Σωματόμορφες διαταραχές : όταν η ψυχική ασθένεια αντανακλάται στο σώμα.

Σωματόμορφες διαταραχές : όταν η ψυχική ασθένεια αντανακλάται στο σώμα.

_______________________________________________________________________________

Οι σωματόμορφες διαταραχές αποτελούν σύνδρομα που χαρακτηρίζονται από σωματικά συμπτώματα, τα οποία, κατόπιν ιατρικών εξετάσεων, αποδεικνύεται πως δεν οφείλονται σε κάποιον οργανικό/παθολογικό παράγοντα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πόνοι/ενοχλήσεις που βιώνουν οι πάσχοντες (πχ στομαχικοί πόνοι, δύσπνοια κλπ.) είναι πραγματικοί και όχι αποκυήματα φαντασίας, ωστόσο δεν ερμηνεύονται με παθολογικά αίτια.

Η διαφορική διάγνωση των σωματόμορφων διαταραχών απαιτεί εκτεταμένες, αναλυτικές και χρονοβόρες ιατρικές εξετάσεις, προκειμένου να αποκλειστεί οποιαδήποτε πιθανότητα ύπαρξης οργανικού προβλήματος ή ιατρικού λάθους. Οι πάσχοντες, ακόμα και μετά τη διαβεβαίωση του θεράποντος γιατρού ότι δεν υπάρχει οργανική βάση στα συμπτώματά τους, εξακολουθούν να τα βιώνουν στον ίδιο βαθμό και να υποβάλλονται συνεχώς σε σωρεία περιττών  εξετάσεων και αναίτια κατανάλωση φαρμάκων (αλλάζοντας συχνά γιατρούς), όντας σίγουροι πως υποβόσκει κάποιος σοβαρός παθολογικός παράγοντας τον οποίο κανένας γιατρός δεν μπορεί να εντοπίσει.

Σύμφωνα με το DSM-V οι σωματόμορφες διαταραχές περιλαμβάνουν τις εξής υποκατηγορίες: α) σωματοποιητική διαταραχή, β) διαταραχή μετατροπής, γ) διαταραχή πόνου, δ) υποχονδρίαση, ε) σωματοδυσμορφική διαταραχή και στ) σωματόμορφη διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς.

Στη σωματοποιητική διαταραχή, ο πάσχων εμφανίζει μια πληθώρα συμπτωμάτων τα οποία και περιγράφει με έναν ασαφή, δραματικό και υπερβολικό τρόπο. Η εν λόγω διαταραχή ορίζεται από τουλάχιστον τέσσερα συμπτώματα πόνου (τέσσερις διαφορετικές εστίες/πηγές πόνου), δυο γαστρεντερικά συμπτώματα ( ναυτία, εμετούς, διάρροιες, φούσκωμα και δυσανεξία σε μια ποικιλία τροφών), ένα σεξουαλικό σύμπτωμα ( προβλήματα στυτικής δυσλειτουργίας ή υπερβολική αιμορραγία κατα την έμμηνο ρύση) και ένα ψευδονευρολογικό σύμπτωμα (παράλυση, σπασμοί, απώλεια σωματικού ελέγχου ή ισορροπίας , λιποθυμικά επεισόδια κ.α.). Το άτομο αναζητά συνεχώς και επίμονα ιατρική βοήθεια και αλλάζει γιατρούς μέχρι να βρει εκείνον που θεωρεί πως θα διαγνώσει επιτέλους το πρόβλημά του.

Η διαταραχή μετατροπής αφορά στην ξαφνική απώλεια μιας κινητικής ή αισθητηριακής λειτουργίας χωρίς κανένα νευρολογικό υπόβαθρο. Συνήθως παρατηρείται τύφλωση, κώφωση, παράλυση , αναισθησία ή απώλεια αίσθησης σε κάποιο σημείο του σώματος. Ακριβώς επειδή τα παραπάνω συμπτώματα προσομοιάζουν σε αυτά των σοβαρών νευρολογικών νόσων, το άτομο πρέπει να υποβληθεί σε αναλυτικές εξετάσεις προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη κάποιας νόσου. Ένα σημαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο είναι ότι στην διαταραχή μετατροπής τα συμπτώματα εμφανίζονται σχεδόν αμέσως όταν το άτομο βιώνει κάποια ψυχοπιεστική συνθήκη, ενώ στις νευρολογικές νόσους τα συμπτώματα εμφανίζονται σταδιακά, κλιμακωτά και σε βάθος χρόνου.

Ως προς την διαταραχή πόνου, το βασικότερο σύμπτωμα της είναι η επίμονη ενασχόληση του ατόμου με τον πόνο σε μία ή περισσότερες ανατομικές περιοχές. Η ένταση του πόνου είναι τέτοια που χρήζει κλινικής προσοχής, προκαλεί έντονη δυσφορία και δυσλειτουργικότητα στις διαπροσωπικές δραστηριότητες του ατόμου, χωρίς φυσικά να υφίσταται παθολογική εξήγηση. Συχνά, οι πάσχοντες δυσκολεύονται να περιγράψουν και να προσδιορίσουν ακριβώς τον πόνο που νιώθουν, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν κοινωνικές δραστηριότητες που ενδέχεται να μεγεθύνουν την ένταση του πόνου τους και να καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες παυσίπονων.

Η υποχονδρίαση αναφέρεται σε έναν έντονο και επίμονο φόβο ύπαρξης κάποιας σοβαρής ασθένειας, που προκύπτει από την διαστρέβλωση και την παρερμηνεία των σωματικών συμπτωμάτων του ατόμου. Οι άνθρωποι με υποχονδρίαση ασχολούνται εμμονικά με τις σωματικές τους λειτουργίες ,τις οποίες παρερμηνεύουν ως παθολογικές εάν παρατηρήσουν ακόμα και την απειροελάχιστη αλλαγή. Για παράδειγμα, ένας δυνατός πονοκέφαλος μπορεί να ερμηνεύεται ως όγκος στον εγκέφαλο ή ένα ξαφνικό μούδιασμα να θεωρείται ένδειξη νευρολογικής ασθένειας. Ο υποχονδριακός ασθενής, όπως και η πλειοψηφία των πασχόντων από σωματόμορφες διαταραχές, φροντίζει να ενημερώνεται με κάθε τρόπο για όλα τα είδη ασθενειών και τα συμπτώματα τους, να υποβάλλεται σε συχνές εξετάσεις και να αλλάζει τακτικά θεράποντες ιατρούς μέχρι να βρει τον «κατάλληλο» που θα του επιβεβαιώσει την ύπαρξη σοβαρής ασθένειας, ή καταφεύγει σε «θαυματουργές» θεραπείες.

Η σωματοδυσμορφική διαταραχή αφορά στην επίμονη ενασχόληση με ένα φανταστικό ελάττωμα στην εμφάνιση του ασθενούς (πχ. μύτη, αυτιά, δόντια κλπ.). Τα άτομα αυτά ασχολούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε καθημερινή βάση με την υποτιθέμενη δυσμορφία τους, κοιτάζοντας επί ώρες τον εαυτό τους στον καθρέφτη και προσπαθώντας να διορθώσουν την ατέλεια. Μερικοί οδηγούνται και στην λύση της πλαστικής χειρουργικής, η οποία όμως τους ανακουφίζει προσωρινά, μια και αργότερα θα εντοπίσουν μια καινούρια ατέλεια στην εμφάνιση τους και θα ξεκινήσει εκ νέου ο φαύλος αυτός κύκλος.

Τέλος, στη σωματόμορφη διαταραχή μη προσδιοριζόμενη αλλιώς ανήκουν διαταραχές με σωματόμορφα συμπτώματα τα οποία δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες. Ένα από τα πιο γνωστά τέτοια σύνδρομα είναι η ψευδοκύηση, η οποία παρουσιάζει όλα τα συμπτώματα της εγκυμοσύνης (αμμηνόρροια, ναυτία, μεγέθυνση της κοιλιακής χώρας, ναυτίες κλπ.), χωρίς όμως να υφίσταται εγκυμοσύνη.

Η αιτιολογία των Σωματόμορφων Διαταραχών δεν είναι πλήρως γνωστή στους επιστήμονες σήμερα, ωστόσο σύμφωνα με την Γνωσιακή-Συμπεριφορική προσέγγιση, είναι συνήθως αποτέλεσμα των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και συνδέσεων της σκέψης με το συναίσθημα. Η θεραπευτική τους αντιμετώπιση γίνεται με τον κατάλληλο ειδικό ψυχικής υγείας, ενώ η ψυχοθεραπευτική μέθοδος που ακολουθείται κάθε φορά συνάδει με την ιδιαίτερη φύση του εκάστοτε πάσχοντος και το είδος της σωματόμορφης διαταραχής με την οποία έχει διαγνωστεί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Χριστοπούλου, Α. (2008). Εισαγωγή στην Ψυχοπαθολογία του Ενήλικα. Αθήνα:Τόπος.

 

ΚοινοποίησηFacebookLinkedIn
Συμμετοχή στη συζήτηση

Archives

Categories