Η ψυχοθεραπεία είναι η πρώτης γραμμής θεραπευτική παρέμβαση για τις ψυχικές διαταραχές και αποτελείται από τη συνεργασία ενός επαγγελματία ψυχολόγου με κάποιο θεραπευόμενο άτομο, αν και μπορεί εκτός από ατομική να είναι και ομαδική, ζεύγους ή οικογένειας. Ο θεραπευόμενος παρακολουθεί τακτικές συνεδρίες με τον θεραπευτή συνήθως εβδομαδιαία και το πλαίσιο (δηλαδή ο στόχος, η συχνότητα, η διάρκεια και οι τεχνικές) διαφοροποιείται ανάλογα με το αίτημα, το είδος του προβλήματος αλλά και τη προσέγγιση του εκάστοτε θεραπευτή.
Υπάρχουν διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις οι οποίες στηρίζονται σε διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο, χρησιμοποιούν διαφορετικού είδους τεχνικές και υπάρχουν ενδείξεις πως η κάθε προσέγγιση μπορεί να είναι πιο ωφέλιμη σε ορισμένες διαταραχές ή περιπτώσεις. Οι κυριότερες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις είναι η ψυχαναλυτική, η ψυχοδυναμική, η γνωστική συμπεριφορική, η υπαρξιακή καθώς και η συστημική, η διαπροσωπική και η μορφολογική.
Η αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας εξετάζεται συχνά ερευνητικά, κυρίως μέσω συνεντεύξεων ατόμων που έχουν παρακολουθήσει ψυχοθεραπεία καθώς και μέσω της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων από αυτά, που σκοπεύουν να μετρήσουν τη ψυχική ευεξία που ένοιωθαν πριν και μετά τη θεραπεία, τη μείωση των συμπτωμάτων τους, τη κοινωνική τους λειτουργικότητα ή αλλαγές στη προσωπικότητα.
Πρόσφατες έρευνες ωστόσο έχουν δώσει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τις βιολογικές αλλαγές που μπορεί να συμβούν στον εγκέφαλο ατόμων που παρακολούθησαν ψυχοθεραπεία. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει πλήρως αποδεκτό επιστημονικά ότι τα ψυχικά φαινόμενα προέρχονται από τη λειτουργία του εγκεφάλου και μέχρι στιγμής έχουν δημοσιευτεί περίπου είκοσι έρευνες που εξετάζουν την επίδραση της ψυχοθεραπείας στον εγκέφαλο. Οι κύριες θεραπευτικές προσεγγίσεις που έχουν εξεταστεί σε τέτοιου είδους έρευνες είναι η διαπροσωπική, ψυχοδυναμική και η γνωστική συμπεριφορική. Οι διαταραχές που έχουν εξεταστεί είναι η ιδεοψυχαναγκαστική, η διαταραχή μετατραυματικού στρες, οι φοβίες και μερικές αγχώδεις διαταραχές. Στο παρόν άρθρο θα παρατεθούν στοιχεία από δύο έρευνες σχετικά με τη βελτίωση που έχουν αποφέρει η ψυχοδυναμική και η γνωστική συμπεριφορική σε άτομα με κατάθλιψη.
Η μείζονα καταθλιπτική διαταραχή (κατάθλιψη) είναι μία διαταραχή της διάθεσης που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως καταθλιπτική διάθεση στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σχεδόν καθημερινά, απώλεια ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης για τις περισσότερες δραστηριότητες, απώλεια ή αύξηση βάρους χωρίς προσπάθεια, αϋπνία ή υπερυπνία σχεδόν καθημερινά. Επίσης μπορεί να υπάρχει έντονη ψυχoκινητική επιβράδυνση ή διέγερση, κόπωση, ενοχικά συναισθήματα, μείωση της συγκέντρωσης, συνεχόμενες σκέψεις αυτοκτονίας ή απόπειρα αυτοκτονίας. Τα συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, να προκαλούν δυσφορία, έκπτωση στη λειτουργικότητα και να μην είναι αποτέλεσμα δράσης κάποιας ουσίας.
Η πρώτη έρευνα δημοσιεύτηκε από την Cynthia H.Y. Fu και συν. (2008) και χρησιμοποιήθηκε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) για να εξεταστεί ο εγκέφαλος ατόμων με κατάθλιψη πριν και μετά από δεκαέξι συνεδρίες γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας. Η fMRI είναι μια μέθοδος απεικόνισης της λειτουργίας του εγκεφάλου που στηρίζεται στο γεγονός ότι οι εγκεφαλικές περιοχές που ενεργοποιούνται περισσότερο κατά τη διάρκεια εκτέλεσης μίας δραστηριότητας καταναλώνουν πιο πολύ οξυγονωμένο αίμα, το οποίο δημιουργεί ένα σήμα που βοηθά στην απεικόνιση των εκάστοτε περιοχών, ενώ τα άτομα εκτελούν κάποιο έργο. Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως οι συμμετέχοντες και στις δύο έρευνες απείχαν από κάθε είδους φαρμακευτική αγωγή, με σκοπό να εξαλειφθούν οποιεσδήποτε επιδράσεις της στην εγκεφαλική λειτουργία.
Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία που χρησιμοποιήθηκε στη παραπάνω έρευνα έχει τις βάσεις της στον συμπεριφορισμό, στις θεωρίες μάθησης καθώς και στη γνωστική ψυχολογία. Βασίζεται στην άποψη ότι οι αντιλήψεις που έχουμε και οι ερμηνείες που δίνουμε σε μία κατάσταση είναι αυτές που επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας και όχι η κατάσταση αυτή καθ’ αυτή. Θεωρεί πως οι δυσλειτουργικές μορφές συμπεριφοράς είναι αποτέλεσμα μάθησης και επομένως μπορούν να τροποποιηθούν μέσω μίας νέας διαδικασίας μάθησης. Είναι βραχείας διάρκειας και εστιάζει κυρίως στο εδώ και τώρα. Στόχος της είναι να βοηθήσει τα άτομα να αλλάξουν τις δυσπροσαρμοστικές σκέψεις τους για τον εαυτό, τους άλλους και τη πραγματικότητα και να αντικαταστήσουν τις μη αποτελεσματικές μορφές συμπεριφοράς με πιο προσαρμοστικές. Χρησιμοποιεί τεχνικές όπως το παιχνίδι ρόλων, τη σταδιακή έκθεση σε στρεσογόνα ερεθίσματα, τη ψυχοεκπαίδευση, τα συμπεριφορικά πειράματα, την ενεργοποίηση/κινητοποίηση της συμπεριφοράς και την αμφισβήτηση των αυτόματων αρνητικών σκέψεων.
Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν εντυπωσιακά. Συγκεκριμένα στη σάρωση πριν τη θεραπεία τα άτομα με κατάθλιψη εμφάνιζαν διαφορετικό πρότυπο ενεργοποίησης περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη ανίχνευση συναισθηματικών ερεθισμάτων (αμυγδαλή), τη συναισθηματική μνήμη (ιππόκαμπος), τη βίωση, επεξεργασία και αντίδραση στα συναισθήματα (φλοιός του προσαγωγίου) καθώς και τη ρύθμιση του συναισθήματος (μετωπιαίος λοβός). Η δραστηριοποίηση αυτή διέφερε από τα άτομα που δεν έπασχαν από κατάθλιψη και παρουσιαζόταν όταν οι συμμετέχοντες εκτέθηκαν σε εικόνες προσώπων που έδειχναν διαφορετικού βαθμού θλίψη. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτές οι διαφορές στην ενεργοποίηση του εγκεφάλου ανάμεσα στα άτομα με κατάθλιψη και στα άτομα χωρίς, σχετίζεται άμεσα με τη παθολογία της κατάθλιψης και συγκεκριμένα να με τις δυσκολίες που εμφανίζουν τα άτομα με κατάθλιψη στη διαχείριση, την ερμηνεία και τον έλεγχο των συναισθημάτων. Στη σάρωση που έγινε μετά τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία η δραστηριοποίηση σε όλες τις παραπάνω περιοχές επέστρεψε στο φυσιολογικό, δηλαδή ήταν παρόμοια με αυτή των συμμετεχόντων χωρίς κατάθλιψη.
