Η Παιγνιοθεραπεία σε Σεξουαλικά Κακοποιημένα Παιδιά Προσχολικής Ηλικίας και η Σχέση με τους Γονεις
Αναρτήθηκε από το www.pexels.com

Η Παιγνιοθεραπεία σε Σεξουαλικά Κακοποιημένα Παιδιά Προσχολικής Ηλικίας και η Σχέση με τους Γονεις


Η Παιγνιοθεραπεία σε Σεξουαλικά Κακοποιημένα Παιδιά Προσχολικής Ηλικίας και η Σχέση με τους Γονείς

     Πολυάριθμες  μελέτες  έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια, σε διάφορες  πτυχές  της σεξουαλικής κακοποίησης σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, δίνοντας την ερμηνεία  της σεξουαλικής επίθεσης ή βιασμού τους. Πολλά παιδιά που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά προέρχονται από δυσλειτουργικές οικογένειες με μοτίβα κοινωνικής απομόνωσης, συναισθηματικής δυσφορίας, οικογενειακές διαμάχες, προβλήματα ψυχικής υγείας, κακοποίηση συζύγου και κατάχρηση ουσιών ( Gil, 1991). Προκαλούνται  ψυχολογικά  προβλήματα  τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα στη λειτουργικότητά  τους ως ενήλικες (Berliner & Elliott, 1996). Μετά από κακομεταχείριση, σημαντικός παράγοντας ανάρρωσης, συναισθηματικής και συμπεριφορικής προσαρμογής των παιδιών είναι οι αντιδράσεις και η υποστήριξη που λαμβάνουν από το γονέα που δεν τα έχει κακοποιήσει σεξουαλικά (Elliott & Carnes, 2001), αλλά και η κατάλληλη παιγνιοθεραπεία.

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις περιλαμβάνουν προβλήματα σεξουαλικής ταυτότητας και συμπεριφοράς, εχθρικές, επιθετικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές, ψύχωση, συναισθήματα ενοχής και ευθύνης, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ,φόβο, νεύρα,  κλοπή, παραβατικότητα, κατάχρηση ουσιών. Επιπλέον, υπερδιέγερση, αδυναμία συγκέντρωσης, άγχος (Strand, 1999), διαταραχές ύπνου και φαγητού, προβλήματα ορίου, αναπτυξιακές καθυστερήσεις (Gil, 1991. Griffith,1997), αδυναμία ανάπτυξης διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ ομότιμων και άλλων σχέσεων εμπιστοσύνης, ασφάλειας, αυτονομίας και διαφοροποίησης (Griffith, 1997). Στο ομαδικό παιχνίδι εμφανίζουν συμπεριφορές επιθετικότητας, απόσυρσης, υπερεπαγρύπνησης, σεξουαλικής συμπεριφοράς, αναπαράσταση της κακοποίησης, αποχωρισμό, συγκρούσεις και προβλήματα ορίου. Αντίθετα ορισμένα παιδιά αποσύρονται στη φαντασία, είναι απομονωμένα, κάνουν σωματικά παράπονα και παρουσιάζουν παλινδρομικές συμπεριφορές. Η οικογενειακή, η προσωπική ανθεκτικότητα και η άμεση προσέγγιση της αντιμετώπισης της σεξουαλικής κακοποίησης και των σεξουαλικών συμπεριφορών είναι πιθανό να επηρεάσουν την ευημερία του κακοποιημένου παιδιού.

