Τα φαινόμενα της γνωστικής συνέπειας και ασυμφωνίας.
Με τον όρο «στάσεις», αναφερόμαστε σε κάθε οργανωμένο σύνολο πεποιθήσεων, συναισθημάτων και τάσεων συμπεριφοράς απέναντι σε ένα πρόσωπο, μία ομάδα, ένα αντικείμενο ή γεγονός. Κάθε στάση μας, συνδέεται άμεσα με την συμπεριφορά μας, όπως υποδηλώνει και η ετυμολογική προέλευση της λέξης «στάση» (“attitude”), που προέρχεται από την λατινική “aptus”, δηλαδή «έτοιμος για δράση». Οι στάσεις μας, λοιπόν, είναι πολύ σημαντικές, αφενός, γιατί αντανακλούν τις βασικές μας πεποιθήσεις και αφετέρου, επειδή συνδέονται άμεσα με την συμπεριφορά μας.
Πράγματι, οι πεποιθήσεις μας για ένα πρόσωπο, αντικείμενο ή γεγονός, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά μας απέναντι σε αυτό. Εάν για παράδειγμα, εκτιμάμε ιδιαίτερα κάποιον συνάδελφο μας στην δουλειά μας, είναι πολύ πιθανόν να του ζητήσουμε τη βοήθεια του σε κάποιο πρότζεκτ που έχουμε αναλάβει ή να επιδιώξουμε μία πιο στενή επαγγελματική σχέση μαζί του. Αντίστοιχα, στην περίπτωση που αγαπάμε τα ζώα είναι εξαιρετικά πιθανό να συμμετέχουμε σε κάποια φιλοζωική οργάνωση ή να υιοθετήσουμε ένα αδέσποτο, ενώ εάν δεν έχουμε ιδιαίτερη οικολογική συνείδηση, είναι μάλλον απίθανο να αποφύγουμε την χρήση πλαστικού ή να κάνουμε ανακύκλωση. Θα λέγαμε, λοιπόν, πως η στάση είναι πρόδρομος της συμπεριφοράς μας και κατευθύνει τις επιλογές και τις αποφάσεις μας για το πώς θα δράσουμε στο μέλλον.
Ένα χαρακτηριστικό με τις στάσεις, είναι πως οι άνθρωποι έχουμε την τάση να τις διατηρούμε, όσο γίνεται, σε συμφωνία μεταξύ τους. Αναζητάμε, δηλαδή, την αρμονία και την ισορροπία ανάμεσα στις βασικές μας πεποιθήσεις και σε αυτά που νιώθουμε ή στον τρόπο που ενεργούμε. Για το λόγο αυτό, ενδέχεται να αξιολογήσουμε ως πιο θετική την ιδέα ενός συνεργάτη τον οποίο εκτιμούμε, ενώ η πρόταση ενός συνεργάτη στον οποίο δεν έχουμε την ίδια εκτίμηση, μάλλον δεν θα έχει θετική απήχηση σε εμάς. Οι άνθρωποι τείνουμε, λοιπόν, να φέρνουμε σε «συνέπεια», όλα εκείνα τα γνωστικά στοιχεία με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά ή είναι σημαντικά για εμάς.
Τί γίνεται όμως στην περίπτωση που κάποιος έχει ασυνεπείς στάσεις; Όταν δηλαδή δύο ή περισσότερες βασικές πεποιθήσεις του έρχονται σε αντίθεση η μία με την άλλη, ή όταν πράττει ή νιώθει κάτι το οποίο είναι ασυνεπές με τις παραδοσιακές του πεποιθήσεις; Τότε θα βρεθεί σε μία κατάσταση ασυμφωνίας, κατά την οποία θα βιώσει ενόχληση και ταραχή. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση που λέμε ένα ψέμα σε κάποιο κοντινό μας πρόσωπο, ενώ γενικά θεωρούμε πως η ειλικρίνεια είναι πολύ σημαντική. Αμέσως θα αισθανθούμε εσωτερική ένταση και θα βρεθούμε σε μία κατάσταση ψυχολογικής δυσφορίας. Μάλιστα, όσο πιο ισχυρή είναι η πεποίθηση μας ότι «δεν πρέπει να λέμε ψέματα», τόσο πιο έντονη θα είναι και η δυσφορία μας.
Αυτομάτως, λοιπόν, προκειμένου να μειώσουμε την δυσάρεστη αυτή αίσθηση, θα προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε την ισορροπία, μειώνοντας την ισχύ ενός εκ των δύο ασυνεπών στοιχείων. Έτσι, πιθανότατα θα δράσουμε ως ακολούθως: θα αποδυναμώσουμε την σημασία είτε της πράξης μας, ισχυριζόμενοι πως «όλοι λέμε ένα ψέμα κάπου-κάπου, δεν είναι και τόσο τραγικό», είτε της πεποίθησης μας, υποστηρίζοντας πως «το ψέμα που είπα, δεν ήταν παρά ένα μικρό αθώο ψέμα, σίγουρα δεν λογίζεται ως κανονικό ψέμα». Μεταβάλλοντας, κατά αυτόν τον τρόπο, ένα από τα δύο αντικρουόμενα στοιχεία, θα επιφέρουμε και πάλι την ισορροπία στις στάσεις μας.
Εύλογα σε αυτό το σημείο, κάποιος θα αναρωτηθεί: «και λοιπόν, είναι μεμπτό να επιδιώκουμε να είμαστε συνεπείς με ό,τι σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε ή πράττουμε;». Η απάντηση είναι πως φυσικά και όχι! Το να χαρακτηριζόμαστε από συνέπεια, μας προστατεύει από αντιφατικές καταστάσεις και μας καθιστά αξιόπιστους απέναντι στους γύρω μας. Κάποιες φορές, παρ’ όλα αυτά, η επιμονή μας να επιλύσουμε τις ασυμφωνίες, μειώνοντας ή παραβλέποντας τις αντιθέσεις, ενδέχεται να μας περιορίζει και τελικά να μας εγκλωβίζει σε στάσεις που στην πραγματικότητα δεν μας εξυπηρετούν, απλώς… «συμφωνούν»!
Φυσικά στο σημείο αυτό δεν επικροτούμε την ασυνέπεια! Αυτό που εννοούμε, είναι πως σε μία συνθήκη κατά την οποία οι πεποιθήσεις, τα συναισθήματα και οι πράξεις μας δεν συμπίπτουν μεταξύ τους, είναι καλό να πάρουμε ένα λεπτό και να αναρωτηθούμε: «Τί πραγματικά πιστεύω σε σχέση με αυτό το πρόσωπο/θέμα ή γεγονός; Τί αισθάνομαι και γιατί πράττω κατά αυτόν τον τρόπο;». Ενδεχομένως, δεν χρειάζεται να αλλάξω ό,τι είναι ασυνεπές, αλλά να προσδιορίσω εκ νέου τη στάση μου! Επαναξιολογώντας κάποιες πεποιθήσεις ή συμπεριφορές μας, είμαστε σε θέση να τις αντικαταστήσουμε με νέες πιο λειτουργικές, οι οποίες μελλοντικά θα μας εξυπηρετούν και θα μας αντιπροσωπεύουν καλύτερα!
Πηγές:
Hogg, M. A., & Vaughan, G. M. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία (μτφ. Ε. Βασιλικός, Α. Αρβανίτης). Αθήνα: Gutenberg.
https://unsplash.com/