Άραγε, πόσες φορές στη ζωή μας δεν νιώσαμε θυμωμένοι και νευριασμένοι με κάτι ή κάποιον, αλλά αποφασίσαμε να μην πούμε τίποτα, να καταπνίξουμε το θυμό μας ή και την αγανάκτησή μας; Πόσες φορές δεν έχουμε κάνει ολόκληρους διαλόγους στο κεφάλι μας για το πώς και τι θα πούμε σε κάποιον στη διάρκεια ενός επικείμενου τσακωμού, όμως δεν κάναμε και πάλι τίποτα από αυτά, απλά και μόνο γιατί φοβηθήκαμε να έρθουμε σε αντιπαράθεση με κάποιον, τον οποίο θεωρούμε πολύ σημαντικό για τη ζωή μας; Ο πιο προφανής λόγος για όλες αυτές τις φορές που δειλιάσαμε να πούμε το οτιδήποτε, είναι ο φόβος ότι η σύγκρουση θα επιφέρει και τη διάλυση της σχέσης μας με τους άλλους. Κάποιοι από εμάς, έχουμε μάθει να είμαστε ευγενικοί, καλοί, να μην μιλάμε, να μην φέρνουμε αντιρρήσεις, να μην διεκδικούμε αυτά που θέλουμε και να ανεχόμαστε ό,τι δεν μας αρέσει, γιατί διαφορετικά θα χάσουμε τους ανθρώπους που θεωρούμε σημαντικούς για εμάς. Η αντίληψη αυτή, ωστόσο, είναι αρκετά λανθασμένη, καθώς η σύγκρουση, όταν γίνεται μέσα σε κατάλληλα πλαίσια, υπό κατάλληλες προϋποθέσεις και έχει ως σκοπό την εξέλιξή μας, μόνο ευεργετική μπορεί να είναι.
Αρχικά, με τον όρο σύγκρουση αναφερόμαστε στην αντιπαράθεση δύο ή περισσότερων ανθρώπων για ζητήματα τα οποία οι ίδιοι θεωρούν σημαντικά και για τα οποία διαφωνούν. Η σύγκρουση, επίσης, έχει μία ουδετερότητα, υπό την έννοια ότι από μόνη της δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Αντιθέτως, ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβανόμαστε και την αντιμετωπίζουμε, τη φορτίζει θετικά ή αρνητικά. Επιπλέον, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι οι συγκρούσεις που μας ενδιαφέρουν είναι αυτές που αναπόφευκτα συμβαίνουν στις σημαντικές, για εμάς, σχέσεις (π.χ. με γονείς, αδέρφια, συντρόφους κ.λπ.) και όχι σε σχέσεις που μας είναι αδιάφορες, βαρετές και δεν έχουν κανένα νόημα για τη ζωή μας.
Η σύγκρουση μπορεί να διαχωριστεί σε αυτή που αφορά στο περιεχόμενο και σε αυτή που σχετίζεται με τη σχέση καθαυτή. Η πρώτη, έχει να κάνει με γεγονότα, καταστάσεις, αντικείμενα και ανθρώπους που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον και προκαλούν την αντιπαράθεση ανάμεσα στα άτομα που συγκρούονται· ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το φαγητό που θέλετε να φτιάξετε με κάποιον και διαφωνείτε ως προς το τί να μαγειρέψετε ή το ποια σειρά θέλετε να ξεκινήσετε στην τηλεόραση. Από την άλλη πλευρά, η σύγκρουση που αφορά στη σχέση είναι λιγότερο προφανής και έχει να κάνει με ζητήματα ελέγχου, ισότητας, δικαιοσύνης, ελευθερίας της έκφρασης κ.λπ. Ένα παράδειγμα μπορεί να είναι η διαφωνία ανάμεσα σε ένα ζευγάρι για το πώς το κάθε μέλος εκφράζει την τρυφερότητά του στο άλλο. Παρόλο που θεωρητικά αυτός ο διαχωρισμός μας βοηθάει να κατατάξουμε τα προβλήματα των συγκρούσεων σε αυτές τις δύο κατηγορίες, πολύ συχνά, η πλειονότητα των συγκρούσεων περιλαμβάνει στοιχεία και από τις δύο ομάδες.
Όσον αφορά στο πλαίσιο της σύγκρουσης, αυτό είναι πιθανό να επηρεάσει τόσο τον τρόπο που τη διαχειριζόμαστε, όσο και τις συνέπειες που αυτή θα επιφέρει. Τα είδη του πλαισίου είναι: 1) Το φυσικό πλαίσιο, που αφορά στο πού γίνεται η σύγκρουση (σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με την παρουσία ή μη και άλλων ατόμων), 2) το κοινωνικοψυχολογικό πλαίσιο, το οποίο σχετίζεται με τα αισθήματα ισότητας ή ανισότητας και εχθρικότητας ή φιλικότητας που επικρατούν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, 3) το χρονικό πλαίσιο, που έχει να κάνει με το πότε ξεκινά η αντιπαράθεση (έχει ή δεν έχει προηγηθεί κάποια άλλη σύγκρουση πριν;) και, 4) το πολιτισμικό πλαίσιο, το οποίο κατευθύνει, όχι μόνο, τον τρόπο διεξαγωγής της σύγκρουσης, άλλα σχετίζεται και με τους λόγους που κανείς θεωρεί σημαντικούς για να έρθει σε διαφωνία με κάποιον άλλο.
Ποια είναι, όμως, τα αρνητικά των συγκρούσεων; Προφανώς, το να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, δεν είναι και το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί. Πράγματι, μέσω της σύγκρουσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος να πληγώσουμε ή να πληγωθούμε από τον άλλο, γεγονός που μας κάνει να σχηματίζουμε μία αρνητική εικόνα για τον «αντίπαλό» μας και μας κυριεύουν αρνητικά συναισθήματα γι’ αυτόν. Επιπλέον, μετά από κάθε αντιπαράθεση, ενδέχεται να κλεινόμαστε όλο και περισσότερο στον εαυτό μας, να απομακρυνόμαστε από τους άλλους, και ιδιαίτερα από το άτομο με το οποίο έχουμε τσακωθεί. Αυτό θα οδηγήσει, αρχικά, στη δημιουργία ενός πολύ μεγάλου χάσματος, στην αδυναμία να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά μαζί του και, τελικά, στη διάλυση και τον τερματισμό της σχέσης.
Εκτός από τις αρνητικές συνέπειες της σύγκρουσης, πώς μπορεί αυτή να μας ωφελήσει; Η αλήθεια είναι πως μέσα από τις συγκρούσεις κανείς εξελίσσεται, ωριμάζει και μαθαίνει να ακούει και να συνυπάρχει με τους άλλους. Πιο συγκεκριμένα, η σύγκρουση αποτελεί ένα ξεκάθαρο κάλεσμα για την αντιμετώπιση και τη λύση ενός προβλήματος. Το θετικό σε αυτό είναι, πρώτον, ότι μπορέσαμε να αντιληφθούμε την ύπαρξη ενός προβλήματος και, δεύτερον, ότι ξεκινήσαμε τις διαδικασίες για την επίλυση του. Και οι δύο προαναφερθείσες ενέργειες, αποδεικνύουν μία διαδικασία ωρίμανσης, τόσο συναισθηματικής όσο και γνωστικής. Επιπλέον, μας δίνεται η δυνατότητα να εκφράζουμε αυτό που πραγματικά επιθυμούμε και μαθαίνουμε να διεκδικούμε και να μην συμβιβαζόμαστε με ό,τι μας παρέχουν οι άλλοι. Ακόμα, μέσα από αυτή τη διαδικασία, θέτουμε τα όριά μας, γεγονός που είναι πολύ σημαντικό για την καλή λειτουργία κάθε σχέσης. Τέλος, με αυτόν τον τρόπο, δείχνουμε ότι νοιαζόμαστε για τις σχέσεις μας, ότι προσπαθούμε με κάθε μέσο να τις διατηρήσουμε και να τις κάνουμε ακόμα καλύτερες, δείχνουμε, δηλαδή, ότι αξίζει να παλέψουμε γι’ αυτές.
Ωστόσο, για να μπορέσει μία σύγκρουση να έχει μία θετική έκβαση, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ο τρόπος που επιλέξαμε να την αντιμετωπίσουμε. Πολύ συχνές στρατηγικές είναι οι λεγόμενες «Κερδίζω-Χάνεις» και «Κερδίζω-Κερδίζεις». Η πρώτη, «Κερδίζω-Χάνεις», είναι, προφανώς, μία στρατηγική που δεν θα μας ωφελήσει, ή τουλάχιστον, δεν θα ωφελήσει την σχέση, καθώς, με αυτόν τον τρόπο, καταλήγουμε σε λύσεις που είναι ευεργετικές για εμάς, όχι όμως και για το άτομο με το οποίο συγκρουόμαστε. Η καλύτερη ενναλακτική είναι η στρατηγική «Κερδίζω-Κερδίζεις», αφού οι λύσεις που προτείνονται, υπό αυτές τις συνθήκες, ικανοποιούν όλα τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση μέλη.
