Τι είναι η Διαταραχή Σωματικών Συμπτωμάτων;
Η Διαταραχή Σωματικών Συμπτωμάτων ή αλλιώς σωματοποιητική διαταραχή είναι μια ψυχιατρική διάγνωση, η οποία δίνεται σε ασθενείς που για μεγάλο χρονικό διάστημα και με επίμονο τρόπο παραπονιούνται ότι πάσχουν από ένα σύνολο σωματικών συμπτωμάτων. Ωστόσο, για τα συμπτώματα αυτά δεν ανευρίσκεται κάποια ”οργανική” αιτία. Μία συχνή αιτιολογία που δίνεται στους ασθενείς είναι ότι οι ψυχολογικές εσωτερικές συγκρούσεις εκφράζονται ασυνείδητα ως σωματικά συμπτώματα.
Επιδημιολογικά στοιχεία της ΔΣΣ
-Η σωματοποιητική διαταραχή εμφανίζεται πριν την ηλικία των 30 ετών.
-Προσβάλει συχνότερα γυναίκες σε σχέση με άνδρες. Πιο συγκεκριμένα, ο επιπολασμός της διαταραχής σωματοποίησης κυμαίνεται από 0,2% έως 2% για τις γυναίκες, ενώ είναι χαμηλότερος του 0,2% για τους άντρες.
-Η εμφάνιση της ασθένειας είναι αντιστρόφως ανάλογη του κοινωνικοοικονομικού στάτους του ασθενούς.
-Πιθανώς γενετικοί παράγοντες να παίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση της ασθένειας. Πιο συγκεκριμένα:
-Άνδρες συγγενείς του ασθενούς συνηθίζουν να πάσχουν από αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας και
-Γυναίκες συγγενείς του ασθενούς συνηθίζουν να πάσχουν από υστερική διαταραχή προσωπικότητας.
Παράλληλα, έρευνες έχουν δείξει ότι το 10% με 20% των γυναικών που είναι πρώτου βαθμού συγγενείς με γυναίκες που υποφέρουν από τη διαταραχή, εμφανίζουν και αυτές τη διαταραχή.
Επιπλέον, έρευνες υιοθεσίας έχουν δείξει ότι η ύπαρξη ενός βιολογικού ή θετού συγγενή με διαταραχή σωματοποίησης αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της διαταραχής.
-Οι ασθενείς συχνά πάσχουν από υποκείμενα ψυχιατρικά νοσήματα, όπως μείζων καταθλιπτική διαταραχή, διαταραχή προσωπικότητας, γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, φοβίες κ.α.
Διαγνωστικά κριτήρια για τη ΔΣΣ
Η διάγνωση είναι κλινική και βασίζεται στα παρακάτω κριτήρια:
-Τα συμπτώματα θα πρέπει να έχουν κάνει την εμφάνισή τους πριν την ηλικία των 30 ετών και θα πρέπει να είναι τα εξής:
-Πόνος σε τουλάχιστον 4 διαφορετικά σημεία του σώματος.
-Δύο γαστρεντερικά συμπτώματα πέρα από τον κοιλιακό πόνο, όπως διάρροια και εμετός.
-Ένα σεξουαλικό σύμπτωμα, όπως απώλεια ενδιαφέροντος ή πρόβλημα στύσης.
– Ένα νευρολογικό σύμπτωμα, όπως λιποθυμία και τύφλωση.
Τα συμπτώματα αυτά ωστόσο δεν θα πρέπει να σχετίζονται με κάποια γνωστή σωματική ασθένεια ή πάθηση.
Τα συμπτώματα αυτά δεν χρειάζεται να εμφανίζονται όλα την ίδια στιγμή.
Εάν υπάρχει ήδη μια πάθηση ή ασθένεια, τα συμπτώματα θα πρέπει να είναι εντονότερα από αυτά που προκαλεί η ίδια η πάθηση ή ασθένεια ώστε να αποδοθεί διάγνωση σωματοποιητικής διαταραχής.