Όταν είναι επιθετικά στο παιχνίδι τους πρέπει να έχουν την ελευθερία να εκφράσουν τις επιθετικές τους τάσεις και τα εχθρικά συναισθήματά τους για να προχωρήσουν στη θεραπευτική διαδικασία (Norton & Norton, 1997). Για να εκφράσουν το θυμό τους, μπορεί να χρησιμοποιήσουν παιχνίδια πάνω στο θεραπευτή, σε άλλα παιδιά στην αίθουσα παιχνιδιών είτε παίζοντας ρόλους  που παρατηρήθηκαν από την οικογένεια  ή με αίσθηση προσωπικού στιγματισμού. Μπορεί επίσης να προσπαθήσουν να ελέγξουν το παιχνίδι των άλλων παιδιών στο δωμάτιο και να αναλάβουν περισσότερο αυταρχικό ρόλο στην ομάδα. Για να βοηθήσουν τα παιδιά να εκφράσουν και να επεξεργαστούν  σωστά το θυμό τους, ο θεραπευτής πρέπει να δώσει απάντηση στις  επιθετικές συμπεριφορές και την πρόθεση που τους παρακίνησε σε αυτή.

Είναι σημαντικό ο θεραπευτής να αντικατοπτρίζει τα επιθετικά συναισθήματα του παιδιού στο παιχνίδι και  να αντανακλά το νόημα πίσω από το συναίσθημα (Norton & Norton, 1997). Ένας άλλος τρόπος για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας είναι να συμμετάσχει ο θεραπευτής στο βιωματικό  παιχνίδι. Εάν οι επιθετικές συμπεριφορές κλιμακώνονται και γίνονται καταστροφικές προσπαθώντας να βλάψουν το θεραπευτή ή άλλους, ο θεραπευτής  πρέπει να θέσει όρια και να ανακατευθύνει το παιδί να βρει έναν τρόπο να εκφράσει κατάλληλα το θυμό.

Τα παιδιά μπορεί να μάθουν να αποσύρονται από νέες ή αγχωτικές καταστάσεις, χρησιμοποιώντας την απομόνωση και την παθητικότητα ως μέσο αυτοάμυνας (White & Allers, 1994). Στην ομαδική παιγνιοθεραπεία, τείνουν να παίζουν μόνα, ήσυχα, εκτός εάν προσεγγιστούν από ένα μέλος της ομάδας ή από το θεραπευτή. Συμμορφώνονται πολύ σε αιτήματα και οδηγίες των θεραπευτών και άλλων μελών της ομάδας. Μπορεί να μη χρησιμοποιούν άμεσες λέξεις όταν ζητούν κάτι που θέλουν. Οι θεραπευτές όμως, μπορούν να τα ενθαρρύνουν να τις χρησιμοποιούν. Εάν κάποιο άλλο μέλος της ομάδας κατευθύνει συχνά το παθητικό παιδί να παίξει ορισμένα παιχνίδια με συγκεκριμένο τρόπο, ο θεραπευτής μπορεί να σχολιάσει αν αυτό είναι που πραγματικά θέλει να κάνει και ότι  είναι εντάξει να πει όχι. Με αυτό τον τρόπο βοηθιούνται τα παιδιά να αντισταθούν  σε πιθανή μελλοντική απόπειρα κακοποίησης.

Μπορεί να έχουν αυξημένο άγχος, γνωστό και ως υπερεπαγρύπνηση. Οι White και Allers (1994) δήλωσαν ότι η υπερβολική επαγρύπνηση μπορεί να είναι επειδή αναμένουν ότι θα αναβιώσουν το τραυματικό γεγονός  και αγχώνονται . Δεν αισθάνονται ασφαλή στο περιβάλλον τους, και ξοδεύουν πολύ γνωστική και φυσική ενέργεια να παρακολουθούν τα περίχωρά τους για να προσδιορίσουν εάν είναι ασφαλή. Στην ομαδική θεραπεία παιχνιδιού, τα παιδιά μπορεί να παρατηρούν συχνά την ομάδα για να δουν τι κάνουν άλλα παιδιά ή να ακούν  ήχους έξω από την αίθουσα. Έχουν υπερβολικό συναισθηματικό άγχος και μπορεί να έχουν δυσκολία να συγκεντρωθούν σε μια δραστηριότητα χωρίς να αποσπάται η προσοχή από εξωτερικούς θορύβους ή την παρουσία άλλων. Στόχος της ομαδικής θεραπείας είναι η μείωση της υπερεπαγρύπνησης που αντιμετωπίζει το παιδί στην ομάδα. Αυτό συμβαίνει όταν αισθάνεται ασφαλέστερο στο δωμάτιο της ομάδας.