Μία ακόμα στρατηγική που χρησιμοποιείται είναι οι λεγόμενοι «Σιγαστήρες». Οι σιγαστήρες είναι οι διάφορες τεχνικές τις οποίες χρησιμοποιούν τα άτομα όταν αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στη σύγκρουση και επιθυμούν να τη σταματήσουν με κάθε τρόπο. Τέτοιοι σιγαστήρες είναι το κλάμα, η εκδήλωση υπερβολικών συναισθημάτων και συμπεριφορών (π.χ. φωνές και ουρλιαχτά) και οι σωματικές αντιδράσεις (π.χ. πονοκέφαλοι). Πράγματι, με αυτές τις τεχνικές, ενδέχεται, η σύγκρουση να σταματήσει αμέσως, όμως δεν θα έχει ωφελήσει κανένα μέλος. Αντίθετα, η προαγωγή της ειλικρινούς επικοινωνίας θα μπορούσε να είναι μια εναλλακτική στρατηγική. Τα άτομα θα πρέπει να ενθαρρύνονται να εκφράζουν αυτό που πραγματικά αισθάνονται και πιστεύουν, χωρίς να φοβούνται ότι ο «αντίπαλός» τους είναι τόσο «ισχυρός», ώστε να μπορεί να τους κατατροπώσει. Μία τέτοια πεποίθηση, αναπόφευκτα, θα οδηγήσει στην ενεργοποίηση των σιγαστήρων, πράγμα που, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, είναι ανεπιθύμητο.
Ακόμα, πολύ γνωστές είναι και οι εξής στρατηγικές: «Η τακτική του σακιού» και «Η εστίαση στο παρόν». Η πρώτη, αναφέρεται στη συσσώρευση των παραπόνων και των προβλημάτων και από τα δύο μέλη της σύγκρουσης, που στόχο έχουν να εκφραστούν κάποια άλλη στιγμή. Έτσι, τα μέλη δεν εκφράζουν τα προβλήματά τους τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν, αλλά τα κρατούν μέσα τους και περιμένουν μία αφορμή για να ξεκινήσουν τις κατηγορίες. Για να αποφευχθεί μία τέτοια κατάσταση, η οποία θα οδηγούσε σε περαιτέρω τσακωμό και δεν θα ωφελούσε κανένα μέλος της σχέσης, είναι προτιμότερο τα όποια ζητήματα προκύπτουν να εξετάζονται και λύνονται τη στιγμή που συμβαίνουν. Άρα η τεχνική «Εστίαση στο παρόν», φαίνεται να είναι πολύ πιο αποτελεσματική και ευεργετική.
Ολοκληρώνοντας, δεν είναι λίγες οι φορές που λέμε στον εαυτό μας «Ασ’ το, δεν πειράζει, καλύτερα να μην τσακωθώ μαζί του/της»· όντως, πολύ συχνά, δεν έχουμε τη διάθεση ή την υπομονή να λύσουμε ένα πρόβλημα. Βέβαια, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι με το να το αποφεύγουμε, δεν καταφέρνουμε κάτι ουσιαστικό, καθώς, είναι πιθανό, αυτό να γυρίζει συνεχώς στη σκέψη μας και να μας ταλαιπωρεί. Επίσης, το να τσακωθούμε με κάποιον μοιάζει να είναι πολύ άσχημο και αρνητικό, όμως αυτό που πραγματικά θα πρέπει να επιδιώκουμε, είναι η υγιής αντιπαράθεση και θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, πάντοτε, ότι διαφωνούμε γιατί θέλουμε να εξελιχθούμε και γιατί μας ενδιαφέρει, μαζί με εμάς, να εξελιχθούν και να ωριμάσουν και τα άτομα που αγαπάμε.
Βιβλιογραφία: DeVito J. A. (2004). Ανθρώπινη Επικοινωνία. Διαπροσωπική σύγκρουση (σσ. 280-303). Εκδόσεις έλλην. (Μτφρ. Διονυσία Κουβαράκου)
Εικόνα από: http://publiclibrariesonline.org/2018/07/communication-and-conflict-resolution-at-the-library/