Διγλωσσία/Πολυγλωσσία: όταν πολλές γλώσσες «συνυπάρχουν».
Διγλωσσία/Πολυγλωσσία: όταν πολλές γλώσσες «συνυπάρχουν».

Διγλωσσία/Πολυγλωσσία: όταν πολλές γλώσσες «συνυπάρχουν».


Η διγλωσσία και η πολυγλωσσία δεν είναι πρόσφατα φαινόμενα. Δίγλωσσοι/πολύγλωσσοι άνθρωποι υπήρχαν από τις απαρχές του κόσμου. Στα παλαιότερα χρόνια βέβαια, πολύγλωσσοι ήταν κατά κύριο λόγο οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων, που είχαν λάβει ανώτερη μόρφωση και είχαν έρθει σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες. Ωστόσο, η σημερινή εποχή έχει επιφέρει μια αυξητική τάση στην ύπαρξη της διγλωσσίας/πολυγλωσσίας στις περισσότερες χώρες του κόσμου, λόγω της παγκοσμιοποίησης, των μεταναστευτικών ροών, των μετακινήσεων των πολιτών(είτε για λόγους εργασίας είτε για λόγους αναψυχής) και της εξάπλωσης των νέων τεχνολογιών, που συνήθως απαιτούν την γνώση περισσότερων από μιας γλώσσας, συχνά της μητρικής.

Με τον όρο Πολυγλωσσία(multilingualismαναφερόμαστε σε μια “κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο μιλά δύο ή περισσότερες γλώσσες”, ενώ η Διγλωσσία(bilingualism) αποτελεί ουσιαστικά μια “ξεχωριστή υποκατηγορία της πολυγλωσσίας και αφορά στις περιπτώσεις που ομιλούνται από ένα άτομο δύο γλώσσες”, και τα τελευταία χρόνια μελετάται εκτεταμένα από τους γλωσσολόγους. Εν ολίγοις, η διγλωσσία θεωρείται μια ιδιαίτερη υποπερίπτωση πολυγλωσσίας, όπου το άτομο έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούν δύο μητρικές γλώσσες(συνήθως των γονέων, ή η γλώσσα που ομιλείται στο σπίτι και η γλώσσα που μαθαίνεται στο σχολείο, στις περιπτώσεις παιδιών μεταναστών) και τις οποίες έχει μάθει να χειρίζεται με άψογο τρόπο σε περίπου ίδιο επίπεδο. Και οι δύο όροι αντιπαραβάλλονται με τη μονογλωσσία (γνώση και χρήση μιας μόνο γλώσσας) και εξετάζονται παράλληλα, συχνά ως ταυτόσημοι.

Η κατηγοριοποίηση της διγλωσσίας ποικίλει ανάλογα με την ηλικία του δίγλωσσου ατόμου, την επάρκεια στην καθεμία από τις δυο γλώσσες, την νοητική οργάνωση του λόγου του ομιλητή και τον τρόπο κατάκτησης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ανάλογα με την ηλικία του ατόμου, υπάρχουν τέσσερα είδη διγλωσσίας: α) η ταυτόχρονη διγλωσσία, όπου ένα παιδί από την ημέρα κιόλας της γέννησής του, έρχεται σε επαφή με δυο γλώσσες, β) η διαδοχική διγλωσσία, κατά την οποία ένα παιδί, αφού έχει κατακτήσει την πρώτη του γλώσσα, αρχίζει να μαθαίνει και την δεύτερη ή/και την τρίτη, γ) η πρώιμη διγλωσσία, στην οποία ένα παιδί μαθαίνει την δεύτερη γλώσσα στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και δ) η μεταγενέστερη ή όψιμη διγλωσσία , όταν το άτομο μαθαίνει τη δεύτερη γλώσσα στην εφηβεία ή την ενήλικη ζωή του, ή όταν η δεύτερη γλώσσα ταυτίζεται με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σχολικό περιβάλλον.

Βάσει της γλωσσικής επάρκειας προκύπτουν δυο κατηγορίες: οι κυρίαρχοι δίγλωσσοι και οι αμφιδύναμοι δίγλωσσοι. Οι πρώτοι έχουν υψηλή επάρκεια σε μια μόνο από τις δυο γλώσσες, ενώ οι δεύτεροι έχουν υψηλή επάρκεια και στις δυο. Η νοητική οργάνωση του λόγου οδηγεί σε τρεις κατηγορίες: α) η συντονισμένη διγλωσσία, όπου η σύνδεση και η σημασία των λέξεων γίνεται ξεχωριστά και στις δυο γλώσσες, β) η σύνθετη/συνθετική διγλωσσία, όπου οι λέξεις στις δυο γλώσσες συνδέονται με μια κοινή σημασία και γ) η εξαρτημένη διγλωσσία, όπου η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας εξαρτάται απ την κατάκτηση της πρώτης. Τέλος, ανάλογα με το πώς κατακτήθηκαν οι γλώσσες αυτές, έχουμε την φυσική/πρωτογενή διγλωσσία, όπου οι δυο γλώσσες μαθαίνονται από τη στιγμή της γέννησης, την δευτερογενή διγλωσσία, όπου η δεύτερη γλώσσα μαθαίνεται συνήθως στο σχολικό περιβάλλον και την πολιτισμική διγλωσσία, όπου η κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας γίνεται στην ενήλικη ζωή για λόγους μετανάστευσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δίγλωσσα/πολύγλωσσα παιδιά ακολουθούν τα ίδια στάδια γλωσσολογικής ανάπτυξης με τα μονόγλωσσα παιδιά.

Επιπλέον, ένας δίγλωσσος/πολύγλωσσος εγκέφαλος διαθέτει αρκετά πλεονεκτήματα ως προς ορισμένες λειτουργίες του. Για παράδειγμα, η διγλωσσία έχει συσχετιστεί με καλύτερου επιπέδου γνωστικές διεργασίες, μεγαλύτερα «γνωστικά αποθέματα» και μικρότερη έως ελάχιστη πιθανότητα εμφάνισης της νόσου Alzheimer. Τέλος, έχει εντοπιστεί ερευνητικά μεγαλύτερη ικανότητα εστίασης της προσοχής σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, αντίστασης στις παρεμβολές του περιβάλλοντος που προκαλούν διάσπαση και ισχυρότερες δεξιότητες στην παρακολούθηση και επίλυση προβλημάτων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ράλλη, Α. (2019).  Γλωσσική ανάπτυξη. Βρεφική, παιδική & εφηβική ηλικία. Αθήνα:Gutenberg.

 

 

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories

WP2Social Auto Publish Powered By : XYZScripts.com