Η νευροβιολογία του στρες

Η νευροβιολογία του στρες


Ο κάθε άνθρωπος θα ‘ρθει αντιμέτωπος με κάποιο στρεσογόνο ερέθισμα το οποίο ανάλογα με τη φύση και την ένταση του, θα ενεργοποιήσει την απόκριση του οργανισμού στο στρες. Σημαντική αλλαγή, δε, θα αποτυπωθεί στην κλινική εικόνα του ατόμου. Συγκεκριμένα, ο H. Selye μελετώντας το στρες, επικεντρώθηκε στη βιολογική και λειτουργική του διάσταση. Έτσι, ονόμασε την όλη διαδικασία συμπεριλαμβανομένης της απειλής και της ανθρώπινης αντίδρασης που έπεται ως σύνδρομο γενικής προσαρμογής.

Κατά τη φάση του συναγερμού, λοιπόν, το άτομο αντιλαμβάνεται μια απειλή και κατά συνέπεια πυροδοτείται μια σειρά βιοχημικών διεργασιών, οι οποίες επηρεάζουν τα διάφορα συστήματα του οργανισμού, τόσο κεντρικά όσο και περιφεριακά. Ειδικότερα, το μήνυμα της ύπαρξης ενός στρεσογόνου ερεθίσματος φτάνει στον παρακοιλιακό πυρήνα του υποθαλάμου είτε μέσω του θαλάμου, είτε μέσω της αμυγδαλής, εφόσον το ερέθισμα προκαλεί φόβο. Ο οργανισμός προετοιμάζεται για να αντιδράσει στην απειλή, τροποποιώντας κάποιες φυσιολογικές λειτουργίες του με στόχο να αυξήσει την ενέργεια που είναι διαθέσιμη για έκτακτες περιστάσεις.

Από τον υποθάλαμο, κατά συνέπεια, εκκρίνεται το πεπτίδιο της αργιρίνης – βαζοπρεσσίνης (AVP) και η εκλυτική ορμόνη της κορτικοτροπίνης (CRF), η οποία μέσω του υποφυσιακού συστήματος οδηγείται στην υπόφυση διεγείροντας τον πρόσθιο λοβό της, με αποτέλεσμα την παραγωγή της φλοιοεπινεφριδιοτρόπους ορμόνης (ACTH). Η ACTH, εν συνεχεία, απελευθερώνεται στο αίμα και δρα στον φλοιό των επινεφριδίων, διεγείροντας τη σύνθεση των γλυκοκορτικοειδών και συγκεκριμένα της κορτιζόλης, η οποία θεωρείται η τελική ορμόνη του άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – επινεφριδίων (HPA). Παράλληλα, η αντίδραση αφύπνισης, ενεργοποιεί εκτός από τον άξονα HPA και το κεντρικό νοραδρενεργικό σύστημα (LC/NE), το οποίο αποτελείται από τον υπομέλανα τόπο στην περιοχή της γέφυρας που μαζί με άλλους νευρώνες κατά μήκος του εγκεφαλικού στελέχους παράγει τον νευροδιαβιβαστή νορεπινεφρίνη και τέλος τμήματα του παρασυμπαθητικού συστήματος.

Τα δύο αυτά κεντρικά στοιχεία (παρακοιλιακός πυρήνας υποθαλάμου και υπομέλας τόπος) συνδέονται, επομένως, μεταξύ τους, διεγείροντας το ένα το άλλο και δρώντας καταλυτικά στην περιφέρεια. Αφενός, ο παρακοιλιακός πυρήνας του υποθαλάμου, όπως προαναφέρθηκε, συσχετίζεται με τον άξονα της υπόφυσης και των επινεφριδίων, από τον φλοιό των οποίων εκκρίνεται η κορτιζόλη, η οποία αναστέλλει άμεσα την έκκριση της υποφυσιακής γοναδοτροπίνης, της αυξητικής ορμόνης (GH) και της θυρεοτροπίνης, ενώ καθιστά τους ιστούς-στόχους των στεροειδών του φύλου και των αυξητικών παραγόντων ανθεκτικούς στις ορμόνες αυτές. Ταυτόχρονα, συνεισφέρει στην καταστολή της αναπαραγωγής, της αύξησης και των καύσεων. Ακόμα, έχει άμεση επίδραση στον λιπώδη ιστό, προάγοντας τελικά τη σπλαχνική εναπόθεση λίπους, την αντοχή στην ινσουλίνη, τη δυσλιπιδαιμία και την υπέρταση. Επιπλέον, έχει άμεση επίδραση στα οστά, προκαλώντας οστεοπόρωση. Αφετέρου, από τον υπομέλανα τόπο ξεκινά η οδός του συμπαθητικού – αδρενομυελώδους συστήματος (SAM) .