Η σύνδεση μεταξύ του μυαλού και του σώματος
Η εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων ή αλλιώς σωματοποίηση, οφείλεται στην σύνδεση μεταξύ του μυαλού και του σώματος. Κάθε συναίσθημα έχει μια σωματική πτυχή έκφρασης. Το κεντρικό νευρικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, συνδέεται με κάθε όργανο, αιμοφόρο αγγείο και μυ του σώματος, μέσω μίας περίπλοκης αμφίδρομης ανταλλαγής σημάτων, κάνοντας χρήση ποικίλων ορμονών, νευροδιαβιβαστών και χημικών ουσιών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το σύστημα επικοινωνίας μεταξύ του μυαλού και του σώματος λειτουργεί αρμονικά και βρίσκεται σε ισορροπία. Αισθήσεις όπως η όσφρηση και η όραση, συναισθήματα όπως ο φόβος και η λύπη, φυσιολογικές καταστάσεις όπως η πείνα και η σωματική κόπωση, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων που έχουν ως αποτέλεσμα την αποστολή ηλεκτρικών σημάτων στον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος με την σειρά του αποκωδικοποιεί τα παραπάνω σήματα και ενορχηστρώνει μια κατάλληλη σωματική αντίδραση.
Κάθε άνθρωπος υφίσταται την σωματοποίηση των συναισθημάτων του σε καθημερινή βάση. Για παράδειγμα, όταν είμαστε αγχωμένοι πιθανόν να βιώσουμε ταχυκαρδία και να ιδρώσουν οι παλάμες μας, ενώ, όταν είμαστε στεναχωρημένοι πιθανόν να κλάψουμε. Ωστόσο, μερικά σωματικά συμπτώματα έχουν την τάση να είναι ιδιαιτέρως έντονα, όπως για παράδειγμα, η ξαφνική τύφλωση, η λιποθυμία, η υπερβολική κόπωση, οι ασυνήθιστες κινήσεις του σώματος κ.α. Όταν λοιπόν, η ένταση των συμπτωμάτων είναι υπερβολική και διαταράσσει την ζωή του ατόμου, τότε η σωματοποίηση συνιστά ένα πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί.
Τo άγχος και τα συναισθήματα δύνανται να οδηγήσουν στην έξαρση των ήδη υπαρχόντων συμπτωμάτων. Για παράδειγμα, ένας έφηβος πάσχει από επιληψία, μία πάθηση των νευρολογικών κυττάρων κατά την οποία, διαταραχές στην ηλεκτρική δραστηριότητα του εγκεφάλου οδηγούν σε κρίσεις. Η αλληλουχία των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα σε σωματικό επίπεδο κατά την διάρκεια της επιληπτικής κρίσης, είναι γνώριμη για τον εγκέφαλο και το σώμα. Μπορεί έτσι, να χρησιμοποιηθεί από τον εγκέφαλο με στόχο την έκφραση του άγχους και των συναισθημάτων, οδηγώντας σε κρίσεις που οφείλονται πλέον στο άγχος.
Παράλληλα, το άγχος και τα συναισθήματα δύνανται, όπως προαναφέρθηκε, να προκαλέσουν την δημιουργία σωματικών συμπτωμάτων. Η πηγή άγχους διαφέρει από άτομο σε άτομο και είναι προσωπικό στοιχείο του καθενός. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας ανταποκρίνεται σε μία αγχώδη κατάσταση και εκφράζει τα συναισθήματά του. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, κάποια άτομα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι αισθάνονται άγχος ή κάποιο συναίσθημα. Όταν αυτό γίνεται κατ’ εξακολούθηση, η συσσώρευση του άγχους έχει καταστρεπτικό για τον οργανισμό αντίκτυπο και έτσι, το σώμα αναλαμβάνει να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου μέσω της εμφάνισης σωματικών συμπτωμάτων.
Η ψυχαναλυτική εξήγηση της σωματοποίησης
Ο όρος ‘’πρωτογενές και δευτερογενές κέρδος’’ αναφέρεται σε σημαντικούς ασυνείδητους ψυχολογικούς παρακινητές, που μπορεί να έχει ο ασθενής, όταν εμφανίζει ορισμένα σωματικά συμπτώματα. Αποτελεί δε την ψυχαναλυτική εξήγηση της ύπαρξης των συμπτωμάτων αυτών.
Για παράδειγμα, ένας μαθητής μπορεί να αισθάνεται έντονα την ανάγκη να ανταπεξέλθει στις σχολικές του υποχρεώσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να κερδίσει την επιδοκιμασία του πατέρα του. Η συνεχής προσπάθεια και ο υποβόσκων φόβος μιας ενδεχόμενης αποτυχίας, αποτελούν για τον μαθητή σημαντική πηγή άγχους. Έτσι η εμφάνιση μιας σωματικής πάθησης, η οποία θα τον απάλλασσε από την υποχρέωση της εκπλήρωσης του παραπάνω σκοπού θα οδηγούσε στην ουσιαστική εξάλειψη της βασικής πηγής άγχους για τον μαθητή. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η ρίζα του άγχους αφορά στην βαθιά ανάγκη του μαθητή να ικανοποιήσει τον πατέρα του. Το σωματικό σύμπτωμα αναπαριστά μια συμβολική λύση και προσφέρει στον μαθητή μια διέξοδο. Αυτή η ψυχολογική κατάσταση ονομάζεται ‘’πρωτογενές κέρδος’’. Το κέρδος για τον ασθενή δηλαδή, είναι εσωτερικής φύσεως, όπως η απαλλαγή από μια δυσάρεστη εσωτερική ψυχολογική κατάσταση.
Στην αντίθετη περίπτωση όπου τα σωματικά συμπτώματα επιφέρουν στο άτομο κέρδος εξωτερικής φύσεως, όπως η απαλλαγή από ευθύνες και υποχρεώσεις ή η έλξη της προσοχής και της φροντίδας του περιβάλλοντος, τότε πρόκειται για την ψυχολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως ‘‘δευτερογενές κέρδος’’.
Είναι βασικό να τονιστεί ότι η εμφάνιση των σωματικών συμπτωμάτων δεν υπόκειται στον συνειδητό έλεγχο του ασθενούς. Έτσι, στο παραπάνω παράδειγμα, ο μαθητής δεν προσποιείται, ούτε προκαλεί την εμφάνιση των συμπτωμάτων του με στόχο να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις του.
Το σωματικό σύμπτωμα λοιπόν αναπαριστά μια συμβολική λύση μιας ασυνείδητης ψυχολογικής σύγκρουσης ή ενός ψυχικού τραύματος, με αποτέλεσμα την ελάττωση του άγχους και τη διατήρηση της σύγκρουσης μακριά από την περιοχή της συνείδησης.
Τι δεν είναι η ΔΣΣ;
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τα συμπτώματα που βιώνει ο ασθενής είναι πραγματικά και ουσιαστικά, παρά την αδυναμία παραπομπής τους σε κάποια γνωστή ”οργανική” πάθηση ή ασθένεια.
Πιο συγκεκριμένα, η σωματοποιητική διαταραχή διαφέρει από τις προσποιητές διαταραχές, όπου το άτομο προσποιείται και στις περισσότερες περιπτώσεις σκόπιμα παράγει και εμφανίζει σωματικά ή ψυχολογικά συμπτώματα. Το παραπάνω δεν συμβαίνει, προκειμένου να έχει κάποια οφέλη, όπως για παράδειγμα το να τραβήξει την προσοχή και να αποκομίσει την φροντίδα των άλλων γύρω του, όπως συμβαίνει με την απλή υπόκριση συμπτωμάτων. Ωστόσο, το άτομο που πάσχει από κάποια προσποιητή διαταραχή έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ψεύδεται σε ό,τι αφορά την ύπαρξη των συμπτωμάτων του. Αντίθετα, τα άτομα που πάσχουν από την σωματοποιητική διαταραχή, όχι μόνο δεν προσποιούνται τα συμπτώματά τους, αλλά η ύπαρξη αυτών έχει καταστρεπτικό για αυτούς αντίκτυπο σε προσωπικό, οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, καθιστώντας απαραίτητη την ορθή διάγνωση και την άμεση αντιμετώπιση της διαταραχής αυτής.
