Η αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας είναι από τις πιο σπάνιες και αμφιλεγόμενες ψυχικές διαταραχές. Η παλαιότερα επονομαζόμενη διαταραχή πολλαπλών προσωπικοτήτων περιγράφηκε για πρώτη φορά από το νευρολόγο Jean-Martin Charcot το 19ο αιώνα και αργότερα μετονομάστηκε και περιγράφηκε εκτενέστερα από ειδικούς όπως ο Alfred Binet, ο Sigmund Freud και ο William James. Παρ’ όλα αυτά η ύπαρξή της αμφισβητείται ακόμη και σήμερα στο κλάδο της ψυχολογίας και ψυχιατρικής, κυρίως λόγω δυσκολίας στη κατανόηση της αιτιοπαθολογίας της. Εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 1% στο γενικό πληθυσμό, είναι πιο συχνή στις γυναίκες και πρόκειται για μία από τις δυσκολότερες στη διαχείριση διαταραχές, τόσο για τα άτομα που την εμφανίζουν όσο και θεραπευτικά.
Τα συμπτώματα της αποσυνδετικής διαταραχής ταυτότητας σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM-5 περιλαμβάνουν τη διάσπαση της ταυτότητας σε τουλάχιστον δύο ή περισσότερες διακριτές προσωπικότητες που σχετίζεται με έντονη ασυνέχεια στην αίσθηση του εαυτού και στην αίσθηση κυριότητας του ατόμου. Οι προσωπικότητες συνεχώς παίρνουν τον έλεγχο της συμπεριφοράς του ατόμου και αυτό συνοδεύεται από μεταβολές στα συναισθήματά του, στην αντίληψη, τη μνήμη, τη συνείδηση καθώς και την αισθητικοκινητική του συμπεριφορά. Τα άτομα εμφανίζουν σοβαρά και επανειλημμένα κενά στην ανάκληση καθημερινών γεγονότων, σημαντικών προσωπικών ή/ και τραυματικών πληροφοριών. Τα συμπτώματα προκαλούν έντονη ενόχληση στο άτομο καθώς και έκπτωση στη κοινωνική, επαγγελματική και γενικότερη λειτουργικότητά του, ενώ δε μπορούν να εξηγηθούν από την ύπαρξη κάποιου ιατρικού προβλήματος (πχ επιληψία) ή από τη κατάχρηση κάποιας ουσίας. Επιπλέον τα συμπτώματα δεν είναι μέρος κάποιας αποδεκτής κοινωνικής ή θρησκευτικής πρακτικής. Στα παιδιά τα συμπτώματα δεν εξηγούνται από την ύπαρξη φανταστικών φίλων ή παιχνίδι προσποίησης.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η συγκεκριμένη διαταραχή, χρειάζεται να διευκρινιστούν ορισμένες καταστάσεις όπως η διάσχιση, που είναι παρούσα στη κλινική εικόνα της, καθώς και η αιτιολογία της διαταραχής. Η διάσχιση αναφέρεται σε μία κατάσταση αποσύνδεσης από τη πραγματικότητα που περιλαμβάνει την αποπροσωποποίηση και την αποπραγματοποίηση. Η αποπροσωποποίηση αναφέρεται σε μία αίσθηση εξωπραγματικού και απόστασης σε σχέση με τον εαυτό, στην οποία το άτομο νοιώθει ως εξωτερικός παρατηρητής των σκέψεων, των συναισθημάτων και των εμπειριών του. Νοιώθει απόσπαση από τον εαυτό του, σαν οι σκέψεις και το σώμα του να μην ανήκουν στο ίδιο. Η αποπραγματοποίηση από την άλλη αναφέρεται στην αίσθηση απόσπασης σε σχέση με το περιβάλλον. Το άτομο δηλαδή έχει την αίσθηση πως τα άλλα άτομα ή αντικείμενα γύρω του δεν είναι αληθινά/είναι παραμορφωμένα ή νοιώθει σαν να βρίσκεται σε όνειρο. Οι διασχιστικές καταστάσεις εμφανίζονται συχνά στα άτομα με αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας, κυρίως στις φάσεις εναλλαγής των προσωπικοτήτων και έχει προταθεί πως συμβάλουν και στην ανάπτυξη της διαταραχής.
