Πως «εμφυτεύεται» η επιθετική συμπεριφορά σε ένα παιδί; Ποιες συμπεριφορές μιμείται;
Ας ξεκινήσουμε με τον ορισμό της επιθετικότητας. Σύμφωνα με την Κοινωνική Ψυχολογία, πρόκειται για μία πολύπλευρη έννοια που μπορούν να της αποδοθούν πολλοί ορισμοί. Ο Bandura (1973) που την ορίζει ως την συμπεριφορά που έχει ως αποτέλεσμα προσωπικές βλάβες ή καταστροφή περιουσίας, οι Scherer et al. (1975), οι οποίοι την όρισαν ως την πρόθεση για σωματική βλάβη σε άλλο πρόσωπο και οι Anderson και Huesmann (2003) που την ορίζουν ως την συμπεριφορά απευθυνόμενη στους άλλους έχοντας ως άμεση πρόθεση την πρόκληση βλάβης (Hogg & Vaughan, 2010).
Που συμπίπτουν όμως όλοι αυτοί οι ορισμοί;
Η πρόθεση για πρόκληση βλάβης ως προς βάρος των άλλων, μοιάζει να είναι ο κοινός παράγοντας που συνθέτει τον ορισμό της επιθετικότητα ή της επιθετικής συμπεριφοράς.
Πως τελικά ένα παιδί καταλήγει να αναπτύσσει επιθετική συμπεριφορά;
Αρχικά, μια επιθετική συμπεριφορά ξεκινά από σχετική μικρή ηλικία. Αυτό, όμως δεν συνεπάγεται πως τα βρέφη είναι επιθετικά. Αντιθέτως όμως, παιδιά προσχολικής ηλικίας εκδηλώνονται επιθετικά. Στην περίπτωσή τους, η έκφραση της επιθετικής συμπεριφοράς αποτελεί ένα κίνητρο για ένα ευχάριστο αποτέλεσμα προς εκείνα. Μία χαρακτηριστική περίπτωση είναι το να πάρει το παιχνίδι ενός άλλου παιδιού (Feldman, 2011). Είναι σπάνιες οι φορές οι οποίες ένα παιδί προσχολικής ηλικία δεν έχει εμπλακεί σε καβγάδες με συνομηλίκους του. Θα ήταν πιο σωστό να πούμε πως η επιθετικότητα σε τέτοια ηλικία δεν έχει κάποιο σοβαρό περιεχόμενο.
Η άποψη ότι η επιθετικότητα αποτελεί ένα «προϊόν μάθησης» βρίσκει την σημασία του μέσα από την Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης, έτσι όπως διατυπώθηκε από τον Albert Bandura (1960) . Πως ορίζεται όμως η κοινωνική μάθηση κατά τον Bandura και ποια η σχέση της με την εκμάθηση της επιθετικότητας;
Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης (Bandura, 1960):
Ο Albert Bandura για την συγκεκριμένη θεωρία, θέτει στο επίκεντρο την μαθησιακή συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, η θεωρία βασίζεται στην παρατήρηση, μίμηση και την ταύτιση. Υποστηρίζει πως ένα άτομο μέσω της κοινωνικής μάθησης είναι ικανός να αποδεχτεί και να γίνει πιο οικείος με τρόπους συμπεριφοράς και εμπειρίες άλλων ατόμων, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Όσον αφορά την παιδική ηλικία, ο Bandura (1960) υποστηρίζει πως τα παιδιά από τις πρώτες στιγμές της ζωής τους, συναστρέφονται με άτομα που αποτελούν για αυτά ένα είδος πρότυπου. Στην συγκεκριμένη ηλικία, το πρότυπό τους αφορά κατά την πλειοψηφία, τον γονέα. Το παιδί, βλέποντα τον γονέα ως πρότυπο, καλείται να μιμηθεί τις συμπεριφορές του.
Ποιος είναι όμως ο παράγοντας που συντελεί στην «ρύθμιση» της μαθησιακής συμπεριφοράς ενός ατόμου; Κατά τον Bandura (1960), το περιβάλλον φαίνεται να έχει την περισσότερη ισχύ πάνω στην συμπεριφορά του παιδιού. Το παιδί παρατηρεί τους γύρω του, τις κινήσεις τους, τις εκφράσεις τους και τις συμπεριφορές τους και καταλήγει να τις μαθαίνει και να τις μιμείται. Μέσα στις συμπεριφορές αυτές που τελικά μιμείται, είναι και η συνεργασία, η επίθεση και η κοινωνική αλληλεπίδραση.
Πως μπορώ να καταλάβω μέσω παραδείγματος ότι ένα παιδί «υιοθετεί» μια επιθετική συμπεριφορά;
Το πείραμα με την κούκλα Bobo:
Στο πλαίσιο αυτό, ο Bandura διεξήγαγε το πείραμα με την κούκλα “Bobo” , το λεγόμενο “Bobo doll experiment” το 1961. Το πείραμα αυτό είχε τις εξής συνθήκες:
- 72 παιδιά από νηπιαγωγείο, εκ των οποίων 36 αγόρια και 36 κορίτσια.
- 2 ενήλικες, εκ των οποίων 1 άνδρας και 1 γυναίκα που αποτελούσαν τα πρότυπα
- 1 γυναίκα που είχε τον ρόλο του ερευνητή.
Διεξαγωγή του πειράματος:
Επιλέχθηκαν 72 παιδιά από νηπιαγωγεία όπου τα 48 χωρίστηκαν σε 2 ομάδες εκ των οποίων τα 24 παρακολούθησαν επιθετικά πρότυπα (Αμάδα Α) και τα υπόλοιπα μισά μη επιθετικά πρότυπα (Ομάδα Β). Τα υπόλοιπα 24 παιδιά αποτελούσαν την ομάδα «μαρτύρων» η οποία έμειναν αμέτοχα και δεν παρακολούθησαν κανένα από τα 2 είδη προτύπων που προαναφέρθηκαν.