Το συμπαθητικό νευρικό σύστημα ανήκει στο αυτόνομο νευρικό και συνδέεται λειτουργικά με την καρδιά, με τους αδένες, τους λείους μυς και τα σπλάχνα. Οι νευρικές του ίνες, δε, απελευθερώνουν νορεπινεφρίνη σε διάφορους ιστούς προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την αντίδραση στο στρες, όπως η αύξηση της καρδιακής λειτουργίας, η αδράνεια των εντερικών κινήσεων, η διαστολή της κόρης. Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί πως το συμπαθητικό σύστημα επιδρά και στον μυελό των επινεφριδίων από το οποίο απαλευθερώνεται η επινεφρίνη και η νορεπινεφρίνη προς την κυκλοφορία του αίματος. Άρα, εκτός του ότι συμβάλλει στην προετοιμασία του οργανισμού ώστε να αντιμετωπίσει το στρεσογόνο ερέθσισμα που απειλεί την ομοιόστασή του, οδηγεί και στη διοχέτευση επινεφρίνης στο αίμα. Παρουσιάζεται, επομένως, ο μηχανισμός θετικής παλίνδρομης ρύθμισης κατά τη φάση του συναγερμού.

Ενώ, κατά τη φάση της αντίστασης, κατά την οποία ο οργανισμός προσπαθεί να συνυπάρξει με τον στρεσογόνο παράγοντα, η κορτιζόλη που έχει παραχθεί κατά το πρώτο στάδιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Αυτό γιατί, εφόσον δράσει στα διάφορα κύτταρα – στόχους, ενεργοποιεί το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα Ειδικότερα, η κορτιζόλη ως λιπόφιλο μόριο εισέρχεται στον εγκέφαλο διαπερνώντας τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και προσδένεται σε ειδικούς υποδοχείς του ιπποκάμπου και της αμυγδαλής. Ο ιππόκαμπος, όμως, με τα γλυκοκορτικοειδή που προσδένονται στους ειδικούς γι’ αυτά υποδοχείς, ασκεί ανασταλτική επίδραση στην έκκριση της CRF από τον παρακοιλιακό πυρήνα του υποθαλάμου. Συνεπώς, σηματοδοτείται ο μηχανισμός αρνητικής ανατροφοδότητησης, με αποτέλεσμα η κορτιζόλη ούσα προσδεδεμένη στους υποδοχείς της τόσο στον παρακοιλιακό πυρήνα του υποθαλάμου όσο και στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης, μειώνει την έκφραση του γονιδίου της CRHF και της ACTH αντίστοιχα.

Είναι πρόδηλο, λοιπόν, πως ο οργανισμός παρουσιάζει μία μείωση της σωματικής του διέγερσης, χωρίς, ωστόσο να επιστρέφει σε φυσιολογικό επίπεδο, αφού η ευερεθιστότητα, οι συναισθηματικές του μεταπτώσεις και άλλα οργανικά προβλήματα είναι ακόμη παρόντα. Όταν, όμως, ο οργανισμός δεν καταφέρει να υπερισχύσει της απειλής, ώστε να επιστέψει στη φυσιολογική του ηρεμία, τότε τα αποθέματα ενέργειας που διαθέτει παρουσιάζουν ολοένα και μεγαλύτερη πτώση με αποτέλεσμα να επέλθει το στάδιο της εξάντλησης. Κατά το τρίτο στάδιο, ο οργανισμός έρχεται αντιμέτωπος με τα χαρακτηριστικά της φάσης του συναγερμού, ωστόσο η αντίσταση δεν είναι εφικτή και ο οργανισμός φανερά εξουθενωμένος παρουσιάζει συμπτώματα αδυναμίας, κόπωσης, παραίτησης, καθιστώντας, έτσι, τον ίδιο ευάλωτο σε οργανικές παθήσεις.