Η δεύτερη έρευνα δημοσιεύτηκε από την Anna Buchheim και συν. (2012) και χρησιμοποιήθηκε επίσης λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) για να εξεταστεί ο εγκέφαλος ατόμων με κατάθλιψη πριν και δεκαπέντε μήνες μετά από ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία. Η συγκεκριμένη έρευνα βασίστηκε στα αποτελέσματα της προηγούμενης και επεδίωξε να εξετάσει εάν θα παρατηρούταν αλλαγές στις ίδιες εγκεφαλικές περιοχές έπειτα όμως από συνεδρίες ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας.
Η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία είναι από τις πιο γνωστές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και έχει τις ρίζες της στη ψυχανάλυση. Διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες μορφές ψυχοθεραπείας στο γεγονός ότι εξετάζει το ασυνείδητο του ατόμου, δηλαδή όλες τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις ανάγκες στις οποίες το άτομο δεν έχει εκούσια πρόσβαση αλλά ωστόσο επηρεάζουν έντονα τη ζωή του. Επιπλέον εξετάζει τους μηχανισμούς άμυνας, τη παιδική ηλικία, το παρελθόν και τις καταπιεσμένες συμπεριφορές των θεραπευομένων. Δίνει μεγάλη σημασία στη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου καθώς μέσω αυτής αναδύονται προβλήματα, συγκρούσεις και μοτίβα διαπροσωπικών σχέσεων που έχουν επηρεάσει το άτομο. Στόχος της είναι η απόκτηση αυτογνωσίας για το τρόπο που ο θεραπευόμενος αντιμετωπίζει καταστάσεις, για τις άμυνες που χρησιμοποιεί συχνά και το πως επηρεάζουν τη ψυχική υγεία του, ενώ επίσης γίνεται προσπάθεια να αντικατασταθούν οι δυσπροσαρμοστικές άμυνες με πιο προσαρμοστικές.
Όπως και στην έρευνα της Cynthia H.Y. Fu και συν. βρέθηκε πως στη σάρωση πριν τη θεραπεία ορισμένες περιοχές που σχετίζονται με το συναίσθημα και τη ρύθμισή του (αμυγδαλή, ιππόκαμπος, φλοιός του προσαγωγίου και μετωπιαίος λοβός) παρουσίαζαν διαφορετικό σήμα ενεργοποίησης στους συμμετέχοντες με κατάθλιψη όταν εκτέθηκαν σε φορτισμένες συναισθηματικά εικόνες, σε σχέση με τους συμμετέχοντες χωρίς κατάθλιψη. Στη σάρωση μετά τη λήξη της ψυχοδυναμικής ψυχοθεραπείας η ενεργοποίηση επέστρεψε σε φυσιολογικά επίπεδα.
Μία έννοια που μπορεί να βοηθήσει ιδιαίτερα στη κατανόηση του πως οι αλλαγές μπορούν να συμβούν είναι αυτή της νευροπλαστικότητας. Πρόκειται για την ικανότητα που έχει ο εγκέφαλος να είναι ένα εύπλαστο όργανο. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αλλάξει τη δομή και ορισμένες λειτουργίες του ως αποτέλεσμα μάθησης ή εμπειρίας. Η ψυχοθεραπεία λοιπόν είναι πιθανό να μπορεί βοηθήσει τον εγκέφαλο να τροποποιήσει τη λειτουργία του, μέσω της πλαστικότητας, καθώς μαθαίνει στα άτομα πως να διαχειρίζονται καλύτερα τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Επίσης ενισχυεί τις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων, αυτοελέγχου της συμπεριφοράς και τις κοινωνικές δεξιότητες. Η νευροπλαστικότητα είναι μία βιολογική και προσαρμοστική λειτουργία του εγκεφάλου, αλλά είναι σημαντικό να αναφερθεί πως μπορεί να μην συμβαίνει πάντα, ή να είναι πάντα επιτυχής.