Η αιτία που έχει συσχετιστεί περισσότερο με την εμφάνιση της διαταραχής φαίνεται πως είναι κάποιο πολύ μεγάλο, σοβαρό και επαναλαμβανόμενο τραύμα της παιδικής ηλικίας, το οποίο για να αντιμετωπίσει το άτομο χρησιμοποιεί τη διάσχιση. Η σεξουαλική κακοποίηση στη παιδική ηλικία σχετίζεται πιο έντονα με την ανάπτυξη πολλαπλών προσωπικοτήτων σε σχέση με τη σωματική ή ψυχολογική κακοποίηση, ενώ άλλοι παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν είναι η απουσία κοινωνικής ή οικογενειακής φροντίδας και η παραμέληση. Η ανάπτυξη πολλαπλών προσωπικοτήτων ουσιαστικά είναι ο μηχανισμός αντιμετώπισης του τραύματος και αυτές αναπτύσσονται καθώς το άτομο δε μπορεί να ανταπεξέλθει στη κατάσταση. Χρησιμοποιεί λοιπόν τη διάσχιση ώστε να “φύγει” από τη συγκεκριμένη κατάσταση, οι τρέχουσες εμπειρίες και σκέψεις του να διαχωριστούν από τον εαυτό. Όταν η παρατεταμένη τραυματική κατάσταση ωστόσο οδηγεί το άτομο στη χρήση της συγκεκριμένης πρακτικής συνεχώς, η δημιουργία όλο και περισσότερων προσωπικοτήτων μπορεί να λάβει μέρος. Τα συμπτώματα λοιπόν συχνά αρχίζουν σε μικρές ηλικίες (μέσος όρος 5-10 ετών) και μέχρι την ενηλικίωση το άτομο μπορεί να εμφανίζει μέχρι και 15 διαφορετικές προσωπικότητες. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί ακόμη και εκατοντάδες διαφορετικές προσωπικότητες.
Οι προσωπικότητες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς αρκετά χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, το φύλο, το όνομα ή τα στοιχεία του χαρακτήρα. Αποκτά η κάθε μία τις δικές της σκέψεις, αναμνήσεις, πεποιθήσεις, τρόπους συμπεριφοράς και επίλυσης προβλημάτων. Kάποιες μπορεί να νοιώθουν πόνο ενώ άλλες όχι, κάποιες να είναι πιο φοβικές ενώ άλλες πιο θαρραλέες, κάποιες πιο ντροπαλές ενώ άλλες περισσότερο κοινωνικές. Συνήθως υπάρχει μία κυρίαρχη προσωπικότητα, η οποία εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ατόμου και η οποία συνήθως δεν έχει πρόσβαση στις αναμνήσεις των λιγότερο κυρίαρχων. Οι προσωπικότητες που εμφανίζονται συχνότερα στη καθημερινότητα είναι όσες δεν βίωσαν το τραυματικό γεγονός ή δε γνωρίζουν γι’ αυτό. Με αυτό το τρόπο διασφαλίζεται ένα κομμάτι του ψυχισμού που δεν έχει βιώσει το τραύμα λειτουργώντας προστατευτικά για το άτομο. Οι λιγότερο κυρίαρχες προσωπικότητες συνήθως είναι όσες βίωσαν το τραύμα ή όσες είναι καλύτερες στην αντιμετώπιση στρεσογόνων καταστάσεων, στις οποίες και συχνά εμφανίζονται. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προσωπικότητες παρουσιάζουν και διαφοροποιήσεις μεταξύ τους στο τρόπο ομιλίας, το τόνο της φωνής, τη στάση του σώματος, την αντίδραση σε φαρμακευτικές αγωγές, την ικανότητα όρασης, καθώς και σε αλλεργικές αντιδράσεις. Συνήθως οι αυτοβιογραφικές αναμνήσεις μίας προσωπικότητας δεν είναι προσβάσιμες στις υπόλοιπες, ενώ οι γενικές γνώσεις για το κόσμο και διάφορες μαθημένες δεξιότητες (σημασιολογικές και διαδικαστικές μνήμες) είναι προσβάσιμες.