Η ακατάλληλη σεξουαλική συμπεριφορά μπορεί να περιλαμβάνει παιδιά που επιδίδονται σε δημόσιο αυνανισμό, υπερβολική σεξουαλική περιέργεια, έκθεση και τρίψιμο των γεννητικών οργάνων τους και πιάσιμο του μαστού ή των γεννητικών οργάνων  του θεραπευτή ή άλλων μελών  της ομάδας. Σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται ο καθορισμός ορίων στο παιχνίδι. Σκοπός είναι να προστατευθεί το παιδί, άλλα παιδιά και οι θεραπευτές, διατηρώντας έτσι την αίθουσα παιχνιδιού ασφαλή. Ο θεραπευτής αποδέχεται και αναγνωρίζει τα συναισθήματα, τις ανάγκες ή τις προθέσεις του παιδιού πάντα εντός ορίου.

Πρόκειται για ένα αμυντικό μηχανισμό  για την άρνηση και την αποφυγή του συναισθηματικού πόνου του σεξουαλικού τραύματος (White & Allers, 1994). Είναι «μια διακοπή στις ολοκληρωμένες λειτουργίες συνείδησης, μνήμης, ταυτότητας ή αντίληψης » (American Psychiatric Association 2000). Μπορεί να βλάψει τα παιδιά επηρεάζοντας τη συγκέντρωση και την ικανότητά τους να είναι παρόντα τόσο γνωστικά όσο και συναισθηματικά. Στην ομαδική παιγνιοθεραπεία, μπορεί να εμφανίζονται σα να είναι σε έκσταση και να κάθονται σε μια καρέκλα κοιτάζοντας το διάστημα. Ίσως να αγνοούν την παρουσία άλλων παιδιών ή θεραπευτών στο δωμάτιο καθώς σκέφτονται τα βιώματά τους. Επομένως, η μείωση της απομόνωσης είναι ένας από τους στόχους της θεραπείας.  Όταν ο θεραπευτής παρατηρεί ότι  απομονώνεται από την ομάδα, δεν πρέπει να το «αποπαίρνει». Είναι καταλληλότερο να διηγηθεί τι κάνει, ειδικά εάν το παιδί ασχολείται με το παιχνίδι, βοηθώντας το να αισθάνεται ασφαλέστερο στο δωμάτιο της ομάδας και να μάθει πιο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης.

Ίσως εμφανίσει συμπεριφορές παλινδρόμησης που ίσως να εμποδίσει τις αναπτυξιακές ανάγκες εμπιστοσύνης, ασφάλειας και σχέσεων. Πιθανόν να εκπληρώσει τις ανάγκες του παριστάνοντας  το μωρό και έχοντας ένα άλλο παιδί ή θεραπευτή να το φροντίζει. Αυτό συμβαίνει λόγω της έλλειψης φροντίδας, εμπιστοσύνης και ασφάλειας από την οικογένειά του. Οι θεραπευτές που παρατηρούν το παιχνίδι  πρέπει να το διηγούνται και να αντανακλούν συναισθήματα «ασφάλειας», «φροντίδας» και «αγάπης» βοηθώντας το παιδί να τα επεξεργαστεί, εστιάζοντας στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αναθρέψει τον εαυτό του.

Μπορεί να συμβούν συγκρούσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων παιδιών στην ομάδα ή μεταξύ ενός παιδιού και ενός θεραπευτή. Τα παιδιά αυτά συνήθως δεν έχουν μάθει πώς να επιλύουν τις συγκρούσεις και εμφανίζουν: επιθετικότητα ή παθητικότητα. Στην ομαδική παιγνιοθεραπεία μπορεί να υψώσει τη φωνή του για να πάρει το παιχνίδι, να το πάρει από άλλο παιδί ή να το χτυπήσει. Ένα παθητικό παιδί μπορεί να μην πει τίποτα και απλά να κοιτάζει άλλο παιδί με το παιχνίδι ή να ζητά από το θεραπευτή το παιχνίδι. Η ομαδική παιγνιοθεραπεία παρέχει την ευκαιρία στους θεραπευτές να βοηθήσουν τα παιδιά να μάθουν να μοιράζονται και να επιλύουν συγκρούσεις (Sweeney & Homeyer, 1999) μέσω στρατηγικών που θα διδάξει ο θεραπευτής , όπως πώς να ζητήσουν με κατάλληλο τρόπο τι χρειάζονται.

Η μειωμένη κατανόηση προσωπικού χώρου, ιδιωτικής ζωής στο σπίτι, ρόλου γονέων και διαπροσωπικών ορίων μεταξύ των μελών της οικογένειας προκαλεί  προβλήματα ορίου (Burton & Rasmussen, 1998). Στην ομάδα παιγνιοθεραπείας , ένα παιδί με μειωμένα όρια μπορεί να θέλει να αγγίξει, να φιλήσει ή να αγκαλιάσει άλλα παιδιά ή θεραπευτές, παραβιάζοντας το φυσικό τους χώρο, ή παίρνοντας  ρόλο ενηλίκου στην ομάδα και λέγοντας σε άλλα παιδιά τι και πώς να κάνουν τα πράγματα. Σημαντικό είναι τα παιδιά να μπορούν κατανοήσουν το ρόλο τους στην οικογένεια, τον προσωπικό χώρο και το ακατάλληλο άγγιγμα. Βοηθώντας τα να ελέγξουν τα  όρια σχετικά με το να αγγίζουν άλλους ή να επιτρέπουν σε άλλους να τα αγγίζουν μειώνεται  ο αντίκτυπος.

ΕΙΔΗ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ, ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ο θεραπευτής χρειάζεται να κατανοήσει τις επιπτώσεις του σεξουαλικά κακοποιημένου παιδιού προσχολικής ηλικίας και πώς επηρεάζει τη δυναμική της ομαδικής παιγνιοθεραπείας. Το καθήκον του ομαδικού θεραπευτή, να ανταποκριθεί με την κατάλληλη παρέμβαση, καθίσταται κρίσιμο στην παροχή αποτελεσματικής θεραπείας. Ο γονέας  που δεν ήταν ο θύτης (μητέρες συνήθως), μετά το γεγονός της σεξουαλικής κακοποίησης  δεν είναι σίγουρος  τι να πει και πώς να βοηθήσει το παιδί του. Στα πρώτα στάδια της θεραπείας  τα παιδιά είναι  απρόθυμα να αφήσουν το γονέα τους στην αίθουσα αναμονής για να πάνε στον παιδότοπο με έναν ξένο. Για αυτό η ομάδα εμπλέκει συνήθως μητέρες στις εισαγωγικές συνεδρίες παιχνιδιού, δημιουργώντας σχέσεις προσκόλλησης (Howe 1995). Τα παιδιά αισθάνονται ασφαλή στον παιδότοπο, ιδίως στο πλαίσιο της ανάκαμψης από την κακοποίηση (Bacon 2001), για αυτό συνίσταται να εμφανίζονται σε ατομική θεραπεία πριν από την ομαδική. Αντίθετα στα παιδιά όπου το επίπεδο άγχους  αποχωρισμού έχει αυξηθεί (Bowlby 1998), είναι δύσκολο να προχωρήσουν οι εισαγωγικές συνεδρίες με γονέα ώστε να ξεκινήσει ατομική εργασία. Η ατομική θεραπεία είτε στην ομάδα υποστήριξης είτε με επαγγελματική καθοδήγηση  στα παιδιά, επενδύει περισσότερο στη μητέρα.

