Από αρχαιοτάτων χρόνων η μουσική ακουμπάει ευαίσθητες χορδές στην ψυχή του ανθρώπου επηρεάζοντας το συναίσθημα, το μυαλό και τη συμπεριφορά του. Πολλές έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η μουσική έχει χαλαρωτική επίδραση περιορίζοντας το άγχος, την κατάθλιψη ενώ ταυτόχρονα ασκεί θετική επιρροή στη μνήμη.
Επιπλέον συμβάλει στη θεραπεία συγκεκριμένων ψυχικών ασθενειών και ψυχοσωματικών διαταραχών, σύμφωνα με αμερικανούς και σκωτσέζους επιστήμονες, οι οποίοι ζητούν από τους ασθενείς τους να ακούνε συγκεκριμένα μουσικά κομμάτια.
Στις ΗΠΑ επιστήμονες του Πανεπιστημίου Τεμπλ της Φιλαδέλφειας μελέτησαν τον εγκέφαλο 184 εθελοντών την ώρα που εκείνοι άκουγαν συγκεκριμένα είδη μουσικής. Διαπίστωσαν ότι κάθε μουσικό κομμάτι ή κλασικός συνθέτης είχε και διαφορετική επίδραση στην κυκλοφορία του αίματος, στη διάθεση και στις νευρικές λειτουργίες.
Η κλασική μουσική, όπως αυτή των Μπάχ και Μότσαρτ καθώς και οι ροκ μελωδίες των pink floyd βοηθάνε στην ανακούφιση του πόνου που βιώνουν όσοι υποφέρουν από κατάθλιψη.
Ο Μπετόβεν θεωρείται κατάλληλος για την αντιμετώπιση κρίσεων πανικού,
ενώ η τζαζ γενικά θεωρείται το πλέον «θεραπευτικό» είδος μουσικής.
Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης χρησιμοποιεί ένα μείγμα ψυχολογίας και ακουστικής μηχανικής προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον η μουσική μπορεί να κρύβει τη λύση πολλών ψυχολογικών παθήσεων. Αναλύουν τους στίχους, τους τόνους, ακόμη και αυτούς που κρύβονται πίσω από διάσημα ροκ και ποπ τραγούδια.
Κάθε μουσική εξημερώνει και διαφορετικό… ήθος, υποστηρίζουν οι επιστήμονες.
Οι μουσικές συνθέσεις των Βιβάλντι, Πάχελμπελ, Χέντελ και Μπαχ είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση του στρες επειδή διαθέτουν ένα μουσικό τέμπο (το λεγόμενο και andante) όσο και ο ρυθμός της καρδιάς μας σε ηρεμία, δηλαδή 65-70 χτύπους το λεπτό. Επίσης υπάρχει και το λεγόμενο «Μozart effect» («Η επίδραση Μότσαρτ») σύμφωνα με το οποίο η σονάτα «Κ. 448 Για δύο πιάνα» του αυστριακού μουσουργού βελτιώνει την ικανότητα επεξεργασίας προβλημάτων που σχετίζονται με ανώτερες γνωστικές λειτουργίες, ελαττώνει τον απαιτούμενο χρόνο εκμάθησης, μειώνει τα λάθη κατά τη διάρκεια της εργασίας και βελτιώνει τη δημιουργικότητα και τη διαύγεια.