Ποια είναι τα σημάδια ότι κάποιος πάσχει από ΔΣΣ;
Όπως προαναφέρθηκε, τα πρώτα συμπτώματα που οφείλονται στην ασθένεια πρέπει να έχουν κάνει την εμφάνισή τους πριν από την ηλικία των 30 ετών και να είναι χρόνιας φύσεως, να διαρκούν δηλαδή περισσότερο από 6 μήνες. Συνήθως τα συμπτώματα διαρκούν για χρόνια, αλλά είναι πιθανό να παρεμβάλλονται περίοδοι κατά τις οποίες ο ασθενής δεν βιώνει κανένα σύμπτωμα. Ωστόσο, αυτό είναι αρκετά σπάνιο. Ειδικότερα, σπάνια περνάει περισσότερος από ένας χρόνος χωρίς το άτομο να εκδηλώσει κάποιο ανεξήγητο σύμπτωμα.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η κλινική εικόνα διαφέρει από ασθενή σε ασθενή, καθώς κάθε ασθενής βιώνει ένα διαφορετικό σύνολο συμπτωμάτων και με διαφορετικό τρόπο. Επιπλέον, η φύση των συμπτωμάτων είναι δυνατόν να αλλάξει μέσα στον χρόνο. Ειδικότερα, ασθενείς με αυτή τη διαταραχή μπορεί να παρουσιάσουν πονοκεφάλους, κοιλιακό άλγος, ναυτία, εμετό, φούσκωμα, κόπωση, μυϊκούς πόνους, πόνο στην πλάτη, διάρροια, φωνητικά προβλήματα, μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, θολή όραση, αδυναμία συνολικής μετακίνησης ή μετακίνησης ενός άκρου και άλλα ποικίλα συμπτώματα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η σωματοποιητική διαταραχή χαρακτηρίζεται από αιτιάσεις του πάσχοντα για πολλαπλές σωματικές ενοχλήσεις, που του προκαλούν ιδιαίτερο πόνο, ανησυχία και αναστάτωση. Συνήθως η εμφάνιση των συμπτωμάτων ωθεί τον ασθενή να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Η ποικιλομορφία των συμπτωμάτων αναγκάζει τον ασθενή να επισκεφθεί ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και να υποβληθεί σε ένα μεγάλο αριθμό ιατρικών εξετάσεων, στην προσπάθειά του να βρει απαντήσεις. Ωστόσο, η απουσία ευρημάτων από τις ιατρικές εξετάσεις που να παραπέμπουν σε κάποια ιατρικά αναγνωρίσιμη υποκείμενη παθολογία, εντείνει περαιτέρω την ανησυχία του ασθενούς.
Επιπρόσθετα, τόσο η φύση των συμπτωμάτων αυτή καθαυτή, όσο και τα ψυχολογικά συμπτώματα άγχους και δυσφορίας που απορρέουν από αυτή, υποβαθμίζουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής του ασθενούς, ελαττώνουν σημαντικά τη λειτουργικότητά του και προκαλούν προβλήματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Τι βιώνει κάποιος που πάσχει από ΔΣΣ;
Το στάδιο της σύγχυσης συνιστά την αρχή της εκδήλωσης των σωματικών συμπτωμάτων, η ύπαρξη των οποίων δεν μπορεί να εξηγηθεί από κανέναν. Οι ασθενείς δεν κατανοούν τι ακριβώς προκαλεί τα συμπτώματα που βιώνουν, καθώς και πώς να τα σταματήσουν. Το στάδιο αυτό μπορεί να διαρκέσει για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και συνήθως χαρακτηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από πολλαπλές επισκέψεις σε ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων. Οι γονείς μπορεί να ανησυχούν ότι κάποια ενδεχόμενη σωματική πάθηση έχει παραλειφθεί. Οι ασθενείς πιθανόν να αναρωτιούνται αν η ζωή τους θα επανέλθει ξανά σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Την ίδια στιγμή μπορεί να αισθάνονται εξουθενωμένοι από το πλήθος των ιατρικών εξετάσεων στις οποίες έχουν υποβληθεί, ιδιαιτέρως όταν αυτές δεν επιφέρουν κατατοπιστικές απαντήσεις. Αισθάνονται σύγχυση και έντονο φόβο για την ενδεχόμενη σοβαρότητα αυτού που βιώνουν. Η οικογένεια και οι φίλοι του ασθενούς αδυνατούν συνήθως να κατανοήσουν το πρόβλημα. Σε πολλές περιπτώσεις αμφισβητούν την ύπαρξη του προβλήματος και θεωρούν ότι το άτομο προσποιείται για να τραβήξει την προσοχή ή επειδή έχει κάποιον άλλο απώτερο σκοπό. Το γεγονός αυτό ωθεί τα άτομα στο να απομονώνονται και να μην επικοινωνούν αυτά που βιώνουν. Πολλά άτομα εμφανίζουν τα πρώτα συμπτώματα σε μικρή ηλικία, όπως για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, όπου η επικοινωνία με τους μεγαλύτερους συχνά δεν επιδιώκεται ούτως ή άλλως και η απομόνωση αποτελεί φυσικό επακόλουθο.