Στη filial therapy ο γονέας εκπαιδεύεται σε βασικές μη κατευθυνόμενες δεξιότητες με επίκεντρο το παιδί και στόχο την οικοδόμηση της σχέσης τους, με τη χρήση τεχνικών παιγνιοθεραπείας χωρίς οδηγίες και ενεργώντας ως θεραπευτής για τα παιδί του. Τα παιδιά χρειάζεται να δουν αποδείξεις  για να υπάρξει  αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ του θεραπευτή και του γονέα, προκειμένου να βιώσουν το είδος της σταθερότητας και της ασφάλειας. Μετά τη θεραπεία, ενώ ο γονέας αναφέρει μείωση στις ανησυχίες του παιδιού του, συνεχίζει να αναφέρει υψηλά επίπεδα δυσφορίας.

Είναι σημαντικό τα παιδιά να βλέπουν την εξουσία να ασκείται αποτελεσματικά, χωρίς εκφοβισμό ή κακοποίηση, προκειμένου να μάθουν τη διαφορά μεταξύ της αποφασιστικότητας και της επιθετικότητας. Όταν ο γονέας βρίσκεται στις συνεδρίες με το παιδί του, τότε ο θεραπευτής συγκρατεί τα οδυνηρά συναισθήματα τόσο του γονέα όσο και του παιδιού. Λόγω δυσκολιών στη σχέση παιδιού-γονέα, ο θεραπευτής δουλεύει πάνω σε αυτό. Οι μητέρες  συμμετέχουν στις συνεδρίες διότι πρέπει να θεωρούνται σύμμαχοι αλλιώς  ενισχύονται τα πρότυπα μυστικότητας και αυξάνονται τα εμπόδια επικοινωνίας. Τα παιδιά πρέπει να ερωτηθούν για το πόσες πληροφορίες σχετικά με τις συνεδρίες μπορούν να αποκαλυφθούν στο γονέα κατά τη διάρκεια των επισκέψεων και οι απόψεις τους πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Όταν είναι ευαίσθητα τα ζητήματα για συζήτηση μαζί τους, μπορεί να είναι δύσκολο για το θεραπευτή να είναι εντελώς ανοιχτός σχετικά με την εκτίμησή της κατάστασης.

Η παιγνιοθεραπεία λόγω της αποτελεσματικότητας της εφαρμόζεται σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας, νοσοκομεία, σχολεία και προγράμματα προσέγγισης της κοινότητας. Μειώνει τους φόβους και την κατάθλιψη στα παιδιά. Μερικά εμφανίζουν βελτιώσεις στην πνευματική ωριμότητα, τη νοημοσύνη, την κινητική λειτουργία, την αυτοαντίληψη, την κοινωνική κατάσταση, τις κοινωνικές δεξιότητες και την κοινωνική ανάπτυξη, εξερευνούν τον εαυτό τους, τους  άλλους,  ανακάμπτουν  και αυτοεκφράζονται. Τα βοηθούν στην αντιμετώπιση και ανακούφιση από αμφιθυμικές αισθήσεις προς τον επιτιθέμενο όπως : φόβο, άγχος και αρνητικότητα, καθώς και θετικές προσκολλήσεις στο δράστη. Στην παιγνιοθεραπέια σημαντική είναι η αλληλεπίδραση παιδιού με ψυχοθεραπευτή. Το παιδί δεν μπορεί να επικοινωνήσει λόγω της έλλειψης ενός γνωστικού πλαισίου για την κατανόηση βιωμάτων το οποίο είναι κατάλληλο σε ένα μεταγενέστερο αναπτυξιακό στάδιο (Homeyer, 1999). Για αυτό στόχος της, είτε είναι παιδί είτε ενήλικας, είναι να μιλήσει και να αντιμετωπίσει  το τραύμα λεκτικά ή συμβολικά, μέσω της χρήσης  παιχνιδιών και μέσω της σχέσης του με το θεραπευτή, χωρίς να χρειάζεται να εκφράσει λεκτικά τρομακτικές εμπειρίες, πεποιθήσεις και συναισθήματα. Με τη μη κατευθυντική  παιγνιοθεραπεία, οι θεραπευτές επιτρέπουν στα παιδιά να κατευθύνουν το παιχνίδι τους και παρέχουν ένα ασφαλές θεραπευτικό περιβάλλον όπου θα αντιμετωπίσουν τα ζητήματα κακοποίησης όταν είναι έτοιμα. Τα βοηθά να αναφέρουν  τι τους συνέβη και να μάθουν νέους τρόπους αντιμετώπισης για να προστατευθούν από παραπάνω κακοποίηση (Cattanach, 1992). Τους παρέχει την ευκαιρία να θεραπεύσουν τις συναισθηματικές πληγές τους και να επεξεργαστούν τη σεξουαλική κακοποίηση χωρίς να αισθάνονται  πιεσμένα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους (Ater, 2001).Το παιχνίδι ως φυσική και αυτοθεραπευτική διαδικασία, είναι   συμβολική γλώσσα έκφρασης του παιδιού για να προβάλει  τα συναισθήματα ,τα προβλήματα και τις εμπειρίες του. Οι Haugaard και Reppucci (1988) πρότειναν ότι οι ομάδες υπό την ηγεσία ανδρών και γυναικών θεραπευτών, έχουν το πλεονέκτημα να προκαλέσουν τα συναισθήματα των παιδιών για τους άνδρες και τις γυναίκες, με τρόπο που θα ήταν πιο δύσκολο από ό,τι με ένα μόνο θεραπευτή. Για παράδειγμα, όταν ένας άντρας συνθεραπευτής συνεργάζεται με παιδιά που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από έναν άνδρα , τα συναισθήματα θυμού και φόβου που προβάλλονται στον άνδρα ομοθεραπευτή μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν άλυτα συναισθήματα σχετικά με την κακοποίηση (Pelcovitz, 1999).

