Τί εννοούμε όταν αναφερόμαστε στον κώδικα δεοντολογίας και πώς εξασφαλίζεται η κατοχύρωσή του σε μια επαγγελματική δραστηριότητα;
Όπως σε κάθε επάγγελμα,έτσι και στο επάγγελμα του ψυχολόγου εμπλέκεται η διάσταση της ηθικής,αν και τις περισσότερες φορές δεν είναι εμφανής. Η «Ηθική»(ethics) προέρχεται από τη λέξη «ήθος»,δηλαδή χαρακτήρας, και χρησιμοποιείται με τρεις θεμελιώδεις σημασίες:1) το πρότυπο,τον τρόπο ζωής, 2) το σύνολο ορισμένων κανόνων ή κωδίκων που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων και των ομάδων και 3) την μελέτη του τρόπου ζωής και των ρυθμιστικών του κανόνων. Συχνά,επίσης,αναφερόμαστε σε δυο διαστάσεις της ηθικής,την υποκειμενική(προσωπική,ατομική και ξεχωριστή για κάθε άνθρωπο) και την αντικειμενική(συλλογική ηθική που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα μιας «συμφωνίας» ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και περιλαμβάνει τους θεσμοθετημένους νόμους,διατάξεις,κοινά αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς,έθιμα κ.ο.κ). Συνεπώς,η θέσπιση ενός κώδικα δεοντολογίας υπαγορεύεται από την ανάγκη συμπόρευσης του εκάστοτε επαγγέλματος με τη συλλογική ηθική μιας κοινωνίας,ούτως ώστε να συμβαδίζει με τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς και να αποδίδει τα μέγιστα,χωρίς να βλάπτει την ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπεια.
Ένας κώδικας δεοντολογίας παρέχει στα μέλη ενός επαγγέλματος οδηγίες για τον τρόπο άσκησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος,κατευθυντήριες γραμμές για την επίλυση ηθικών διλημμάτων,κριτήρια και αξίες επαγγελματικής άσκησης,όπως επίσης και μέσα κρίσης της συμπεριφοράς των επαγγελματιών ως δεοντολογικής ή μη,και τέλος,διασφαλίζει την ακεραιότητα και την ηθική υπόσταση του κλάδου,προστατεύοντάς τον από εξωτερικές παρεμβάσεις. Παρ’όλα αυτά,ακριβώς επειδή ο κώδικας δεοντολογίας δεν ενέχει την ισχύ νόμου και περιλαμβάνει γενικές ηθικές αρχές που συνήθως ερμηνεύονται κατα το δοκούν,ενώ ταυτόχρονα είναι ευεπηρέαστος από το κοινωνικο-πολιτισμικό γίγνεσθαι μιας κοινωνίας,καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθεί η ηθική άσκηση του επαγγέλματος,ενώ συχνά προκύπτουν προβλήματα που εντάσσονται στις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες» του κώδικα,διότι δεν καλύπτεται όλο το φάσμα των πιθανών καταστάσεων που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο επαγγελματίας.
Όσον αφορά στο επάγγελμα του ψυχολόγου, ο Κώδικας Δεοντολογίας του Βρετανικού Συλλόγου Ψυχολόγων(στην Ελλάδα υπάρχει ο αντίστοιχος Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων), στηρίζεται σε τέσσερις Ηθικές Αρχές, που αποτελούν τους βασικούς τομείς ,υπό το πρίσμα των οποίων εξετάζονται τα ηθικά ζητήματα.
- Ο Σεβασμός: Οι ψυχολόγοι οφείλουν να σέβονται την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων,να σέβονται τις διαφορές που απορρέουν από το φύλο,την εθνότητα,την ηλικία,τον σεξουαλικό προσανατολισμό,τους ρόλους,την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των πελατών κλπ,να αποφεύγουν τις προκατειλλημμένες και στερεοτυπικές πρακτικές,να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών τους και να λαμβάνουν την συγκατάθεσή τους για τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε διαδικασία(πχ έρευνα),να λαμβάνουν σοβαρά υπ’όψην τους την αυτοδιάθεση των πελατών και να διαφυλάσσουν το απόρρητο με εχεμύθεια(εδώ να σημειωθεί ότι ο κώδικας προβλέπει την άρση του απορρήτου σε εξαιρετικά ιδιάζουσες περιπτώσεις,όπου υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις κινδύνου για τη ζωή του πελάτη ή/και άλλων ανθρώπων).
