέση να σου απαντήσει με βεβαιότητα πόσο χρονών είναι. Όχι όμως η Ευανθία, χρειαζόταν να της το πει κάποιος άλλος. 

Η νοητική υστέρηση μπορεί να είναι εμφανώς παρούσα στο παιδί από τη νηπιακή ηλικία και σχετίζεται με μειωμένη νοητική ικανότητα και μειωμένη αντίληψη του περιβάλλοντα χώρου. Συγκεκριμένα, η νοητική ανάπτυξη δε συμβαδίζει με τη βιολογική με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συγκεντρωθεί, να αυτοεξυπηρετηθεί και να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με τους άλλους ανθρώπους γύρω του. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση με βιολογικές ή/και περιβαλλοντικές αιτίες, κατά την οποία τα άτομα, λειτουργούν με έναν δικό τους διαφορετικό τρόπο από την πλειοψηφία των ανθρώπων. Όσο πιο νωρίς διαγνωστεί, τόσο πιο έγκαιρα και καλύτερα θα μπορέσει να προσαρμοστεί και να εξελιχθεί μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον.

Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία, η νοητική υστέρηση είναι παρούσα στην περίπτωση κατά την οποία το άτομο δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει συνηθισμένες προκλήσεις της ζωής στην καθημερινότητα,  λόγω συγκεκριμένων νοητικών περιορισμών. Ειδάλλως, εάν η λειτουργικότητα του ατόμου δεν επηρεάζεται σημαντικά και ουσιαστικά από τους νοητικούς περιορισμούς, συνεπάγεται ότι το άτομο δεν έχει νοητική υστέρηση.

 Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να το αντιληφθεί κάποιος από το οικείο περιβάλλον του παιδιού και να απευθυνθεί σε ψυχολόγο, νευροψυχολόγο, ψυχίατρο ή αναπτυξιακό παιδίατρο, ο οποίος με ανάλογα ψυχομετρικά εργαλεία και επιπλέον αξιολόγηση μέσω κλινικής συνέντευξης, θα οδηγηθεί στα ανάλογα συμπεράσματα. Δεν αρκεί όμως αυτό, χρειάζεται να υπάρχει υποστηρικτικό περιβάλλον γύρω από το παιδί, από την οικογένειά του και από το σχολείο του. Χρειάζεται αγάπη, αποδοχή, υπομονή και προσπάθεια για να αναπτύξει στο βαθμό που μπορεί, ορισμένες δεξιότητες.  Οι παιδαγωγοί θα πρέπει να έχουν τις κατάλληλες γνώσεις ώστε να βοηθήσουν στην κοινωνικοποίηση τέτοιων ατόμων για να μη νιώθουν ότι είναι στο περιθώριο. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρόλο που ένα μεγάλο μέρος ατόμων με νοητική υστέρηση ανήκουν σε μία κατηγορία που χαρακτηρίζεται από καλή λειτουργικότητα, σχετική αυτονομία στην κοινότητα και συμμετοχή στις οικογενειακές και κοινωνικές δραστηριότητες, βρίσκονται σε δυσμενή κοινωνική θέση. Παρατηρείται όμως το δυσάρεστο φαινόμενο, ότι ενώ αυτά τα άτομα είναι ικανά να εργαστούν, να μην τους δίνεται αυτή η ευκαιρία ώστε να μπορέσουν με τη σειρά τους να ενταχθούν στο σύνολο. 

Κάλλιστα μπορούν να αφομοιωθούν από την αγορά εργασίας και να απασχοληθούν με απλά καθήκοντα και δεξιότητες, γιατί είναι πολύ σημαντικό για αυτά τα άτομα να νιώθουν ότι προσφέρουν στην κοινότητα. Όταν αισθάνονται ότι αποτελούν μέρος της κοινωνίας και δεν είναι αποξενωμένοι, αυξάνεται η αυτοεκτίμησή τους. Σημαντική συμβολή είναι όμως, η αποδοχή τους από τον υπόλοιπο “συνηθισμένο” κόσμο, αλλά δυστυχώς η ελληνική κοινωνία δεν είναι εξοικειωμένη με τη συναναστροφή ιδιαίτερων ανθρώπων, λόγω άγνοιας. Τα άτομα με νοητική υστέρηση,  είναι ιδιαίτερα άτομα τα οποία χρειάζονται χρόνο και υπομονή για να αναπτυχθούν σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο και σε καμία περίπτωση δεν ευθύνονται οι ίδιοι για την κατάστασή τους. 

Βιβλιογραφία: 

  1. Wenar, C. & Kerig, P., K. (2008). Οι εξελικτικές συνέπειες της Νοητικής Υστέρησης. Στο Δ. Μαρκουλής & Ε. Γεωργάκα (Επιμ.), Εξελικτική Ψυχοπαθολογία (σσ. 510-547). Gutenberg.
  2. Αρμπουνιώτη, Β., Κουτσοκλένη, Ι., Μαρνελάκης, Μ. (2007). Διαναπηρικός οδηγός επιμόρφωσης: Νοητική Υστέρηση, 7-9, 20, 81, 94. https://prosvasimo.iep.edu.gr/docs/pdf/epimorfwtiko-uliko-nohtikh/Nohtikh.pdf  
  3. Πατσιούδη, Α., (2024). ΑΘΗΝΟΔΡΟΜΙΟ: Μαθητές με Νοητική Αναπηρία (Νοητική Υστέρηση). https://www.athinodromio.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CE%BD%CE%BF%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%BD%CE%BF%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%85/ 
  4. Κωνσταντοπούλου, Β., (2016). ΦΡΟΝΤΙΔΑ: Ορισμός Νοητικής Υστέρησης – Συμβουλές προς γονείς και δασκάλους. https://www.frodida.org/Article/272/el/Orismos-Noitikis-Ysterisis–Sumvoules-pros-goneis-and-daskalous/

Αρχισυνταξία: Δράνη Φωτεινή – Δέσποινα, Ψυχολόγος BSc, MScc

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com