Οι ασθενείς πολλές φορές αισθάνονται μόνοι και αβοήθητοι. Η ζωή συνεχίζεται παρόλο που οι ίδιοι βιώνουν συμπτώματα, τα οποία τους καθιστούν ”καθηλωμένους” και δεν τους επιτρέπουν να πάρουν μέρος σε κοινωνικές δραστηριότητες, όπως οι συνομήλικοί τους. Συχνά κατακλύζονται από το αίσθημα ντροπής και κατηγορούν τον εαυτό τους γι αυτό που τους συμβαίνει. Σε πολλές περιπτώσεις, εκδηλώνουν εµφανή συµπτώµατα άγχους και καταθλιπτική διάθεση, ενώ µπορεί να συνυπάρχει παρορµητική ή αντικοινωνική συµπεριφορά, απειλές και απόπειρες αυτοκτονίας και δυσαρµονία στις ερωτικές τους σχέσεις. Ιδίως όταν συνυπάρχει διαταραχή προσωπικότητας, η ζωή τους µπορεί να είναι χαοτική.
Το στάδιο της σύγχυσης μπορεί επίσης να διαρκέσει αρκετό καιρό, επειδή οι ασθενείς και οι οικογένειές τους δυσκολεύονται να αποδεχθούν την διάγνωση με την οποία έρχονται τελικά αντιμέτωποι. Ειδικότερα, οι ασθενείς δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς το ψυχολογικό άγχος, ή οι άλυτες εσωτερικές ψυχολογικές συγκρούσεις μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση απτών σωματικών συμπτωμάτων.
Η έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης σε ό,τι αφορά θέματα ψυχικής υγείας σε οικογενειακό, σχολικό και ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, ενισχύει τα φαινόμενα στιγματοποίησης των ατόμων αυτών, τόσο από το άμεσο περιβάλλον τους, όσο κι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Πιο συγκεκριμένα, τα άτομα αυτά θα προτιμούσαν να πάσχουν από μια ”οργανική” ασθένεια. Αυτό συμβαίνει γιατί κάτι το απτό, η αιτία δηλαδή ύπαρξης του οποίου υπόκειται σε σωματικό επίπεδο, αποτελεί κατά κοινή ομολογία ένα πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί ευκολότερα. Ειδικότερα τα άτομα αυτά δυσκολεύονται να κατανοήσουν πώς το να μιλούν για τα συναισθήματά τους, μπορεί να επιδράσει θετικά σε σωματικό επίπεδο, οδηγώντας στην εξάλειψη των συμπτωμάτων τους.
Το στάδιο της σύνδεσης συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό στάδιο. Κατά το στάδιο αυτό, ο ασθενής θα πάρει μέρος σε ένα σύνολο ιατρικών αξιολογήσεων, οι οποίες θα συμβάλουν στο να αποσαφηνιστεί το τι ακριβώς οδηγεί στη δημιουργία των σωματικών συμπτωμάτων. ‘Όπως προαναφέρθηκε, η σωματοποιητική διαταραχή μπορεί, είτε να υπάρχει αυτούσια, είτε σε συνδυασμό με κάποια οργανική πάθηση, τα συμπτώματα της οποίας εντείνει. Μια λεπτομερής και διεξοδική καταγραφή και αξιολόγηση του ιστορικού του ασθενούς, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών, συναισθηματικών και ψυχολογικών παραμέτρων, κρίνεται αναγκαία για την κατανόηση της πάθησης και την δημιουργία διάγνωσης.
Πώς μπορεί το άτομο που πάσχει από ΔΣΣ να βοηθήσει τον εαυτό του; Ο ρόλος της οικογένειας και θεραπευτική μέθοδος της ΔΣΣ.
Αρχικά είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωριστεί από τον ασθενή, καθώς και από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον, το ψυχολογικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης πάθησης. Έτσι ο ασθενής θα πρέπει να πάψει να επισκέπτεται διαφόρους γιατρούς και να υπόκειται σε αχρείαστες ιατρικές εξετάσεις, προκειμένου να καταδειχθεί ότι η ασθένειά του είναι ”οργανικής” φύσεως.