Η ενεργοποίηση, λοιπόν, των παραπάνω συστημάτων είναι φανερό πως επιφέρει μία πληθώρα μεταβολών, επιδρώντας, μάλιστα, στο καρδιαγγειακό, το αναπνευστικό, το ενδοκρινικό, το γαστρεντερικό και άλλα συστήματα.
Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί πως σε καταστάσεις απουσίας στρες, τόσο η CRF όσο και η AVP εκκρίνονται στο πυλαίο σύστημα κατά ώσεις, με έναν ορισμένο κιρκάδιο ρυθμό. Το εύρος των ώσεων τους αυξάνεται τις πολύ πρωινές ώρες με αποτέλεσμα την αύξηση της ACTH και της κορτιζόλης στην κυκλοφορία του αίματος.

Από τα προαναφερθέντα, καθίσταται αντιληπτό πως ο εγκέφαλος αποτελεί το κύριο όργανο στην ενεργοποίηση της απόκριση στο στρες, στη διαδικασία που ο οργανισμός θα ακολουθήσει ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο θα επανέλθει στην αρχική του ισορροπία. Οι κύριες, όμως, περιοχές που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αναγνώριση και στην αξιολόγηση ενός ερεθίσματος ως απειλητικού είναι ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή και ο προμετωπιαίος φλοιός. Μάλιστα, οι περιοχές αυτές μαζί ρυθμίζουν τις φυσιολογικές και συμπεριφορικές αποκρίσεις στο στρες, άλλοτε δρώντας προστατευτικά με την προσαρμογή του οργανισμού στη νέα συνθήκη κι άλλοτε οδηγώντας τον σε μία ανισορροπία επιφέροντας, έτσι, τη φθορά του σώματος και του εγκεφάλου.

Να επισημανθεί, δε, πως η αμυγδαλή συγκαταλέγεται σε εκείνην την ομάδα των νευρώνων που θεωρείται ότι αποτελεί μέρος του αρχέγονου εγκεφάλου, συνδέεται με τις συναισθηματικές αντιδράσεις, και, δε, με τον φόβο και διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στη μνήμη και στη λήψη αποφάσεων. Είναι εμφανές, επομένως, πως το στρες θα έχει άμεση επίδραση στη λειτουργία της και κατ’ επέκταση στα συστήματα που επενεργεί, όπως είναι η προσοχή, η αντίληψη και η έκδηλη μνήμη.

Συνεπώς, είναι φανερό πως το σύστημα του στρες διαθέτει καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση του ανθρώπου. Είναι αυτό που του επέτρεψε να προσαρμόζεται κάτω από στρεσογόνες συνθήκες κατά την εξέλιξη του, αλλάζοντας και γενετικά. Ωστόσο, ενδιαφέρον, πλέον, αποτελεί η εξερεύνηση του τρόπου με τον οποίο το περιβάλλον αποτυπώνεται στο γονιδίωμά μας. Ουσιαστικά, το ενδιαφέρον έγκειται στην επίπτωση που έχουν οι επιγενετικοί δείκτες στο γονιδίωμα, οι οποίοι μπορούν να μεταδοθούν στις μελλοντικές γενιές, επηρεάζοντας, έτσι, τη φυσιολογική και ψυχολογική μας ανάπτυξη. Βέβαια, όπως έχει αναφέρει ο C. Darwin ‘δεν είναι οι πιο δυνατοί που επιβιώνουν ή οι πιο έξυπνοι, αλλά αυτοί που ανταποκρίνονται καλύτερα στις αλλαγές’, συνοψίζοντας ακριβώς τη σπουδαιότητα της ψυχικής ανθεκτικότητας ως μηχανισμού αντιμετώπισης του στρες.

Βιβλιογραφία:
Chrousos G., Gold PW. (1992). The concepts of stress and stress system disorders. Overview of physical and behavioral homeostasis. Jama. 267(9):1244-52

Tsigos C, Chrousos G. (2002) Hypothalamic–pituitary–adrenal axis, neuroendocrine factors and stress. Journal of Psychosomatic Research. 53(4):865-871.

Nicolaides NC, Kyratzi E, Lamprokostopoulou A, Chrousos GP, Charmandari E. (2015). Stress, the stress system and the role of glucocorticoids. Neuroimmunomodulation. 22(1-2)6-19

McEwen BS, Gianaros PJ. (2010) Central role of the brain in stress and adaptation: Links to socioeconomic status, health, and disease. Annals of the New York Academy of Sciences.1186:190-222

Roozendaal B, McEwen BS, Chattarji S. (2009) Stress, memory and the amygdala. Nature reviews Neuroscience. 10(6):423-33

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories