Κλεπτομανία
Κλεπτομανία

Κλεπτομανία


Η κλεπτομανία είναι μία ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται πρωτίστως από την έντονη και ανεξέλεγκτη παρόρμηση για κλοπή. Ο όρος επινοήθηκε το 1838, όταν δύο Γάλλοι ιατροί ο Jean-Étienne Esquirol και ο C.C. Marc χρησιμοποίησαν τον όρο “κλεπτομανής” για να αναφερθούν σε άτομα που έκλεβαν επανειλημμένα, όχι λόγω ανάγκης ή έλλειψης ήθους, αλλά λόγω ψυχικών συμπτωμάτων. Παρ’ όλα αυτά η κλεπτομανία σήμερα είναι μία υποδιαγνωσμένη και σχετικά παραμελημένη ερευνητικά διαταραχή, η οποία θεωρείται σπάνια. Εκτιμάται ότι εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 0,6-0,8% στο γενικό πληθυσμό, ωστόσο σε άτομα που πάσχουν από άλλες ψυχικές διαταραχές (κλινικά δείγματα) το ποσοστό αγγίζει το 4-7%. Θεωρείται συχνότερη στις γυναίκες, αν και σε αυτό ενδεχομένως συμβάλλει το γεγονός ότι οι άντρες είναι πιο πιθανό να πάνε στη φυλακή για μία τέτοια συμπεριφορά, ενώ οι γυναίκες πιο πιθανό να παραπεμφθούν για ψυχολογική υποστήριξη.

Η κλεπτομανία κατατάσσεται στις διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων και για τη διάγνωσή της χρειάζεται να πληρούνται τα παρακάτω κριτήρια, σύμφωνα με το εγχειρίδιο DSM-5:

  •  Επαναλαμβανόμενη αδυναμία του ατόμου να αντισταθεί στη παρόρμηση να κλέψει ένα αντικείμενο, το οποίο όμως δεν χρειάζεται απαραίτητα για προσωπική χρήση ή για τη χρηματική του αξία
  • To άτομο αισθάνεται έντονη συναισθηματική αναστάτωση πριν τη κλοπή του αντικειμένου
  •  Κατά τη διάρκεια της κλοπής νοιώθει άμεση ανακούφιση και ευχαρίστηση
  •  Η συμπεριφορά κλοπής δε συμβαίνει με σκοπό την έκφραση θυμού ή την εκδίκηση και δεν αποτελεί απάντηση σε κάποια ψευδαίσθηση
  •  H συμπεριφορά δεν εμφανίζεται στα πλαίσια της διαταραχής διαγωγής και δεν εξηγείται καλύτερα από την ύπαρξη μανιακών επεισοδίων ή την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας

Η μέση ηλικία εμφάνισης των συμπτωμάτων κλεπτομανίας είναι η εφηβεία, ενώ η προσωπικότητα των ατόμων με κλεπτομανία συνήθως χαρακτηρίζεται από έντονη ανάγκη αναζήτησης νέων εμπειριών, αφοσίωση, παρορμητικότητα και περιέργεια, απαισιοδοξία αλλά και ισχυρογνωμοσύνη. Συχνά αναφέρουν την ανάγκη τους να αποφεύγουν δυσμενείς καταστάσεις/επιπτώσεις των πράξεών τους και επίσης ότι διακατέχονται σε μεγάλο βαθμό από προληπτικό άγχος (υπερβολική ανησυχία για το μέλλον και κυρίως για άσχημα πράγματα που μπορεί να συμβούν). Αναφέρουν γενικά χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τη ζωή τους, αλλά παρ’ όλα αυτά πρόκειται για άτομα με ενσυναίσθηση, που δεν επιδίδονται σε άλλου είδους εγκληματικές συμπεριφορές.

Σημαντικό είναι να διαφοροποιηθεί η κλεπτομανία από τη ληστεία καταστημάτων (shoplifting), η οποία γίνεται με σκοπό τη κάλυψη προσωπικών αναγκών, για παράδειγμα η κλοπή τροφής ή ρούχων από κάποιον που τα έχει ανάγκη. Τα άτομα με κλεπτομανία τις περισσότερες φορές εργάζονται και δεν έχουν οικονομικά προβλήματα, ενώ συνήθως κλέβουν αντικείμενα μικρής ή μηδαμινής αξίας (πχ απλά αντικείμενα από το σπίτι ενός φίλου, αντικείμενα από ένα κατάστημα τα οποία έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν). Τα αντικείμενα αφού κλαπούν συχνά παραμερίζονται, επιστρέφονται, χαρίζονται σε άλλους ή υπερσυσσωρεύονται στο προσωπικό χώρο των ατόμων δημιουργώντας πρόβλημα. Παρά το γεγονός ότι το αίσθημα ικανοποίησης τη στιγμή της κλοπής είναι πολύ μεγάλο, τα άτομα αναφέρουν έντονα αισθήματα ενοχής, μετάνοιας και θλίψης μετέπειτα.

Τα περισσότερα άτομα με κλεπτομανία αναφέρουν πως έχουν προσπαθήσει στο παρελθόν να σταματήσουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ανεπιτυχώς. Το 60-80% έχει συλληφθεί έστω μία φορά ενώ το 10-20% έχει πάει στη φυλακή. Η συμπεριφορά τους αποσκοπεί στην ανακούφιση των ψυχικών συμπτωμάτων που προκύπτουν από την ανεξέλεγκτη παρόρμησή τους να κλέψουν, η οποία δημιουργεί μεγάλη εσωτερική αναστάτωση και άγχος. Ωστόσο το μεγαλύτερο ποσοστό δεν αναζητά βοήθεια από ειδικό, λόγω των έντονων συναισθημάτων ντροπής που βιώνουν, αλλά και λόγω φόβου αντιμετώπισης νομικών κυρώσεων. Φαίνεται λοιπόν πως πρόκειται για μία διαταραχή που προκαλεί μεγάλη ψυχική δυσφορία και το γεγονός ότι αποκρύπτεται από τα άτομα συμβάλει στην υποδιάγνωση και τη περαιτέρω διαιώνισή της από αυτά, εφόσον παραμένουν χωρίς βοήθεια.

Αρχικά η κλεπτομανία θεωρήθηκε ότι εμπεριέχει ιδεοψυχαναγκαστικά στοιχεία και γινόταν κατανοητή με βάση αυτό το πλαίσιο. Παρ’ όλο όμως που η έντονη επανάληψη της συμπεριφοράς και η αδυναμία ελέγχου αυτής είναι κύρια στοιχεία της κλεπτομανίας που ομοιάζουν με τους καταναγκασμούς, δεν φαίνεται πως η συμπεριφορά συμβαίνει με σκοπό την ακύρωση δυσάρεστων και απρόσφορων σκέψεων/εικόνων (ιδεοληψιών), όπως συμβαίνει στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Αν και η συγκεκριμένη θεώρηση έχει απορριφθεί, δεν αποκλείεται το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις κλεπτομανία και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή μπορεί να συνυπάρχουν.

Οι πιο πρόσφατες απόψεις κατανοούν τη κλεπτομανία υπό το πρίσμα του εθισμού καθώς και των διαταραχών της διάθεσης (πχ κατάθλιψη, κυκλοθυμία, διπολική διαταραχή). Σε αυτή την άποψη έχει αρχικά συμβάλει το γεγονός ότι η κλεπτομανία εμφανίζει μεγάλα ποσοστά συνύπαρξης (συννοσηρότητα) με διαταραχές εθισμού ή διαταραχές της διάθεσης που αγγίζουν το 50-90%. Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί ότι η φαρμακευτική αγωγή που χορηγείται για τη θεραπεία εθισμού σε οπιοειδή ή αλκοόλ έχει παρουσιάσει μεγάλα ποσοστά επιτυχίας και στη θεραπεία κλεπτομανιακών συμπτωμάτων. Προτείνεται λοιπόν πως η παρόρμηση για κλοπή καθώς και η έντονη ανακούφιση που εμφανίζεται αμέσως μετά τη κλοπή, ομοιάζει με την έντονη ανάγκη λήψης μίας ουσίας καθώς και με την ευχαρίστηση που προκύπτει μετά τη λήψη. Ουσιαστικά η κλεπτομανιακή συμπεριφορά γίνεται εθιστική λόγω του αισθήματος ανταμοιβής και ευχαρίστησης που επιφέρει. Επιπλέον έχει βρεθεί πως όταν τα συμπτώματα των διαταραχών της διάθεσης χειροτερεύουν, τα συμπτώματα κλεπτομανίας γίνονται πιο έντονα επίσης, και άρα η κλεπτομανία σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να δρα ως αντικαταθλιπτικό ή σταθεροποιητικό της διάθεσης.

