Πόσο πολύ και με ποιόν τρόπο άραγε, οι μέθοδοι διδασκαλίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος μπορεί να έχουν επιδράσει στην ψυχολογία των μαθητών; Ενισχύει θετικά τον ψυχοσυναισθηματικό τους κόσμο; Και αν όχι, τί αλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν;
Το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται δύσκολο σε μεγάλο βαθμό, για πολλούς μαθητές κάθε βαθμίδας. Οι λόγοι ποικίλουν, όμως, ας αναφερθούμε στο μείζων πρόβλημα του συστήματος, όπου δεν είναι άλλο από την ίδια την διδασκαλία αλλά και τις επιπτώσεις της στον ψυχισμό των παιδιών. Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, μέχρι και τις τελευταίες του Λυκείου, ο τρόπος που διδάσκονται τα μαθήματα δεν διαφέρει και πολύ.
Συγκεκριμένα στο σύστημα μας, τις περισσότερες φορές, αντικρίζουμε ένα δάσκαλο που προσπαθεί να διδάξει το μάθημα με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους μαθητές του, ενώ ταυτόχρονα τον πιέζουν από το υπουργείο, ειδικότερα στις μεγαλύτερες τάξεις, να τελειώσει την ύλη του μαθήματος σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.Υπάρχουν φυσικά και ορισμένοι δάσκαλοι που ‘’παρακούν’’ το σύστημα και βρίσκονται πιο κοντά σε όλα τα παιδιά, βοηθώντας τα να κατανοήσουν με τον δικό τους τρόπο την ύλη.
Σίγουρα πολλοί θα αναρωτηθούν, τί σχέση μπορεί να έχει αυτός ο τρόπος διδασκαλίας αρκετών δασκάλων με την ψυχολογία των παιδιών. Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα αυτό είναι πως όχι απλά έχει σχέση με τον ψυχισμό τους, αλλά επιρεάζει μεγάλο ποσοστό τον μαθητών αρνητικά και αυτό γιατί κάποια παιδιά έχουν διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες από τα υπόλοιπα. Πολλά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε αυτούς τους γρήγορους ρυθμούς διδασκαλίας και τον απίστευτο όγκο ύλης των μαθημάτων, με αποτέλεσμα να καταρρακώνεται η αυτοπεποίθηση και κατά συνέπεια η αυτοεκτίμησή τους. Έτσι νιώθουν ανίκανα και μειονεκτικά, σε σχέση με άλλα παιδιά που κατανοούν τα μαθήματα καλύτερα και πιο γρήγορα.
Πολυσυζητημένη είναι άποψη πως το κατά πόσο ένα παιδί πιστεύει στον εαυτό του, καλλιεργείται από την οικογένεια και την συμπεριφορά της απέναντι του. Αρκετά σημαντική και σωστή η άποψη αυτή, όμως πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας και τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά που φέρει ένα παιδί, να σκεφτούμε δηλαδή πως στο χώρο του σχολείου δεν έχει την οικογένεια του, οπότε όσο στήριξη και να παρέχεται από το σπίτι, πολύ πιθανόν να μην μοιραστεί ούτε με τους δικούς του ανθρώπους, ειδικά κατά την περίοδο της εφηβείας, το πόσο άσχημα νιώθει με τον εαυτό του, εξαιτίας της δυσκολίας κατανοήσης των μαθημάτων.
Από την στιγμή που υπάρχει ένας μεγαλος αριθμός ύλης που διδάσκεται με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε όλα τα παιδιά, είναι λογικό να υπάρξουν αρνητικά συναισθήματα ορισμένων μαθητών απέναντι στην διδασκαλία αλλά και προς τον εαυτό τους, αυτό δυστυχώς μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα ψυχικών διαταραχών, όπως αγχώδής διαταραχή ή κατάθλιψη, κυρίως την περίοδο της εφηβείας.
Μια λύση, σαν πρώτο τουλάχιστον στάδιο, είναι η μείωση αρχικά της ύλης, καθώς και ο διαχωρισμός των μαθητών σε τάξεις σύμφωνα με κάποιο γραπτό που θα έδιναν σε κάθε μάθημα, ώστε να υπάρχει το ίδιο μαθησιακό επίπεδο, με αποτέλεσμα την μείωση αρνητικών συναισθημάτων και καλύτερες επιδόσεις.Η καλύτερη λύση από όλες βέβαια είναι να εφαρμοστεί στα σχολεία για όλα τα παιδιά η διαφοροποιημένη διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία, ανάλογα με την κλίση και τα ενδιαφέροντα των παιδιών δημιουργούνται τμήματα, όπου τα μαθήματα θα διδάσκονται σύμφωνα με τις ασχολίες κάθε ομάδας, ενισχύοντας έτσι το αίσθημα αυτοπεποίθησης και δίνοντας παράλληλα και ένα ισχυρό κίνητρο για περισσότερη όρεξη στο κομμάτι της μάθησης.