- Η Επαγγελματική Επάρκεια: Οι ψυχολόγοι οφείλουν να είναι γνώστες του κώδικα δεοντολογίας του επαγγέλματός τους,να αναλαμβάνουν την ευθύνη των αποφάσεών τους,να ασκούν το επάγγελμά τους μέσα στα όρια της επάρκειάς τους,να διευρύνουν τις γνώσεις τους μέσω καταρτίσεων και επιμορφώσεων,να δέχονται τακτική εποπτεία,να διαχωρίζουν την προσωπική από την επαγγελματική τους ζωή,και, σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προσωπικά προβλήματα,να αναζητούν βοήθεια και να απέχουν από την άσκηση του επαγγέλματος εως ότου ανακτήσουν την επάρκειά τους.
- Η Υπευθυνότητα: Οι ψυχολόγοι πρέπει να αναγνωρίζουν την ευθύνη που φέρουν απέναντι στους πελάτες,το κοινό,το επάγγελμα και την επιστήμη της Ψυχολογίας, να αποφεύγουν την πρόκληση βλάβης(σωματικής ή ψυχολογικής) στους πελάτες και τους συμμετέχοντες σε έρευνες/πειράματα και να προλαμβάνουν την κακή χρήση ή κατάχρηση του κοινωνικού έργου που επιτελούν.
- Η Ακεραιότητα: Οι ψυχολόγοι είναι υπεύθυνοι για να διατηρούν τα θεραπευτικά όρια με τους πελάτες,να αποφεύγουν τη σύναψη σχέσεων με τους πελάτες πλην της αμιγώς θεραπευτικής(φιλική,σεξουαλική,κλπ),να μην εκμεταλλεύονται και να μην προωθούν αντικρουόμενα συμφέροντα ανάμεσα στον πελάτη και τον περίγυρό του,να είναι ειλικρινείς και σαφείς προς τους πελάτες για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους και να μη διστάζουν να καταγγέλλουν περιστατικά κατάφωρης παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας.
- Ειδικότερα,για τους ψυχολόγους που ειδικεύονται στην ψυχοθεραπεία,τονίζεται πόσο σημαντικό είναι να έχουν κατανοήσει σε βάθος την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση στην οποία εξειδικεύονται ,τόσο σε θεωρητικό,όσο και σε πρακτικό επίπεδο,να βρίσκονται σε επαφή με τις εξελίξεις της κοινωνίας,να αναπτύσσονται προσωπικά(μέσω της προσωπικής τους θεραπείας) και επαγγελματικά(μέσω της τακτικής εποπτείας),να επεκτείνουν τις γνώσεις τους και τις θεραπευτικές τους δεξιότητες και να φροντίζουν για την σαφή και συνεπή τήρηση του θεραπευτικού πλαισίου(ενδυμασία,χώρος,τρόπος ομιλίας,χρόνος,πληρωμή),των ορίων στη θεαπευτική σχέση και της διαφύλαξης του απορρήτου.
- Τέλος,επειδή δεν υπάρχει ένας παγκόσμιος επαγγελματικός σύλλογος στον οποίο να υπάγονται όλοι οι ψυχολόγοι και ο οποίος να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει πειθαρχικά μέτρα για τις περιπτώσεις παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας,επαφίεται στην κρίση και την ιδιοσυγκρασία του κάθε επαγγελματία ψυχολόγου/ψυχοθεραπευτή να εναρμονίζεται με τον κώδικα,προκειμένου να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη,αμερόληπτη και ηθικά ευαισθητοποιημένη άσκηση της ιδιότητάς του.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αναγνωστοπούλου, Τ. (2008). Ηθικά ζητήματα στην ψυχολογία. Θεσσαλονίκη:Εκδόσεις Ινστιτούτου Ψυχολογίας και Υγείας