Ο όρος αλεξιθυμία αναφέρεται στην αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων μέσω του λόγου, όπως φαίνεται και από την ετυμολογία του (στερητικό -α, λέξη, θυμός=συναίσθημα). Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας και για μία θεωρητική κατασκευή που περιγράφηκε για πρώτη φορά εκτενώς από τους Nemiah και Sifneos το 1972. Δεν πρόκειται για κάποια διαγνώσιμη ψυχική διαταραχή, αλλά για ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μπορεί ωστόσο να εμφανίζονται ως συμπτώματα σε διάφορες ψυχικές διαταραχές και κλινικές καταστάσεις. Συγκεκριμένα η αλεξιθυμία αναφέρεται στη δυσκολία κατανόησης, αναγνώρισης και έκφρασης των συναισθημάτων και αρχικά θεωρήθηκε αιτιολογικός παράγοντας για την εμφάνιση ψυχοσωματικών νόσων. Σήμερα η άποψη αυτή έχει απορριφθεί και θεωρείται ένα σχετικά σταθερό στοιχείο του χαρακτήρα κάποιου, το οποίο μπορεί να αυξήσει την ευαλωτότητα του οργανισμού απέναντι στη νόσηση, αν και από μόνο του δεν μπορεί να την προκαλέσει. Θεωρείται ότι εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 10% στο γενικό πληθυσμό και είναι λίγο πιο συχνή στους άντρες.
Τα άτομα με αλεξιθυμία αντιμετωπίζουν μεγάλη δυσκολία να βρουν τις σωστές λέξεις για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, αλλά και να κατανοήσουν τα συναισθήματα των άλλων (περιορισμένη ενσυναίσθηση). Επιπλέον εμφανίζουν πολλά σωματικά συμπτώματα στα οποία φαίνεται να επικεντρώνονται έντονα και δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν συναισθηματικές καταστάσεις από τα σωματικά αισθήματα. Για παράδειγμα μπορεί να τους είναι δύσκολο να συνδέσουν το γεγονός ότι έχουν ταχυκαρδία με το ότι είναι αγχωμένοι. Ο λόγος τους είναι φτωχός, με έλλειψη συμβολικής σκέψης και έντονη ενασχόληση με ασήμαντα χαρακτηριστικά των καταστάσεων. Μπορεί να εμφανίζουν ξεσπάσματα οργής, νευρικότητας ή δακρύων, αλλά εάν ερωτηθούν, τους είναι δύσκολο να εξηγήσουν πως αισθάνονται. Οι πιο συχνές συναισθηματικές τους καταστάσεις περιλαμβάνουν ευερεθιστότητα, ανία, αίσθημα κενού, ανησυχία, επίπεδο και απρόσφορο συναίσθημα.
Τα αλεξιθυμικά άτομα συχνά δημιουργούν διαπροσωπικές σχέσεις αρκετά εξαρτητικές ή αντίθετα μπορεί να απομακρύνονται κοινωνικά και να προτιμούν τη μοναξιά. Χρησιμοποιούν συνήθως τις πράξεις για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, ενώ οι συναισθηματικές εκφράσεις του προσώπου ή του σώματος είναι πολύ περιορισμένες έως σχεδόν απούσες. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι αναφέρουν πως βλέπουν λίγα όνειρα και έχουν λίγες φαντασιώσεις. Παρ’ όλα αυτά τα άτομα με αλεξιθυμία φαίνονται συχνά καλά προσαρμοσμένα, αν και πρόκειται συνήθως για μία “ψευδοφυσιολογικότητα”, καθώς μία πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι δε βρίσκονται σε επαφή με το συναισθηματικό τους κόσμο και ζουν με έναν μηχανικό τρόπο. Όταν βρίσκονται σε στρεσογόνες καταστάσεις τείνουν να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες τροφής, αλκοόλ ή φαρμάκων, ή να βιώνουν διάφορα σωματικά συμπτώματα τα οποία συχνά δυσκολεύονται να περιγράψουν και να συνδέσουν με τη στρεσογόνα συνθήκη.
Όπως προαναφέρθηκε αρχικά η αλεξιθυμία θεωρήθηκε αιτιολογικός παράγοντας των ψυχοσωματικών νόσων και όντως αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται σε πολλούς ασθενείς με διάφορα νοσήματα σωματικής ή ψυχολογικής φύσεως. Σύμφωνα με έρευνες τα αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά εμφανίζουν μεγάλη συσχέτιση με νόσους όπως η ιδιοπαθής υπέρταση, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, άλλες διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος και οι χρόνιοι ψυχογενείς πόνοι, αν και η ακριβής σχέση μεταξύ αλεξιθυμίας και εμφάνισης σωματικών νόσων δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητή. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί εμφάνιση αλεξιθυμίας ως δευτερογενές χαρακτηριστικό σε ασθενείς που είναι αντιμέτωποι με απειλητικές για τη ζωή νόσους, που βρίσκονται σε αιμοδιάλυση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση κάποιου οργάνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις η εμφάνισή της μπορεί να αποδοθεί στο βάσανο του σωματικού πόνου και το μεγάλο άγχος για την υγεία, τα οποία κάνουν το άτομο συναισθηματικά στείρο και χωρίς ενδιαφέρον για τη πραγματικότητα.
Αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά μπορεί να εμφανίζονται και σε διάφορες ψυχικές ή νευρολογικές διαταραχές και έχει βρεθεί πως το να είναι κανείς αλεξιθυμικός αυξάνει τις πιθανότητές του να αναπτύξει κάποια ψυχική διαταραχή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η διαταραχή αυτιστικού φάσματος είναι ίσως η πιο κοινή κατάσταση στην οποία εμφανίζονται αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή που συνοδεύεται μεταξύ άλλων από έντονη αδυναμία κατανόησης και έκφρασης των συναισθημάτων. Ψυχικές διαταραχές στις οποίες μπορεί να εμφανίζονται αλεξιθυμικά στοιχεία είναι οι σωματόμορφες διαταραχές, οι διαταραχές κατάχρησης ουσιών, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής αλλά και οι μετατραυματικές διαταραχές. Επιπρόσθετα άτομα με μείζονες συναισθηματικές διαταραχές, σεξουαλικές διαστροφές καθώς και ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας μπορεί παρουσιάζουν αλεξιθυμία.
Οι αιτιολογικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη της αλεξιθυμίας έχει θεωρηθεί πως σχετίζονται κυρίως με τη δημιουργία ανασφαλούς δεσμού με τον κύριο πρόσωπο που παρέχει φροντίδα κατά τη παιδική ηλικία, αλλά και η συναισθηματική παραμέληση από τους γονείς κατά τη πρώιμη ζωή. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς μέσα από αυτού του είδους τις σχέσεις τα παιδιά μαθαίνουν να αναγνωρίζουν, να αποδέχονται και να ρυθμίζουν τα συναισθήματα τους. Όταν λοιπόν οι γονείς εμφανίζουν παραμέληση, υποτίμηση, φτωχή ανταπόκριση στα συναισθήματα του παιδιού ή αδυνατούν να συνδεθούν συναισθηματικά με αυτό, το παιδί μπορεί να μη καταφέρει να μάθει πως να επικοινωνεί τα συναισθήματα του, να τα παραμελεί ή να μη μπορεί να νοηματοδοτήσει τις συναισθηματικές του εμπειρίες. Αλεξιθυμικά χαρακτηριστικά μπορεί να εμφανιστούν και ως αποτέλεσμα κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, ενώ δεν έχει βρεθεί μεγάλη συσχέτιση ανάμεσα στην αλεξιθυμία και τα σωματικά ή ψυχικά τραύματα, καθώς θεωρείται πως αυτές οι καταστάσεις σχετίζονται με πιο βαριές μορφές ψυχοπαθολογίας.
Τα άτομα με αλεξιθυμία παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις στη λειτουργία ορισμένων περιοχών του εγκεφάλου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Ως απάντηση σε συναισθηματικού περιεχομένου ερεθίσματα όπως εικόνες προσώπων που εκφράζουν συναισθήματα ή ταινίες με έντονα συναισθηματικό περιεχόμενο, εμφανίζουν μειωμένη λειτουργία στο πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου (υπεύθυνος για την επεξεργασία των συναισθημάτων), στο μέσο προμετωπιαίο φλοιό (υπεύθυνος για τη συναισθηματική ρύθμιση) και στην αμυγδαλή (υπεύθυνη για την ανίχνευση και παραγωγή συναισθημάτων). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ως απάντηση σε σωματικού περιεχομένου ερεθίσματα όπως ο πόνος, τα άτομα με αλεξιθυμία εμφάνιζαν πιο αυξημένη λειτουργικότητα σε περιοχές υπεύθυνες για τη βίωση των αισθήσεων και του πόνου (πχ σωματοαισθητηριακός φλοιός, νήσος). Αυτό θεωρείται πως σχετίζεται με τη τάση τους να δίνουν μεγάλη προσοχή σε σωματικά συμπτώματα και να ενισχύουν τη σοβαρότητά τους. Με λίγα λόγια εμφανίζουν έλλειψη οξύτητας για την επεξεργασία εξωτερικών συναισθηματικών ερεθισμάτων και υπερευαισθησία σε εσωτερικές σωματικές αισθήσεις.
Η αλεξιθυμία ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας υποστηρίζεται γενικά πως είναι δύσκολο να τροποποιηθεί. Παρ’ όλα αυτά θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορούν να εφαρμοστούν με σκοπό την ενίσχυση της συναισθηματικής επίγνωσης των ατόμων. Πολύ βοηθητικές είναι οι ομαδικές ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, όπου τα άτομα ενθαρρύνονται συνεχώς να μιλούν για τα συναισθήματά τους, να φαντάζονται διάφορες καταστάσεις και τα συναισθήματα που προκαλούν και μαθαίνουν να εκφράζουν ό,τι νοιώθουν με σωστό τρόπο. Τεχνικές όπως το παιχνίδι ρόλων, η εκπαίδευση στη μη λεκτική επικοινωνία και η μάθηση εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να προσαρμοστούν καλύτερα και να διαχειρίζονται πιο σωστά το συναισθηματικό τους κόσμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Moriguchi, Y. & Komaki, G. (2013). Neuroimaging studies of alexithymia: physical, affective, and social perspectives. BioPsychoSocial Medicine, 7(8). https://doi.org/10.1186/1751-0759-7-8
Taylor, G. J. (2000). Recent Developments in Alexithymia Theory and Research. Canadian Journal of Psychiatry, 45(2), 134-142. https://doi.org/10.1177/070674370004500203
Taylor, G. J. (2001). Η έκφραση των συναισθημάτων και η ψυχοσωματική διαδικασία. Σε Κ. Ζέρβος (Επιμ.), Ψυχοσωματική ιατρική και σύγχρονη ψυχανάλυση (σσ. 105-157). Εκδόσεις Καστανιώτη.