Τα άτομα με αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας εμφανίζουν μία πληθώρα προβλημάτων στη καθημερινή τους ζωή. Μπορεί να γνωρίζουν άτομα ενώ είναι μία προσωπικότητα και όταν η προσωπικότητα αλλάξει να μη τα θυμούνται, μπορεί να βρίσκουν αντικείμενα γύρω τους που δε θυμούνται πως απέκτησαν, ενώ συχνά τους είναι και πολύ δύσκολο να παραμείνουν σε μία εργασία. Εμφανίζουν επιπλέον συναισθηματικά προβλήματα όπως έντονο άγχος, κατάθλιψη ή διαταραχές της εικόνας του σώματος, ενώ συχνά παρουσιάζουν και σκέψεις/απόπειρες αυτοκτονίας, μετατραυματικό στρες ή διαταραχές προσωπικότητας. Εφ’ όσον οι συμπεριφορές των ατόμων αλλάζουν σημαντικά ανάμεσα στις προσωπικότητες, η ζωή τους χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια σε όλους τους τομείς. Επιπλέον δεν είναι περίεργο τα άτομα να υποφέρουν και από ψευδαισθήσεις (ακουστικές ή οπτικές), το περιεχόμενο των οποίων σχετίζεται με τις διαφορετικές προσωπικότητες.
Η διάγνωση είναι αρκετά δύσκολη, κυρίως λόγω των εκτεταμένων μνημονικών ελλειμμάτων των ατόμων σχετικά με τραυματικές καταστάσεις ή τη καθημερινότητα. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να λαμβάνονται επιπλέον πληροφορίες για το ιστορικό τους από την οικογένεια, τους φίλους, τους συναδέλφους ή γενικά από οποιονδήποτε γνωρίζει τα άτομα και μπορεί να προσφέρει αυτές τις πληροφορίες. Πέρα από τα κριτήρια του DSM-5 που πρέπει να πληρούνται, σημαντικό είναι να εξακριβωθεί η ύπαρξη έντονου τραύματος στο παρελθόν, ενώ πολλοί ειδικοί προτείνουν πως για να τεθεί η διάγνωση χρειάζεται η εναλλαγή της προσωπικότητας να συμβεί έστω και μία φορά, ενώ το άτομο είναι με το θεραπευτή. Σημαντικό είναι σε διαγνωστικό πλαίσιο να διαχωριστεί η αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας από τη σχιζοφρένεια (διαφοροδιάγνωση). Tα άτομα με πολλαπλές προσωπικότητες εμφανίζουν μεγάλα ποσοστά λανθασμένων διαγνώσεων από ειδικούς, διότι η κατάσταση μπορεί να μοιάζει αρκετά με κάποια σχιζοφρενικόμορφη διαταραχή και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναγκάζονται να υποστούν λάθος θεραπευτική αντιμετώπιση. Ωστόσο υπάρχουν πολλά στοιχεία που βοηθούν στη διάκριση των διαταραχών, τα οποία παρουσιάζονται παρακάτω.
Αρχικά η σχιζοφρένεια δε σχετίζεται με κάποιο τραύμα, αλλά αντίθετα θεωρείται μία γενετικά προσδιορισμένη διαταραχή, η εμφάνιση της οποίας είναι ανεξάρτητη από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Τα άτομα με σχιζοφρένεια εμφανίζουν γενικά μεγαλύτερα ελλείμματα στη νοημοσύνη, άρα ένας τρόπος να γίνει ο διαχωρισμός είναι η χορήγηση κάποιου τεστ νοημοσύνης. Επιπλέον οι ψευδαισθήσεις που εμφανίζονται στην αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας σχετίζονται με τις προσωπικότητες (πχ το άτομο νοιώθει πως μία προσωπικότητα του μιλάει, ή αναφέρει ότι μπορεί να τη δει στον καθρέφτη) και είναι εσωτερικές (δηλαδή το άτομο νοιώθει ότι προέρχονται από το ίδιο). Στη σχιζοφρένεια οι ψευδαισθήσεις είναι σχεδόν πάντα εξωτερικές και προέρχονται από το περιβάλλον (πχ τα άτομα νοιώθουν πως κάποιος άλλος τους μιλά, τους προτρέπει να κάνουν κάτι), και δεν τις νοιώθουν ως “οικείες” ή “μέρος του εαυτού”. Οι ψευδαισθήσεις στη σχιζοφρένεια θεραπεύονται με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, κάτι που δε συμβαίνει στην αποσυνδετική διαταραχή ταυτότητας. Τέλος τα άτομα με σχιζοφρένεια εμφανίζουν παρανοϊκό ιδεασμό, δηλαδή πεποιθήσεις που δε βασίζονται στη πραγματικότητα (πχ ότι κάποιος θέλει να τα δολοφονήσει/να τα βλάψει, κάποιος είναι ερωτευμένος μαζί τους) και δεν αναφέρουν σημαντικά συμπτώματα αμνησίας.
Η μελέτη του εγκεφάλου μπορεί επίσης να βοηθήσει στο διαχωρισμό της αποσυνδετικής διαταραχής ταυτότητας από άλλες διαταραχές και να αποδώσει εγκυρότητα στην ύπαρξή της. Μελέτες απεικόνισης του εγκεφάλου έχουν δείξει πως τα άτομα με τη συγκεκριμένη διαταραχή εμφανίζουν μικρότερο όγκο σε περιοχές όπως η νήσος και ο φλοιός του προσαγωγίου, που σχετίζονται με την αυτογνωσία και την αυτοαντίληψη. Επιπλέον παρουσιάζουν μειωμένο όγκο και δυσλειτουργίες σε περιοχές όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή που σχετίζονται με τη μνήμη, τη συναισθηματική συμπεριφορά και την απάντηση στο φόβο. Οι συγκεκριμένες δυσλειτουργίες θεωρείται ότι οφείλονται στην επαναλαμβανόμενη έκθεση στο τραύμα. Το ίδιο θεωρείται ότι ισχύει και για τον μειωμένο όγκο του μετωπιαίου φλοιού που σχετίζεται με δυσκολίες στην αναστολή των παρορμήσεων, την αυτορρύθμιση και τον έλεγχο των συναισθημάτων. Τέλος ένα ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι παρατηρείται καλύτερη συνδεσιμότητα ανάμεσα σε περιοχές του εγκεφάλου όπως τα βασικά γάγγλια και οι σωματοαισθητικές περιοχές. Τα βασικά γάγγλια σχετίζονται με λειτουργίες όπως η κίνηση, η ανάπτυξη κινήτρων και η μάθηση, ενώ οι σωματοαισθητικές περιοχές είναι υπεύθυνες για την αντίληψη όλων των αισθήσεων. Η καλύτερη επικοινωνία ανάμεσά τους θεωρείται ότι σχετίζεται με τις πολλαπλές προσωπικότητες και κυρίως με τις διαφορετικές συνήθειες, κινήσεις του σώματος και τα μοναδικά χαρακτηριστικά που αναπτύσσουν, καθώς και με τις διασχιστικές καταστάσεις.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση δεν έχει σκοπό να μεταβάλλει τη κατάσταση και να εξαλείψει τις διαφορετικές προσωπικότητες, αλλά εστιάζει κυρίως στη διαχείριση του τραύματος. Χρειάζεται να ενσταλάξουμε στο άτομο μία θετική αντιμετώπιση απέναντι στη διάγνωση, ώστε να μη νοιώθει δυσφορία σχετικά με αυτή. Είναι λοιπόν αναγκαίο το άτομο να δει τη διάγνωση ως ένα περίπλοκο τρόπο του οργανισμού του να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο τραύμα και να επιβιώσει. Η συγκεκριμένη αναπλαισίωση είναι αρκετά θεραπευτική και βοηθά στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης όχι μόνο απέναντι στο θεραπευτή, αλλά και απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Μέχρι στιγμής καμία φαρμακευτική αγωγή δεν έχει βρεθεί αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης διαταραχής, ενώ η ψυχοθεραπεία που εστιάζει στο τραύμα έχει δείξει τα μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας στη διαχείρισή της. Οι ψυχοδυναμικές προσεγγίσεις επίσης έχουν αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματικές.