Αρχικά, ο ερευνητής οδηγούσε το παιδί στο δωμάτιο που θα πραγματοποιούσε το πείραμα, καλώντας το πρότυπο να έρθει μέσα στο δωμάτιο για να παίξει. Το παιδί καθόταν σε ένα μικρό τραπέζι για να του δείξει ο ερευνητής πως να φτιάξει σφραγίδες από πατάτες. Στην συνέχεια, το πρότυπο έμπαινε μέσα στο δωμάτιο (τον ενήλικα) όπου βρισκόταν ένα μικρό τραπέζι, μία καρέκλα, ένα παιχνίδι, ένα σφυρί και μία κούκλα. Η κούκλα αυτή ήταν η κούκλα “Bobo”, η οποία είχε ένα φυσιολογικό ύψος των 1,50 cm. Ο ερευνητής εν συνεχεία εξηγούσε πως αυτά τα αντικείμενα αποτελούσαν παιχνίδια τα οποία μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να παίξει και στην συνέχεια το πρότυπο έφευγε από το δωμάτιο.
Με τα παιδιά της Ομάδας Β, το πρότυπο συγκέντρωνε πιο ήρεμα τα παιχνίδια και αγνοούσε τελείως την κούκλα. Αντιθέτως, στα παιδιά της Ομάδας Α, το πρότυπο ξεκίνησε να μαζεύει τα παιχνίδια αλλά συμπεριφερόταν στην κούκλα με έναν πιο επιθετικό τρόπο, την ξάπλωνε στο πάτωμα, καθόταν επάνω της και την τσιμπούσε. Τέλος, την σήκωνε στον αέρα και την πετούσε χτυπώντας την με το σφυρί. Η επιθετική συμπεριφορά του προτύπου επαναλήφθηκε 3 φορές με διάρκεια 10 λεπτών και συγχρόνως λέγοντας εκφράσεις του τύπου «τσίμπησέ της την μύτη», «πέταξέ την στον αέρα», «κλώτσησέ την», «χτύπα την κάτω».
Στην συνέχεια, το παιδί οδηγούνταν σε άλλο δωμάτιο στον οποίο υπήρχαν και εκεί παιχνίδια πιο επιθετικού τύπου αλλά και όχι. Συγκεκριμένα, στα επιθετικά παιχνίδια ανήκαν η κούκλα ύψους 1 μέτρου ένα ξύλινο σφυρί, διάφορα ξύλινα αντικείμενα, 2 παιδικά όπλα και μία μπάλα που κρεμόταν από το ταβάνι. Στα μη επιθετικά παιχνίδια ανήκαν μία μπάλα, 2 κούκλες, φορτηγά και ξύλινα ζωάκια.
Κάθε παιδί καθόταν σε αυτό το δωμάτιο για το χρονικό διάστημα περίπου των 20 λεπτών. Μέσα σε αυτά τα 20 λεπτά αξιολογούνταν η συμπεριφορά τους από τον ερευνητή. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν αναμενόμενο. Η ομάδα με τα παιδιά που είχαν παρατηρήσει ένα πρότυπο με συμπεριφορά επιθετική ως προς την πλαστική κούκλα, είχαν «υιοθετήσει» αυτή την συμπεριφορά και τα ίδια, τόσο σε σωματικό επίπεδο, όσο και σε λεκτικό προς την κούκλα. Κάποια, μάλιστα αντέγραψαν και τις θυμωμένες αντιδράσεις του προσώπου του προτύπου.
Τι μας διδάσκει αυτό το πείραμα;
Είναι πολύ εύκολο ένα μικρό παιδί να υιοθετήσει μία συμπεριφορά, αποκλειστικά και μόνο από την παρατήρηση ενός μεγάλου ατόμου. Με το πείραμα αποδείχθηκε πως μία επιθετική συμπεριφορά μπορεί πολύ εύκολα να «περάσει» σε ένα μικρό παιδί και πως οι αντιδράσεις ενός ενήλικα δεν είναι ανεξάρτητες ως προς τον αντίκτυπο στα παιδιά.
Έρευνες πάνω στην μιμητική συμπεριφορά, έχουν αποδείξει πως όσο περισσότερο ένα παιδί αγαπά το πρότυπό του, τόσο περισσότερο τείνει να μιμηθεί την συμπεριφορά του. Άρα, θα ήταν αρκετά συνετό να πούμε πως οι συμπεριφορές ενός «ισχυρού» γονέα, μπορούν να αντικατοπτριστούν στο παιδί του.
Κανένα παιδί δεν γεννιέται επιθετικό. Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης για την συμπεριφορά των παιδιών.
Τι θα ήταν αποτελεσματικό όμως; Ίσως μία καλή και επικοινωνιακή σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού θέτει γερά θεμέλια για μία σωστή ανάπτυξη του χαρακτήρα του παιδιού,
Έχετε σκεφτεί άραγε πόσες συμπεριφορές bullying θα είχαν αποφευχθεί εάν τέτοιου είδους πρότυπα είχαν μία λιγότερο επιθετική συμπεριφορά;
Βιβλιογραφία
Feldman, R.R. (2011). Εξελικτική Ψυχολογία: Δια βίου ανάπτυξη. Gutenberg.
Hogg, M.A., & Vaughan, G.M. (2010). Κοινωνική Ψυχολογία. Gutenberg.
Η μίμηση επιθετικών προτύπων, του Albert Bandura – PsychologyNow.gr