Οι παράγοντες κινδύνου που μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνιση κλεπτομανίας έχει βρεθεί πως είναι μεταξύ άλλων η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι στρεσογόνες καταστάσεις της πρώιμης ζωής, η ύπαρξη άλλων ψυχικών διαταραχών καθώς και το οικογενειακό ιστορικών ψυχικών νόσων το οποίο κυρίως περιλαμβάνει διαταραχές χρήσης ουσιών, διαταραχές της διάθεσης και κλεπτομανία. Επιπλέον αναφέρονται συχνά χαμηλότερα ποσοστά γονικής φροντίδας και προστασίας κατά τη παιδική ηλικία, ενώ περιπτώσεις κλεπτομανιακής συμπεριφοράς έχουν καταγραφεί και έπειτα από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Η έλλειψη αρνητικών συνεπειών για τη συμπεριφορά μπορεί να είναι παράγοντας που συνεισφέρει στη περαιτέρω διαιώνιση των συμπτωμάτων. Ωστόσο η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και οι ειδικοί ψυχικής υγείας χρειάζεται να αξιολογούν το κάθε άτομο ξεχωριστά, με σκοπό να διαφοροποιήσουν τη κλεπτομανία από άλλα ψυχικά προβλήματα (διαφοροδιάγνωση) και να εντοπίσουν/θεραπεύσουν τυχόν διαταραχές που μπορεί να συνυπάρχουν.

Με βάση τα παραπάνω δημιουργείται το πλαίσιο της θεραπείας το οποίο διαφέρει για τη κάθε περίπτωση. Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία χρησιμοποιείται συχνά για την αντιμετώπιση της κλεπτομανίας και μπορεί να επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα. Χρησιμοποιεί τεχνικές όπως η γνωστική αναδόμηση ( δηλαδή η αναγνώριση, αμφισβήτηση και αντικατάσταση των αυτόματων αρνητικών σκέψεων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά και οι οποίες μπορεί να την ενισχύουν ή να δημιουργούν δυσφορία) και η συστηματική απευαισθητοποίηση, η οποία στοχεύει στο καλύτερο έλεγχο μίας συμπεριφοράς μέσω του ελέγχου της συναισθηματικής αναστάτωσης που αυτή επιφέρει. Άλλες γνωστικές συμπεριφορικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι η επίλυση προβλημάτων, η τεχνική αποστροφής καθώς και η νοερή απεικόνιση. Φαρμακευτική αγωγή χορηγείται όταν υπάρχει αντίσταση στη ψυχοθεραπεία ή συνοδά ψυχικά προβλήματα και περιλαμβάνει αντικαταθλιπτικά, ανταγωνιστές οπιοειδών ή αντιεπιληπτικά. Αξίζει τέλος να αναφερθεί το γεγονός ότι εάν η κλεπτομανία παραμείνει χωρίς θεραπεία μπορεί να γίνει μία μακροχρόνια κατάσταση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Baylé, J. F., Caci, H., Millet, B., Richa, S. & Olié, J. P. (2003). Psychopathology and Comorbidity of Psychiatric Disorders in Patients With Kleptomania. American Journal of Psychiatry, 160(8), 1509-1513. https://doi.org/10.1176/appi.ajp.160.8.1509

Grant, J. E. (2006). Understanding and Treating Kleptomania: New Models and New Treatments. Israel Journal of Psychiatry and Related Sciences, 43(2), 81-87.

Grant, J. E. & Odlaug, B. L. (2008). Kleptomania: clinical characteristics and treatment. Revista Brasileira de Psiquiatria, 30 Suppl 1:S11-5. https://doi.org/10.1590/S1516-44462006005000054

Kohn, S. C. (2006). Conceptualization and Treatment of Kleptomania Behaviors Using Cognitive and Behavioral Strategies. International Journal of Behavioral Consultation and Therapy, 2(4), 553-559. http://dx.doi.org/10.1037/h0101007

Sulthana, N., Singh, M. & Vijaya, K. (2015). Kleptomania – the Compulsion to Steal. American Journal of PharmTech Research, 5(3).

 

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com