Η ομαδική παιγνιοθεραπεία ανάλογα με το αναπτυξιακό επίπεδο των παιδιών, είναι ψυχοπαιδαγωγικής φύσεως ή  μη κατευθυντική.  Συνήθως, ομαδικές συνεδρίες πραγματοποιούνται εβδομαδιαίως με μια ταυτόχρονη ομάδα γονέα, που δεν είναι όμως παρεμβατική. Μέσω μιας ψυχοκοινωνικής διαδικασίας , τους δίνεται η ευκαιρία να μάθουν για τον εαυτό τους και τους άλλους καθώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους στον παιδότοπο και να αποκαταστήσουν πολλές από τις συνέπειες της κακοποίησης (Landreth, 1991). Μπορεί να εμφανίζονται στην ομαδική διαδικασία ζητήματα  σύγκρουσης, προβλήματα ορίων και σεξουαλικής συμπεριφοράς. Εστιάζει συνήθως στο βίωμα της σεξουαλικής κακοποίησης. Τους επιτρέπει να αντιμετωπίσουν διαπροσωπικά ζητήματα, να εμπλακούν σε ανάλογη μάθηση, να βιώσουν προσωπική ανάπτυξη μέσω σχολίων από ομότιμους, να ορίσουν όρια, να αναπτύξουν διαπροσωπικές δεξιότητες και να μάθουν να χτίζουν εμπιστοσύνη με το θεραπευτή και τα άλλα παιδιά (Sweeney & Homeyer, 1999). Η ικανότητα του θεραπευτή να κατευθύνει ή να ελέγχει το παιχνίδι τους και πώς και πότε θα αντιμετωπίσουν την κακοποίηση είναι σημαντική για την υποστήριξη και την ενδυνάμωση των κακοποιημένων παιδιών.

Η καθολικότητα, η ανακάλυψη δηλαδή ότι η εμπειρία κάποιου έχει βιωθεί και από άλλους, καθώς και η εναλλακτική μάθηση που προέρχεται από την παρατήρηση άλλων μελών της ομάδας, είναι σημαντικοί παράγοντες που δίνουν στα παιδιά την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν και να επεξεργαστούν τα θέματα που σχετίζονται με την κακοποίηση, να δουλέψουν ζητήματα μυστικότητας, απομόνωσης «διαφορετικότητας» (Homeyer, 1999 & Yalom, 1995 ).

ΣΥΣΤΑΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΓΝΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Οι θεραπευτές πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η επιλογή και ο έλεγχος για μια τέτοια ομάδα πρέπει να περιλαμβάνει σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά παρόμοιας αναπτυξιακής ηλικίας και παρόμοιου φυσικού μεγέθους (Sweeney & Homeyer, 1999). Το ηλικιακό εύρος των παιδιών δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 12 μήνες. Για παράδειγμα, η διαφορά μεταξύ ενός 3χρονου και ενός 5χρονου είναι πολύ μεγάλη για θεραπευτικούς σκοπούς. Η ομαδική θεραπεία παιχνιδιού αντενδείκνυται εάν ένα παιδί έχει σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές, όπως αυτοκτονική συμπεριφορά, εμπλοκή σε αυτοτραυματισμό, σοβαρή εναλλαγή διάθεσης ή σκέψης, επίθεση σε άλλους χωρίς τύψεις ή σεξουαλική κακοποίηση από μια ομάδα (Homeyer, 1999). Όσο μικρότερα είναι, τόσο μικρότερες είναι οι συνεδρίες. Το μέσο μέγεθος της ομάδας είναι 3 έως 4 μικτού φύλου για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Μια ομάδα παιχνιδιού μπορεί να διαρκέσει από είκοσι έως σαράντα λεπτά. Τα αντικείμενα παιχνιδιού θα πρέπει να επιλέγονται για να διευκολύνουν  τη δημιουργική και συναισθηματική έκφραση, να εμπλέκουν τα ενδιαφέροντα των παιδιών, να διευκολύνουν το εκφραστικό και διερευνητικό παιχνίδι, να επιτρέπουν την εξερεύνηση και την έκφραση χωρίς λεξιλόγιο, την επιτυχία χωρίς προδιαγεγραμμένη δομή και το μη διαδοχικό παιχνίδι (Landreth, 1991).Τα μέσα ενθάρρυνσης του παιδιού στην αντιμετώπιση του τραύματος είναι η λεκτική επικοινωνία με τηλέφωνα, θεραπευτικές ιστορίες, γυαλιά ηλίου, κουκλοθέατρο, παιχνίδι με άμμο, μπουκάλια θηλασμού, πιάτα και σκεύη.

Όλα τα παραπάνω είναι κάποια ζητήματα που δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τον αντίκτυπο που έχει η σεξουαλική κακοποίηση στη μετέπειτα ζωή των παιδιών προσχολικής ηλικίας, παρέχοντας  παιγνιοθεραπεία  για τη βελτίωσή τους.

 

Βιβλιογραφία:

American Psychiatric Association. (2000). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (4th ed., text rev.).Washington, DC: Author.

Ater, M. K. (2001). Play therapy behaviors of sexually abused children. In G. Landreth (Ed.), Innovations in play therapy: Issues, process, and special populations (pp. 3-22). New York: Brunner-Routledge.

Bacon, H. (2001) Attachment, trauma and child sexual abuse: an exploration. In: Creative Responses to Child Sexual Abuse: Challenges and Dilemmas (eds S. Richardson & H. Bacon), pp.44–59. Jessica Kingsley Publishers, London.

Berliner, L.,& Elliott,D. M. (1996). Sexual abuse of children. In J. Briere, L. Berliner, J. A.Bulkley, C. Jenny, & T. Reid (Eds.), The APSAC handbook on child maltreatment (pp.51-71). Thousand Oaks, CA: Sage.

Bowlby, J. (1998) Attachment and Loss, Volume 2: Separation, Anger and Anxiety. Pimlico, London.

Burton, J. E.,& Rasmussen, L. A. (1998).Treating children with sexually abusive behavior problems: Guidelines for child and parent intervention.New York:Hayworth Maltreatment and Trauma Press.

Οι εικόνες ανακτήθηκαν από: pexels.com.

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com