Η σύσταση μιας ομάδας ειδικών ιατρών και η δημιουργία ενός κατάλληλου και προσωπικού για τον ασθενή θεραπευτικού πλάνου, συνιστά βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της θεραπείας. Ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, ενδεχομένως να χρειάζεται να στελεχώσουν την θεραπευτική ομάδα για τον εκάστοτε ασθενή. Πρωτεύοντα ρόλο στην ομάδα αυτή θα πρέπει να διαδραματίζει ένας ψυχίατρος ή καταρτισμένος ψυχολόγος, ο οποίος με τις κατάλληλες θεραπευτικές μεθόδους, θα συμβάλει στο να αναδειχθεί ο υποβόσκων ψυχολογικός παράγοντας, ο οποίος και αποτελεί την αιτία της εμφάνισης των σωματικών συμπτωμάτων. Οι συναντήσεις μεταξύ του ασθενούς και του θεράποντα ιατρού θα πρέπει να είναι πολλαπλές και τακτικές. Θεμελιώδης λοιπόν, για την αντιμετώπιση της διαταραχής αυτής, είναι η δημιουργία μιας καλής και σταθερής σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενή.
Η ψυχοθεραπευτική μέθοδος έχει ως στόχο να φέρει στην επιφάνεια την ψυχολογική διαδικασία που στον πυρήνα της βρίσκεται το πρωτογενές ή δευτερογενές κέρδος. Ο ασθενής έρχεται αντιμέτωπος με τη βασική πηγή άγχους, την ασυνείδητη ψυχολογική σύγκρουση ή το ψυχικό τραύμα, στο οποίο οφείλεται η εμφάνιση των σωματικών συμπτωμάτων. Η μεταφορά των παραπάνω σε συνειδητό επίπεδο, δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή με τη βοήθεια του ψυχιάτρου, να αναζητήσει έναν εναλλακτικό τρόπο αντιμετώπισης αυτών. Η ουσιαστική λοιπόν εξάλειψη του υποβόσκοντος ψυχολογικού παράγοντα θα οδηγήσει μοιραία και στην άρση των σωματικών συμπτωμάτων, τα οποία δεν θα έχουν πλέον λόγο ύπαρξης.
Έρευνες έχουν δείξει ότι η συστημική και γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία αποτελούν αποτελεσματικές μεθόδους αντιμετώπισης της ΔΣΣ. Οι πεποιθήσεις για την ασθένεια, τόσο του ασθενούς, όσο και της οικογένειάς του, θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασικούς στόχους της θεραπευτικής μεθόδου.
Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή ως εξής:
-Να εξετάσει και να προσαρμόσει τις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες του σε σχέση με την ψυχική υγεία και τα σωματικά συμπτώματα.
-Να εκπαιδευτεί στην ελάττωση και διαχείριση του άγχους.
-Να εκπαιδευτεί στο πώς να αντιμετωπίζει την ύπαρξη σωματικών συμπτωμάτων.
-Στην ελάττωση της υπερβολικής ενασχόλησης του ασθενούς με τα σωματικά συμπτώματα.
-Στη μείωση της αποφυγής καταστάσεων και δραστηριοτήτων, λόγω των σωματικών συμπτωμάτων, η ύπαρξη των οποίων φέρνει τον ασθενή σε δύσκολη θέση.
-Στη βελτίωση της λειτουργικότητας του ασθενούς στο σπίτι, στον εργασιακό χώρο ή στο σχολείο, στις διαπροσωπικές σχέσεις και σε κοινωνικές δραστηριότητες.
-Στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης και άλλων υποκείμενων ψυχιατρικών νοσημάτων από τα οποία ενδέχεται να πάσχει ο ασθενής.
Η συστημική μέθοδος θέτει στο επίκεντρο την οικογένεια σαν σύνολο και ερευνά τις διαπροσωπικές σχέσεις του ασθενούς με κάθε μέλος της ξεχωριστά. Με αυτόν τον τρόπο διαφαίνεται η δυναμική των σχέσεων, καθώς και οι παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν αποτελέσει αιτία της διαταραχής ή επιδείνωσης της. Συμβάλλει επίσης, στην εκπαίδευση των μελών της οικογένειας και θέτει τα θεμέλια για την δημιουργία ενός περιβάλλοντος ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των μελών της και του ασθενούς. Παράλληλα, η συστημική θεραπεία λειτουργεί υποστηρικτικά και για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, η ζωή των οποίων έχει επίσης ανατραπεί.