Προτείνεται η ψυχοθεραπεία να ακολουθεί τρία βασικά στάδια (τριφασική). Στο πρώτο στάδιο σημαντική είναι η σταθεροποίηση των αρνητικών συναισθημάτων, η δουλειά με τα θέματα εμπιστοσύνης που δημιουργούνται λόγω του τραύματος, αλλά και η αντιμετώπιση των αυτοκτονικών σκέψεων, εάν υπάρχουν. Δίνεται επίσης σημασία και σε άλλα ψυχικά προβλήματα που ενδέχεται να συνυπάρχουν. Το άτομο μαθαίνει αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης των δυσφορικών καταστάσεων, ώστε να μη χρησιμοποιεί την εναλλαγή προσωπικοτήτων και τη διάσχιση γι’ αυτό το σκοπό. Εξαιρετικά σημαντικό είναι να εστιάσουμε στις διαφορετικές προσωπικότητες και να δουλέψουμε μαζί τους, αλλιώς η ψυχοθεραπεία δε μπορεί να προσφέρει θετικά αποτελέσματα. Οι προσωπικότητες χρειάζεται να συνεργαστούν μεταξύ τους αλλά και με το θεραπευτή και πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να εκφραστούν ελεύθερα μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Στο δεύτερο στάδιο οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις σχετικά με το τραύμα εξετάζονται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και σταδιακά υφίστανται επεξεργασία και νοηματοδότηση από το άτομο. Σημαντικό εδώ είναι να προστατευτεί η αίσθηση ασφάλειας και σταθερότητας του ατόμου και να δοθεί προσοχή ώστε οι συζητήσεις για το τραύμα να μη δημιουργούν μεγαλύτερη δυσφορία στο άτομο. Τέλος, στο τρίτο στάδιο στόχος είναι το άτομο να καταφέρει να δημιουργήσει υγιείς σχέσεις με σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του και να εμπλακεί σε δραστηριότητες με νόημα που το ενδιαφέρουν. Σημαντικό επίσης είναι να αποκτήσει καλύτερη επίγνωση και έλεγχο της συμπεριφοράς όλων των προσωπικοτήτων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Αμερικάνικη Ψυχιατρική Εταιρεία. (2015). Διαγνωστικά Κριτήρια από DSM-5 (Κ. Γκοτζαμάνης Επιμ.). Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας.
Blihar, D., Delgado, E., Buryak, M., Gonzalez, M., & Waechter, R. (2020). A systematic review of the neuroanatomy of dissociative identity disorder. European Journal of Trauma & Dissociation, 4(3), https://doi.org/10.1016/j.ejtd.2020.100148
Brand, L. B., Loewenstein, J. R., & Spiegel, D. (2014). Dispelling Myths About Dissociative Identity Disorder Treatment: An Empirically Based Approach. Psychiatry Interpersonal & Biological Processes, 77(2), 169-189. http://dx.doi.org/10.1521/psyc.2014.77.2.169
Foote, B. & Park, J. (2008). Dissociative identity disorder and schizophrenia: Differential diagnosis and theoretical issues. Current Psychiatry Reports, 10, 217-222. https://doi.org/10.1007/s11920-008-0036-z
Gentile, P. J., Dillon, S. K., & Gillig, M. P. (2013). Psychotherapy and Pharmacotherapy for Patients with Dissociative Identity Disorder. Innovations in clinical neuroscience, 10(2), 22-29. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3615506/
Lynn, J. S., Fassler, O., Knox, J. A., & Lilienfeld, O. S. (2010). Dissociation and Dissociative Identity Disorder: Treatment Guidelines and Cautions. Practitioner’s Guide to Evidence-Based Psychotherapy, 248-257. http://dx.doi.org/10.1007/978-0-387-28370-8_24