Οι συγκεκριμένες έρευνες προσδίδουν επιπλέον στοιχεία για την αποτελεσματικότητα της γνωστικής συμπεριφορικής και της ψυχοδυναμικής θεραπείας στη κατάθλιψη και βασιζόμενες σε απεικονιστικές μεθόδους του εγκεφάλου και στη νευροανατομία προτείνουν πως μπορούν να επιφέρουν αλλαγές στην εγκεφαλική λειτουργία. Φυσικά ο στόχος των παραπάνω ερευνών δεν είναι σε καμία περίπτωση να προτείνουν πως η ψυχοθεραπεία είναι καλύτερη για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης σε σχέση με τη φαρμακευτική αγωγή. O συγκεκριμένος ερευνητικός κλάδος φαίνεται πολλά υποσχόμενος καθώς μπορεί να δώσει πολύτιμα στοιχεία στους ειδικούς για την διαμόρφωση προγραμμάτων παρέμβασης για κάθε ψυχική διαταραχή και θα ήταν ενδιαφέρον να εξεταστεί μελλοντικά εάν η ψυχοθεραπεία έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μακροχρόνιες βιολογικές αλλαγές.
Τέτοιου είδους έρευνες είναι πολύ σημαντικές όχι μόνο για τους ειδικούς ψυχικής υγείας, αλλά και για την κατάρριψη του στίγματος απέναντι στη ψυχοθεραπεία που είναι παρόν ακόμα και σήμερα. Δυστυχώς είναι διαδεδομένη η άποψη ότι δεν είναι ικανή στη πραγματικότητα να βοηθήσει, με αποτέλεσμα αρκετά άτομα να είναι πολύ διστακτικά να ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία ακόμα κι αν αισθάνονται μεγάλη ψυχική δυσφορία. Επίσης κοινή είναι η άποψη ότι μόνο τα φάρμακα θα μπορέσουν πραγματικά να βοηθήσουν, με αποτέλεσμα πάλι πολλοί άνθρωποι να μη δίνουν μία ευκαιρία στη ψυχοθεραπεία και να κάνουν αλόγιστη χρήση φαρμάκων. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πλέον αρκετές ενδείξεις ότι έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει τροποποιητικά για τον εγκέφαλο και να ανακουφίσει τα συμπτώματα πολλών ψυχικών διαταραχών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία. (2015). Διαγνωστικά Κριτήρια από DSM-5 (Κ. Γκοτζαμάνης Επιμ.). Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας.
Buchheim, A., Viviani, R., Kessler, H., Kächele, H., Cierpka, M., Roth, G., George, C., Kernberg, F. O., Burns, G. & Taubner, S. (2012). Changes in Prefrontal-Limbic Function in Major Depression after 15 Months of Long-Term Psychotherapy. PLoS ONE, 7(3). https://doi.org/10.1371/journal.pone.0033745
Fu, H. Y. C., Williams, C. R. S., Cleare, J. A., Scott, J., Mitterschiffthaler, T. M., Walsh, D. N., Donaldson, C., Suckling, J., Andrew, C., Steiner, H. & Murray, M. R. (2008). Neural Responses to Sad Facial Expressions in Major Depression Following Cognitive Behavioral Therapy. Biological Psychiatry, 64(6), 505-512. https://doi.org/10.1016/j.biopsych.2008.04.033
Karlsson, H. (2011, August 11). How Psychotherapy Changes the Brain: Understanding the Mechanisms. Psychlinks. https://forum.psychlinks.ca/threads/how-psychotherapy-changes-the-brain.22130/