Φαρμακευτική αγωγή, όπως αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά χάπια θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά, συμβάλλοντας στην αντιμετώπισης του άγχους και της κατάθλιψης του ασθενούς.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η επιστροφή του ασθενούς στο σχολείο ή στην εργασία του και η ενασχόλησή του με κοινωνικές δραστηριότητες αποτελεί βασικό στόχο της θεραπείας και θα πρέπει να ενθαρρύνεται και από το οικογενειακό περιβάλλον. Ειδικά στην περίπτωση που ο ασθενής είναι μικρός σε ηλικία, είναι σημαντικό η ζωή του να επιστρέψει το γρηγορότερο δυνατόν στους πρότερους της ρυθμούς, καθώς η προσωπικότητά του ακόμα διαμορφώνεται και αποκτά κοινωνικές δεξιότητες.
Το στάδιο της ανάρρωσης συνιστά τη περίοδο κατά την οποία η ζωή του ασθενούς θα αρχίσει να αποκτά μια κανονικότητα και ο ίδιος θα αρχίσει να παίρνει μέρος σε καθημερινές δραστηριότητες, όπως συνήθιζε να κάνει παλαιότερα. Ο ασθενής θα έχει εκπαιδευτεί στο πώς να αναγνωρίζει και να αντιδρά στα συναισθήματά του, καθώς και πώς να ανταπεξέρχεται αποτελεσματικά τις περιόδους άγχους και επιδείνωσης των σωματικών συμπτωμάτων. Η τυπική ανάρρωση από τα σωματικά συμπτώματα συνιστά μια σταθερή βελτίωση αυτών, ωστόσο είναι πιθανόν να παρεμβάλλονται περίοδοι έξαρσης ή ακόμα και ύπαρξης νέων συμπτωμάτων. Αντίθετα σε περιόδους ομαλοποίησης, τα συμπτώματα τείνουν να διαρκούν λιγότερο και χαρακτηρίζονται από ελαττωμένη ένταση. Είναι σημαντικό οι ασθενείς να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες σε ότι αφορά στην πορεία ανάρρωσης, προκειμένου να μην απογοητεύονται και να μην σχηματίζουν την εντύπωση ότι η θεραπεία συνιστά αποτυχία. Οι ασθενείς συχνά αισθάνονται ότι η θεραπευτική πορεία αποτέλεσε γι αυτούς πρόκληση, ωστόσο συνέβαλε σημαντικά στην προσωπική τους ανάπτυξη.
Συμπερασματικά, όπως είδαμε, η φύση της ΔΣΣ οδηγεί τον πάσχοντα να επικεντρωθεί στη σωματική πτυχή της ασθένειας, αγνοώντας σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως και για χρόνια, την υποκείμενη ψυχολογική της πτυχή. Με παρόμοιο τρόπο, θα έλεγε κανείς πως λειτουργεί και η κοινωνία σήμερα. Με άλλα λόγια, επενδύει πολύ περισσότερο στην ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των μελών της σε θέματα σωματικής παρά ψυχικής υγείας. Ωστόσο, όπως είδαμε, για την ουσιαστική αντιμετώπιση της ασθένειας, κρίνεται απαραίτητο να έρθουν στο προσκήνιο οι ψυχολογικές παράμετροι αυτής. Αντίστοιχα, καθίσταται πλέον αναγκαίο, το ευρύ κοινό να εκπαιδευτεί ενδελεχώς σε θέματα ψυχικής φροντίδας και υγείας. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ουσιαστική εξάλειψη του στίγματος, το οποίο υφίστανται άτομα που πάσχουν από ασθένειες ψυχιατρικής φύσεως και θα συντελούσε σημαντικά στην αντιμετώπιση και θεραπεία τους. Τέλος, η βελτίωση της ψυχικής υγείας θα πρέπει να συνιστά προτεραιότητα, εφόσον αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ευημερία στην ζωή κάθε ατόμου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
https://www.cbt.edu.gr Σωματόμορφες διαταραχές
https://www.keltymentalhealth.ca Somatization Family Handbook
https://www.mayocliinic.org Somatic symptom disorder-Diagnosis and Treatment